«Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.»
Γυρνάει αθέλητα το ρολόι των αναμνήσεων στην πιο γλυκιά περίοδο της ζωής μου. Τότε που σε ένα καράβι πάνω γύριζα όλα της γης τα πλάτη και τα μήκη. Ένα καράβι… δηλαδή πέντε για να μιλάμε με ακρίβεια:
Ελαφίνα, Irenes Lyric, Irenes Target,
Θυμάμαι που έτσι έγινε με μια μικροπαντρεμένη, γυναίκα του μαρκόνη μας, καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται. Ήρθε το κορίτσι ανυποψίαστο στο βαπόρι, να συνεχίσει το μήνα το μέλιτος που το μπαρκάρισμα του άντρα της είχε απότομα κόψει στη μέση, και έπεσε πάνω σε ένα μπουρίνι άλλο πράγμα. Ο θεός με το θεό τα είχε βάλει εκείνη τη μέρα. Μια έγερνε το παπόρι από τη μια και μια από την άλλη. Φεύγαν ποτήρια, φεύγαν καρέκλες, όρθιος να σταθείς δύσκολο. Άσε που και το στομάχι με τέτοιο ταρακούνημα σήκωνε επανάσταση. Πήγε το κορίτσι και ξάπλωσε την καμπίνα της. Αλίμονο από τους υπόλοιπους που τέτοια πολυτέλεια δεν την είχαμε. Ζαλισμένοι ξεζαλισμένοι, εκεί, στη βάρδια.
Κάποια φορά είπε να σηκωθεί. Να δει από το φινιστρίνι τι γίνεται έξω. Αχ, τι το ‘θελε; Κάνει έτσι και τι να δει; Τρακόσια τόσα μέτρα παπόρο και δε φαινόταν τίποτε. Μόνο θάλασσα αγριεμένη. Και κύμα λυσσασμένο. Ε, και βάζει μια φωνή, μα τι φωνή! Από μηχανή μέχρι γέφυρα ακούστηκε. Τρέξαμε να τη συνεφέρουμε. Να της εξηγήσουμε πως δεν τρέχει τίποτα. Έτσι μαθές ταξιδεύουν τα γκαζάδικα άμα έχει φουρτούνα. Άδικα… Δεν πίστευε λέξη.
Η κουβέρτα (το κατάστρωμα) του Andros Orion
Έκλαιγε, έκλαιγε και φώναζε τη μάνα της. Που έτσι μικρή την πάντρεψε και βρέθηκε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα να παλεύει και να βασανίζεται. Κι εκείνος ο καψερός ο άντρας της να μην ξέρει τι να κάνει για να την ηρεμήσει. Άμαθος ακόμη σε τέτοια καθήκοντα. Κι είχε και τους άλλους τριγύρω να τον περιγελάν με τα καμώματα της κυράς του. Και θαρρώ αυτό τον έτσουζε πιο πολύ παρά η τρομάρα που πέρναγε η γυναίκα του. Έτσι βλέπεις είναι οι άντρες. Το φέρουν βαρέως να ξεπέσουν στα μάτια των άλλων σερνικών και να τους κρεμάσουνε κουδούνια πως δεν ξέρουν «να σκίζουν τη γάτα».
Τέλος πάντων. Κάποια στιγμή κόπασε η οργή της θάλασσας, ηρέμησε και το κορίτσι. Μα τι τα θες; Τέτοιες καταστάσεις δεν τρομάζουν μονάχα τους άμαθους. Ακόμα και οι ψημένοι θαλασσόλυκοι τα χρειάζονται άμα αποφασίσει η θάλασσα να δείξει τα δόντια της.
