Στο σχολείο που πήγαινα παιδί είχαν ένα όμορφο συνήθειο. Να μας χαρίζουν βιβλία. Βραβείο, σημείωναν, για το ήθος και την επιμέλεια και τη σχολική επίδοση. Και με αυτή ακριβώς τη σειρά, πρώτο το ήθος και τελευταία η επίδοση...
Σ' ένα τέτοιο βιβλίο διάβασα και το Γράμμα του πνιμένου:
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΠΝΙΜΕΝΟΥ
Του Βασίλη Ρώτα
Είχε κατέβει ο Θεός κάτου, ο θαλασσόθεος, και συντάραζε τη θάλασσα και σάρωνε τον τόπο ημερόνυχτα. Οι άνεμοι, ξαπολυμένοι, εδιώχνανε κι απ' το πέλαγο κι απ' τη στεριά και πλεούμενα κι ανθρώπους και ζωντανά, ξερίζωναν δέντρα και μπαίνανε ως και μέσα στα σπίτια κι ούρλιαζαν. Κάποτε ο μαυροσύννεφος ο νοτιάς πήρε να ξεθυμάνει, το βράδυ γλάρωσε κι όλη νύχτα μόνο η θάλασσα ανταρευότανε ακόμη και βόγγαγε.
Οι πρώτοι άνθρωποι που βγήκανε χαράματα στο γιαλό, βρήκανε τον πνιγμένο τουμπανιασμένον πάνω στα φύκια και στα κλαριά. Τα 'χε ξεράσει το κύμα, που φούσκωνε ακόμη και ξέρναγε αφρούς, αγκαλά ξελιγωμένο πια κι αποκαμωμένο.
Ένας πνιγμένος στο ακρογιάλι, σε μικρό χωριό, φέρνει μεγάλη ταραχή στους ανθρώπους. Αμέσως το μαθαίνουνε όλοι και συνάζονται γύρω στο κουφάρι με περιέργεια, θλίψη και συμπόνια. Ετούτος φαινότανε άντρας μεσόκοπος, μα η θάλασσα τον είχε δείρει πολύ πριν τονέ πετάξει έξω και του 'χε χαλάσει τη μορφή, σε τρόπο που δεν έδειχνε πολλά σημάδια γνώρας. Κι η φαντασία των χωριάτωνε βάλθηκε αυτή να τρέξει μακριά για να πιάσει το σουλούπι, τη νιότη, την αντρειά του πνιμένου και τις σχέσεις του με τον κόσμο.
Κι όπως όλοι τους ήτανε θλιμμένοι κι από δικά του ο καθένας, από τον χαλασμό κι από την πείνα, γιατί ο πόλεμος δεν είχε αφήσει σπίτι που να μην το 'χε κάψει στην καρδιά, οι φαντασίες με πολύ μαύρα μάτια είδανε το άγνωρο κουφάρι που κειτότανε εκεί, πάνω στα φύκια, ξεχαρβαλωμένο και φουσκωμένο, σαν μεθυσμένο κι αδιάντροπο. Σαν να βλαστήμαγε τη ζωή. σαν να μούντζωνε και τον ουρανό τον ολογάλανο, που έπιανε να τον χρυσώσει ο λαμπρός απριλιάτικος ήλιος, και τη θάλασσα που καταλάγιαζε λιγοθυμισμένη, και το αγέρι που κατέβαινε από τις πλαγιές τις γεράνιες και τις πράσινες πλαγιές γύρω, μοσκοβολημένο από θυμάρι κι αγριοβιολέτα, και τα πουλιά που πετούσανε λαλώντας στον γλαρόν αθέρα, και τους ανθρώπους γύρω του, που τονέ κοιτάζανε με σκυμμένα μούτρα και μάτια ανήσυχα και φοβισμένα.
Επιτέλους ήρθε ο χωροφύλακας κι όλοι του κάμανε τόπο να περάσει μπροστά. Κοίταξε πρώτα με προσοχή το κουφάρι, από το μπρουμυτισμένο κεφάλι του ως τ' ανακλαδισμένα κανιά του, ύστερα πρόσταξε δυο χωριάτες να το γυρίσουν ανάποδα. Η φορεσιά του έμοιαζε στολή.