Θυμάμαι τότε που πηγαίναμε για τους τροπικούς. Είχαμε φορτώσει «λαδάκι» από τη Mersa El Brega και πηγαίναμε για εκφόρτωση στο Yosu της Νότιας Κορέας. Εξήντα μέρες ταξίδι. Δυο μήνες ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Αν δεν το κάνεις, δεν το ξέρεις. Δεν μπορείς να το ξέρεις. Και να είσαι και στα καλύτερά σου χρόνια. Και μακριά από τον άνθρωπο που αγαπάς. Σ' άλλο καράβι αυτός, σε άλλο εσύ. Για μήνες. Και μήνες να κάνεις να πάρεις ακόμη και γράμμα. Μην ακούς που λένε για ταχυδρομικά περιστέρια. Ακόμη κι αυτά δε φτάνουν στα καράβια. Και βάλε με νου πώς αγριεύει ο άνθρωπος σε τέτοιες καταστάσεις. Μην τους παρεξηγάς τους ναυτικούς. Τραβάν πολλά εκεί καταμεσής στο πέλαγος και σκληραίνει η ψυχή. Άμυνα είναι, για να αντέξουν. Λίγο καλύτερα αν τους γνωρίσεις, θα δεις πως έχουνε καρδιά μικρού παιδιού. Και ένα καράβι θύμησες να σου στοράνε που θα τις ακούς και δε θα τις πιστεύεις. Σαν και τώρα... Και συνεχίζω.
Είχαμε περάσει που λες το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, είχαμε «φάει» το μισό δρόμο και τον ένα μήνα από τους δυο και τραβάγαμε για Ινδονησία. Σε όλο το κατέβασμα, από Τζιμπεράλτα μέχρι Σάουθ Άφρικα, ο καπετάνιος άλλη δουλειά δεν έκανε παρά να με βάζει με το γραμματικό να του βγάζουμε πορείες, πώς να φτάσει πιο γρήγορα στη Κορέα. Να γλιτώσει η εταιρεία έξοδα. Όχι τράβα από δω, όχι πήγαινέ το από κει. Πού να το πας το ρημάδι; Καράβι ήταν όχι αεροπλάνο. Και ήταν και σαράβαλο. Με διαλυμένα τα σωθικά του.
Στο άλλο πέρασμα από το Κέιπ Τάουν του ξεκολλήσαν οι μπουλμέδες στο αμπάρι και λίγο έλειψε να γίνουμε μακαρίτες. Διότι ξέρεις τι σημαίνει αυτό σε γκαζάδικο; Σημαίνει τρίβονται οι ξεκολλημένες λαμαρίνες μεταξύ τους και βγάζουν σπινθήρες. Και πάει το παπόρο καλιά του. Γίνεται μπουρλότο ώσπου να πεις κύμινο. Το «πυρ γυνή και θάλασσα» από κάτι τέτοιες ιστορίες βγήκε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε και η γυνή. Η αφεντιά μου. Οπότε καταλαβαίνεις. Δε μας έλειπε τίποτε. Και οι ναυτικοί, που τα πιστεύουν κάτι τέτοια, όλο και με κοιτάγανε με στραβό μάτι. Λες και τους έφταιγα εγώ για το σαπιοκάραβο.
Τόσο σάπιο που η εταιρεία μετά τη ζημιά στο αμπάρι πήρε την απόφαση να το πάει για σκραπ, για παλιοσίδερα δηλαδή. Μην πάει φούντο και μας πληρώνουνε για ανθρώπους… Ε, τι νομίζεις; Μετράει και ο ναυτικός για άνθρωπος; Από όσο γύρισα, μόνο στου Ωνάση συνάντησα ανθρώπινη αντιμετώπιση. Μα εδώ, το καράβι ήταν αντριώτικο. Και οι Αντριώτες έχουν καβούρια στην τσέπη μεγαλύτερα κι από τους Χιώτες. Τους έχω δοκιμάσει κι αυτούς στο πετσί μου και ξέρω.
Έτσι λοιπόν, το αποφάσισαν να το πάνε για παλιοσίδερα και τέτοιες δουλειές γίνονται συνήθως στην Ασία. Φυσικά ούτε να το συζητάν πως θα το έστελναν άδειο από Ευρώπη μέχρι εκεί κάτω. Κλείσαν λοιπόν το ναύλο, μας φόρτωσαν και τραβάτε όσο αντέξει. Το ξέραμε αυτό. Και το μετράγαμε. Μα τι να κάνουμε; Αυτή ήταν η δουλειά μας. Και αν ξεμπαρκάραμε, θα βρίσκαμε καλύτερο βαπόρι; Άσε που οι εποχές ήταν δύσκολες και η Ακτή Μιαούλη, τα μαθαίναμε, είχε πάλι γεμίσει ναυτικούς που φίλαγαν κατουρημένες ποδιές για μια θέση κι ας ήταν και σε ανασφάλιστο.
Με τέτοια καρδιά ταξιδεύαμε. Εκεί στην άκρη του πουθενά. Διότι την Καλή Ελπίδα έχουν τους λόγους τους που την είπαν έτσι. Σαν και τον Εύξεινο Πόντο. Καλοπιάνεις το θεριό με γλυκόλογα μπας και το καλμάρεις. Καλμάρει όμως αυτό με λόγια; Μόνο ο άνθρωπος ξεχνιέται. Λέει «Καλή Ελπίδα» και όλο και φουντώνουν και οι δικές του ελπίδες πως θα τα καταφέρει. Και θα ξαναδεί πατρίδα και οικογένεια. Αυτά περνάνε οι ναυτικοί και λίγα λέω. Να μην τους παρεξηγάτε λοιπόν αν λίγο αγροίκα φέρνονται καμιά φορά. Η ανάγκη τους κάνει.
Μέσα σε τούτη τη μαυρίλα και την αγωνία αν θα αντέξει το καράβι να φτάσει ως την Κορέα, και με τη «λαμαρινίαση» στα φόρτε της, την αρρώστια δηλαδή που παθαίνει ο ναυτικός κλεισμένος στις λαμαρίνες για μήνες, μας ήρθε από το πουθενά κι από κει που δεν το περιμέναμε να μας χτυπήσει η ουρά ενός κυκλώνα. Ευτυχώς δηλαδή που ήταν η ουρά, γιατί αλλιώς ποιος θα έγραφε τώρα αυτή την ιστορία;
Και σαν να μην έφτανε ο βρομόκαιρος, ήρθαν και η μια αναποδιά πάνω στην άλλη. Ξαφνικά ο ασύρματος βουβάθηκε. Και η gyro, η μεγάλη πυξίδα δηλαδή που καθοδηγεί το τιμόνι, ζήλεψε κι αυτή και άρχισε να κάνει τρέλες. Έλα τώρα και σκέψου τι κάνει ένα καράβι χωρίς ασύρματο και χωρίς πυξίδα και με τον κυκλώνα να χορεύει τριγύρω του τάγκο αργεντίνικο…
Στα φυσιολογικά καράβια αυτό που κάνουν είναι να βάλουν μπροστά τη μαγνητική. Που δεν την πιάνει τίποτε και ξέρει πάντα να σου λέει το βορά. Στα φυσιολογικά όμως. Όχι στα αντριώτικα. Και να με συμπαθάνε όσοι κατάγονται από την όμορφη Άνδρο, μα έτσι είναι δυστυχώς η αλήθεια. Κι ας έχουνε και τόση παράδοση στη ναυτιλία. Είναι του πέρα βρέχει και αλίμονο σαν τύχει δύσκολη ώρα. Διότι η μαγνητική έχει όλα τα καλά αλλά έχει και ένα μεγάλο κακό. Σου δείχνει το βορά αλλά με μια μικρή απόκλιση. Και πρέπει ο ναυτίλος να τη γνωρίζει αυτή την απόκλιση για να βρει τα σημεία του ορίζοντα. Έλα μου ντε που αυτό σημαίνει σε καθημερινή βάση να κάνεις τους απαραίτητους ελέγχους και να κρατάς και ημερολόγιο; Πράγμα που στο δικό μας καράβι φυσικά και δεν είχε γίνει ποτέ.