"Στρατιώτης ήτανε", είπε ο χωροφύλακας. κι όλοι οι παραστεκούμενοι αναστενάξανε κι οι γυναίκες πιο πίσω λουχτούκιασαν.
"Για ψάξτε του τις τσέπες", πρόσταξε πάλι ο χωροφύλακας.
Κι οι δυο χωριάτες, που προθυμήθηκαν να βάλουνε χέρι στον πνιμένο, αρχίσανε τώρα να τονέ ξεκουμπώνουνε, να χώνουνε τα χέρια τους μέσα στις τσέπες του, να τραβάνε από κει πράματα και να τα δίνουνε του χωροφύλακα.
"Το ρολόι του", είπε ο ένας, ξεθηλυκώνοντας ένα ρολόι απ' τον αρμό του πνιμένου.
Πάλι λουχτούκιασαν οι γυναίκες. Μα οι άντρες και τα παιδιά γέλασαν, γιατί αυτός που ξεθηλύκωσε το ρολόι, πριν το παραδώσει στο απλωμένο χέρι του χωροφύλακα, το 'βαλε στ' αυτί του για να δει αν δουλεύει.
"Τι ώρα λέει;; Να βάλουμε όλοι τα ρολόγια μας!" ρώτησε φωναχτά ένας χωρατατζής, και το αστείο του δεν έμεινε αναπάντητο από γέλια.
Ωστόσο η βαρυθυμία έπαιρνε αμέσως το πάνω χέρι, πνίγοντας το γέλιο, όπως είχε πνίξει η θάλασσα τον άνθρωπο, που, ανακλαδισμένος χάμω, άφηνε να τονέ ψάχνουνε τα χωριάτικα χέρια.
Δεν άργησαν οι παλάμες του χωροφύλακα να γεμίσουνε με πράματα, το ρολόι, ένα σουγιά, ένα μαντιλάκι, μια φυλλάδα διπλωμένη, ένα μολύβι, μια τσατσάρα, ένα πορτοφόλι φουσκωμένο σαν τον ιδιοχτήτη του και ξεκοιλιασμένο, που μισοφαινόντουσαν τα μέσα του χαρτιά και χρήματα, ένα μάτσο γράμματα.
Ο χωροφύλακας τ' άδειασε όλα μέσα σ' ένα σακίδιο που 'χε κρεμασμένο στο πλευρό του. Κράτησε μόνο τα χαρτιά κι άρχισε να τα εξετάζει, ψάχνοντας για την ταυτότητα του πνιμένου.
Ξεφυλλίζοντας τα μουσκεμένα γράμματα, διάβαζε κιόλας φωναχτά: "Αγαπητή μου Ελενίτσα..."
"Γράμμα στη φιλενάδα του!" φώναξε ο χωρατατζής και γέλασαν τα παιδιά.
Ο χωροφύλακας ξεδίπλωσε δεύτερο γράμμα και διάβασε πάλι: "Αγαπητή μου Ελενίτσα...", ύστερα τρίτο, τέταρτο κι όλα άρχιζαν με το "Αγαπητή μου Ελενίτσα".
"Διάβασε και παρακάτω!" ξεστόμισαν μερικοί.
Ο χωροφύλακας κράτησε το τελευταίο, να διαβάσει και παρακάτω. Και η δική του πια περιέργεια και ολονώνε είχε φουντώσει. Η φαντασία του καθενού είχε πλάσει από τ' άφαντο χάος μια ξέχωρη μορφή γι' αυτή την Ελενίτσα. Άλλος την έβλεπε φιλενάδα, άλλος γυναίκα στεφανωτή, άλλος Ελενάρα, άλλος Ελέγκω, καθένας με τον τρόπο του και την πείρα του.