Έτσι που λέτε είχαν τα πράγματα και το καράβι πήγαινε στα κουτουρού. Κι ένα κύμα, Χριστέ μου. Δεν είχα ξαναδεί κύμα με τέτοια σουσούμια. Δεν ήταν να το πεις ψηλό και αφρισμένο. Εκείνο που σε τρόμαζε ήταν η ατέλειωτη ράχη του. Ξεκίναγε από τη μια άκρη του ορίζοντα και έφτανε στην άλλη. Ουρά του κυκλώνα όνομα και πράμα.
Σαν είδαν λοιπόν τα σκούρα οι άντρες, και η περδικούλα τους ροβόλησε κατά Κούλουρη, σκέφτηκαν πως το θηλυκό του πληρώματος θα τα έχει κάνει πάνω της από το φόβο. Και έρχονταν ένας ένας να με παρηγορήσουν. Πού να ήξεραν από τι ζουρλή πάστα είμαι φτιαγμένη. Και να μην κάνω τη θαρραλέα, ότι τα πράγματα ήταν σκούρα το έβλεπα και το καταλάβαινα. Μα τι να κάνω; Θυμόμουνα και τη γυναίκα του μαρκόνη και δεν ήθελα να γίνω ρεζίλι. Διότι αυτά τα είχαμε από τον καιρό της σχολής ακόμη μιλημένα με τις φιλενάδες μου. Να κρατήσουμε ψηλά τον τίτλο της καπετάνισσας. Να μη βρεθεί κανείς να μας πει «Τι τα ήθελες τα καράβια!»
Περιθώρια λοιπόν για μυξοκλάματα δεν υπήρχαν. Αλλά και περιθώρια γενικώς δε φαίνονταν στον ορίζοντα. Και λέω κι εγώ τότε: "Θα πεθάνεις που θα πεθάνεις. Τουλάχιστον να πας ευχαριστημένη!"
Και μια και δυο κατεβαίνω στην κουζίνα. Μπαίνω στο μαγέρικο και φωνάζω τον Παναγιώτη, το μάγειρα. Δος μου, του λέω, λίγο ρύζι, δυο αυγά, δυο λεμόνια και λίγο λάδι. Και να μην τα πολυλογώ, βάζω μπρος τη μαγειρική. Διότι ο "άχρηστος" ο Παναγιώτης, όλα του καλά και ωραία, και έφτιαχνε και κάτι ψωμάκια μούρλια, κάθε μέρα σερβιρισμένα μοσχοβολιστά με τον καφέ στις δέκα, αλλά με τις σούπες είχε διαζύγιο. Κι εμένα τα σουποειδή είναι τα λατρεμένα μου. Κι αν είναι και φρικασέ της μάνας μου, κόβω φλέβες!
Βάζω που λέτε μπροστά το μαγείρεμα και οι άλλοι γύρω να με κοιτάνε σαν να έβλεπαν ξωτικό. Ίσως και να τους πέρασε από το μυαλό πως μου σάλεψε από το φόβο. Και με το δίκιο τους. Είναι λογικά πράγματα αυτά; Να κινδυνεύεις από στιγμή σε στιγμή να σε κάνει μια χαψιά η θάλασσα κι εσύ να έχεις το νου σου στη μάσα;
Και πού να δείτε και να γελάσετε τη σκηνή του φαγητού. Σαν ετοιμάστηκε η περίφημη σούπα, ένα αυγολέμονο της συμφοράς, και έκατσα να τη φάω. Και να με παίρνει ολόκληρη με την καρέκλα το κούνημα και να μη μπορώ να σταθώ. Πήγαινα να κρατηθώ από το τραπέζι, ευτυχώς τα έχουν βιδωμένα στο πάτωμα στα καράβια, και μου έφευγε το πιάτο. Βούταγα το πιάτο και μου 'δινε μια το μπότζι και έπεφτα με τη μούρη στη σούπα. Εκεί όμως εγώ. Επί το έργον. Ηπειρώτικο τσερβέλο μαθές. Και δη από το Σούλι. Βγάλε συμπέρασμα… Και ερώτημα αν θες, "τι γύρευα στα καράβια;" Να στο πω, να σου φύγει η έγνοια. Έχεις ακούσει το τραγούδι που λέει "Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι"; Ε, αυτό την έκανε τη ζημιά. Και είπα, τι καπετάνισσα στο βουνό, τι στη θάλασσα. Και πάμε παρακάτω.