Ο χωροφύλακας διάβασε φωναχτά ως το τέλος το ακόλουθο γράμμα:
"Αγαπητή μου Ελενίτσα,
Σου 'χω γράψει γράμματα, παιδί μου, κάθε μέρα σου γράφω, χωρίς να σου στείλω ακόμη κανένα, γιατί δεν τα κατάφερα. Κι η ελπίδα που είχα να σου τα στείλω, τώρα χάθηκε ολότελα, γιατί πιάστηκα αιχμάλωτος. Όμως, πάλι σου γράφω το τελευταίο χαρτί που έχω κι ίσως βρω καμιάν ευκαιρία. Τώρα μας εβάλανε στο πλοίο για να μας πάνε στα μέρια τους. Έτσι λένε πολλοί, μα κανείς δεν ξέρει για πού ταξιδεύουμε. Τ' αεροπλάνα έρχονται ολοένα από πάνω μας και μας ρίχνουνε. Κι ολοένα οι καρδιές μας λαχταρίζουνε, τώρα θα μας βουλιάξουνε.
Βλέπουμε τη στεριά να φεύγει λίγο λίγο και να χάνεται απ' τα μάτια μας. Παιδί μου, Ελενίτσα μου, ο νους μου είναι σε σένα, που έμεινες μάνα στο σπίτι, να κοιτάξεις και τ' αδέρφια σου, κι είσαι ακόμη τόσο μικρή. Από την ημέρα που 'λαβα το γράμμα σου το πικραμένο, που μου 'γραφες τη θανή της μητέρας σου, μέρα νύχτα εσένα συλλογίζομαι και κλαίω.
Μόλις είχαμε σχολάσει τη μάχη κι ήμουνα ζωντανός ακόμη κι άβλαβος κι έτρωγα ευχαριστημένος το ψωμί μου, ήρθε, παιδάκι μου, το γράμμα σου με τη μαύρην είδηση που με λάβωσε κατάκαρδα.
Καλύτερα έλεγα να μ' είχε πάρει εμένα ο χάρος, όπως τόσους και τόσους συντρόφους μας και χωριανούς μας, παρά που πήρε τη μητέρα σου. Γιατί αυτή χρειαζότανε σε σένα και τ' αδέρφια σου, που είναι ακόμη μικρούλια και πώς θα ζήσουνε.
Μου 'γραφες, παιδί μου, να κάνω καρδιά και σπάραξε η ψυχή μου, που μου 'δινες εσύ θάρρος, εσύ το άπλερο και μικρό κοριτσάκι. Παιδάκι μου, να τηράξεις τ' αδέρφια σου και να τους σταθείς εσύ μάνα πονετικιά. Να μη ζητήσεις τη βοήθεια κανενού χωριστά, παρά όλου του χωριού. Να μην εμπιστευτείς, παιδί μου, ούτε τον παπά, ούτε τον πρόεδρο χωριστά να σε βοηθήσουνε κι ούτε κανένα συγγενή, παρά να πέσεις στο έλεος του χωριού.
Να βγεις, παιδί μου, στην εκκλησία, μέσ' στη μέση, και να τονέ φωνάξεις τον πόνο σου. Να έχεις μαζί σου και όλα τ' αδερφάκια σου, να φωνάξετε όλα μαζί και να ειπείτε:
"Χωριανοί, η μάνα μας πέθανε, ο πατέρας μας είναι στον πόλεμο, εμείς είμαστε πεντάρφανα, το χωριό να μας φροντίσει κι εμείς εδώ του χωριού είμαστε."
Μέσα στην απελπισιά μου, εσύ παιδάκι μου, που 'δειξες μυαλωμένο και πονετικό, εσύ είσαι το μοναχό στήριγμα της καρδιάς μου, εσύ είσαι το μοναχό φως μέσα στο σκοτάδι που βρίσκομαι.
Να πολεμήσεις, παιδί μου, για τ' αδέρφια σου. Να τηράξεις τους άλλους, να μην τηράξεις τον εαυτό σου. Να μη ζηλέψεις καθόλου τις χαρές και τις ομορφιές και τα στολίσματα για τον εαυτό σου και παρατήσεις τ' αδέρφια σου που από σένα κρέμονται τώρα.
Σου 'πεσε μεγάλο βάρος, πουλάκι μου, Ελενίτσα μου, πάνω στις τρυφερές σου πλάτες, το χρέος της μάνας μαζί και του πατέρα. Να το νιώσεις, βασανισμένο μου, και να σταθείς σ' αυτό το χρέος πιστή, έτσι να ιδούμε καλήν αντάμωση. Να μη γυρίσω, παιδάκι μου, πίσω και σας βρω σκόρπια και ντροπιασμένα.
Εγώ, από δω που βρίσκομαι, εσάς έχω ελπίδα για να παλέψω, και κάθε μου παλμός και κάθε πνοή μου θα παίρνει δύναμη από σένα, άπλερο πουλί μου, που θ' αγωνίζεσαι μέσα σ' αυτή τη συφορά για το καλό και για την προκοπή. Κι όταν ανταμωθούμε όλοι μας χαρούμενοι..."
Εδώ σταμάτησε το διάβασμα, γιατί δεν είχε συνέχεια. Ο χωροφύλακας γύρισε τα μάτια του στους παραστεκάμενους κι όλοι κλαίγανε, οι γυναίκες γοερά, οι άντρες σκυφτοί και σαν ντροπιασμένοι. Ως και τα παιδιά στεκόντουσαν συλλογισμένα, Κάποιος εφώναξε και είπε:
"Αυτός ο πνιμένος είναι δικός μας, κι αυτή η Ελενίτσα και τα παιδιά του τ' άλλα, δικά μας είναι! Πρέπει εμείς να τα φροντίσουμε."
"Ναι, ναι," φώναξαν όλοι "να φροντίσουμε να τα βρούμε".
Κι άρχισε συζήτηση σ' όλη τη σύναξη εκεί γύρω στον πνιμένο. Όλοι φωνάζανε κι ο καθένας επρόσθετε κι από μια γνώμη, πώς να κάμουνε ν' ανακαλύψουνε το χωριό και το σπίτι του πνιμένου, πώς να στείλουνε επίτηδες ανθρώπους με έξοδα του χωριού τους, να ταξιδέψουν, - όλη την Ελλάδα στην ανάγκη, για να βρουν αυτή την Ελενίτσα, να τη βοηθήσουνε. Άλλος επρόσθετε, "να τα πάρουμε αυτά τα παιδιά και να τα φέρουμε εδώ στο χωριό μας, να τα κάμουμε δικά μας". Άλλος εφώναζε: "Αυτά τα γράμματα να τα φυλάξουμε καλά, για να τα πάμε του κοριτσιού". Άλλος είπε: "Να τα τυπώσουμε στην εφημερίδα, να τα διαβάσει όλος ο κόσμος!"
Έτσι, με ταραχή και συγκίνηση και γενική προθυμία να εχτελέσουνε τις εντολές του πνιμένου, πέρασαν οι χωριάτες εκείνη την ημέρα τους.
Όμως τι κάμανε, πώς τέλειωσε αυτή η ιστορία, αν το χωριό αυτό έβαλε σε πράξη την πρώτη ορμή που 'λαβε απ' το γράμμα του πνιμένου, ή αν και το λείψανό του και το γράμμα του πήρανε τον φυσικό τους δρόμο, εκείνο για μιαν άκρη στο νεκροταφείο, κι εκείνα για μιαν άκρη στην ντουλάπα της ανάκρισης, δε μαθεύτηκε. Πολλές είναι οι έγνοιες κι οι λαχτάρες της ζωής, έτσι που, ως να γίνει το 'να περιστατικό, άλλα απανωτά έρχονται και τα πλακώνουνε, σαν τα κύματα στο γιαλό, που ως να ιδείς καλά καλά το πρώτο κύμα, δεύτερο, τρίτο από κοντά έρχεται και κουκουλώνει τ' άλλα, και το μόνο που νιώθεις βαριά είναι η αντάρα και το άφρισμα του πελάγου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σήμερα, διαβάζοντας ένα σχόλιο που μας άφησαν στο ιστολόγιο, πήρε ανάποδες στροφές το μυαλό μου. Κι άρχισε να ξετυλίγει κουβάρια που τόσες μέρες κλώθονταν κόμπος μέσα μου.
Κι έφταιξε και το όνομα. Η Σοφία.
Γιατί θυμήθηκα πως ήξερα κάποτε κι εγώ ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Σοφία.
http://kapetanisses.blogspot.com/2009/07/blog-post.html
Και τον τίτλο θυμήθηκα για τη Σοφία και όλες τις άλλες Σοφούλες:
Μη λυπάστε παρακαλώ τα παιδιά των ναυτικών
Κι εκεί δαγκώθηκα. Κι όχι μόνο για τον τίτλο.
Είναι που ξαφνικά συνταίριαξα πως ίδιο όνομα είχε κι εκείνο το κορίτσι στη σχολή. Σοφία κι εκείνη. Και καπετάνισσα. Ένα χαρούμενο ξανθό κορίτσι. Μέχρι που έφτασε η είδηση. Τελειώναμε τότε τη σχολή... Η είδηση για τον αδερφό της. Τον ανθυποπλοίαρχο. Που γλίστρησε κατεβαίνοντας στο αμπάρι.
Και τώρα το όνομα τρίτωσε. Μια Σοφία και πάλι. Μια άγνωστη Σοφία αυτή τη φορά.
Κι έπειτα από τις άκρες της μνήμης ξεφύτρωσε το γράμμα του πνιμένου. Δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς.
Και λέω, δε θα σταματήσω να το λέω, πως κάποτε οι άνθρωποι είχαν ανθρωπιά. Και ζήταγαν να μάθουν. Ζήταγαν να βοηθήσουν. Και σ' εποχές που ήταν σχεδόν απίθανο να βρεις τη μικρή Ελενίτσα...
Σήμερα; Πώς καταντήσαμε έτσι σήμερα;
Άνοιξα να ακούσω τις ειδήσεις των οκτώ. Και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν που έπεσαν τα σπρεντς. Και τι γύρευε η Μέρκελ στην Κύπρο. Φυσικά ούτε λέξη για τους δύο ναυτικούς. Ούτε και για τον Κύπριο.
Κι εγώ διάβαζα και ξαναδιάβαζα το σχόλιο εκείνης της άγνωστης κοπέλας. Που περιμένει λέει δεκατρείς μέρες τον αδερφό της. Δεκατρείς μέρες!!!! Και κοιτάει το όνομά του στο κινητό.
Ίδια κι εγώ. Κράταγα χρόνια ένα μήνυμα στο κινητό μου. Ώσπου πάλιωσε και δε δούλευε πια. Κι ένα μέιλ. Το τελευταίο από την ξαδέρφη μου. Μια βδομάδα πριν φύγει για πάντα.
Ψευδαισθήσεις; Όχι. Δεν είναι ψευδαισθήσεις.
Είναι που ο θάνατος δεν μπορεί να σκοτώσει όσα ζήσαμε με τους αγαπημένους μας. Κι όσο εμείς ζούμε, θα ζούνε κι εκείνοι. Και ναι, θα είναι πάντα εδώ. Μαζί μας.
Για τους άλλους; Τους πιο έξω; Ισχύει ο πικρόχολος επίλογος του Ρώτα. Που ως να προλάβουνε να συγκινηθούν έρχονται άλλα και άλλα και ξεχνάνε. Και τις Ελενίτσες. Και τις Σοφούλες.
Οι Ελενίτσες; Οι Σοφούλες;
Αυτές και να θέλουν δε θα ξεχάσουν ποτέ...
ΘΑ ΑΝΑΦΕΡΕΣΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΣΤΗ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΚΑΠΤΑΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΥΣΙΚΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΝ ΟΧΙ Η ΤΥΧΟΝ ΔΕ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΕΔΩ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ, ΤΙ ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ Η ΜΑΛΛΟΝ ΜΙΑ ΕΙΡΩΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ!
ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΟΥΚΛΑΚΙ ΤΟΥ ΟΠΟΤΕ ΧΑΖΕΥΕ ΦΨΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ Η ΘΑ ΓΕΛΑΓΕ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΤΟΥ Η ΘΑ ΒΟΥΡΚΩΝΕ... ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗ Κ ΑΔΥΝΑΜΙΑ.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ Η ΕΝΑΣ ΑΠΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ...
ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥΣ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΜΠΑΡΚΑΡΕΙΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ ΘΕΣ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΕΙΣ ΑΓΚΑΛΙΑ..