Οι άλλοι; Να κοιτάν το θέαμα και να μην τους έχει μείνει άντερο από τα γέλια. Ξεχάσανε και κυκλώνες και τρικυμίες και γινόταν στην τραπεζαρία τέτοιος χαμός που μέχρι και ο καπετάνιος κατέβηκε να δει τι έπαθε το τσούρμο. Νόμισε ο άνθρωπος πως ήρθε το τέλος και βουλιάζουμε.
Αχ, χρόνια και καιροί. Με μπούσουλες και βάρδιες. Και μπούσουλας, αν δεν το ξέρετε, σημαίνει πυξίδα. Και μάλιστα μαγνητική. Μη κοιτάτε που εδώ στη στεριά λέμε «έχασα το μπούσουλα» και δεν ξέρουμε το γιατί το λέμε έτσι. Χάνω το μπούσουλα σημαίνει ξέμεινα από πυξίδα και δεν ξέρω κατά που τραβάω. Σαν εκείνη τη μέρα, 19 του Φλεβάρη του 82 (δεν ξεχνιέται η ρημάδα… ) που ξέμεινε το Andros Orion από πυξίδα και τράβαγε στα κουτουρού και κατά Ισραήλ που λέει ο λαός μας.
Θαλασσινό κοχύλι το λοιπόν. Να τι παθαίνει κανείς με τέτοια κοχύλια. Τι μυστικά του ψιθυρίζουν και ποιες περιπέτειες περασμένες του φέρνουνε στο νου. Μα αν γινόταν πίσω να γυρίσουν, όχι δε θα έλεγε. Γυρνάνε όμως; Αυτό το μπούσουλα τον χάσαμε για πάντα…
Το ημερολόγιο εκείνης της μέρας:
- ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ:
Πολύ καλή η αφήγηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤολμώ να πω λογοτεχνικής υφής.
Αν συνεχίζεις το επάγγελμα καλά ταξίδια σε ήρεμες θάλασσες.
Ευχαριστώ για τα καλά λόγια... Για το "αν", απαντά ο τίτλος:
ΑπάντησηΔιαγραφήΌ,τι αγαπούσα, ΑΡΝΗΘΗΚΑ...
πάρα πολύ όμορφη αφήγηση....
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποτε είχα ένα όνειρο να γίνω ναυτικός...αλλά η οικόγεια μου φοβόταν...λυπάμαι που δεν έγινα... είμαι σίγουρη ότι θα ήμουν πολύ ευτυχισμένη αν ακολουθούσα αυτό το επάγγελμα..
'' Αγαπάω τη θάλασσα γιατί με γαληνεύει. Γιατί την κοιτάζω κι αποκτάω πάλι την ηρεμία μου. Γιατί με κάνει να πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλύτερα. Γιατί πάντα μετά την τρικυμία έρχεται η μπουνάτσα.''
τώρα πια...κάθε μέρα κατεβαίνω στο λιμάνι του Πειραιά και χαζεύω τα καράβια βγάζω φωτογραφίες...και σκέφτομαι...πόσο καλά θα ήμουν αν έκανα το όνειρο μου πραγματικότητα....
Αλήθεια, έχεις συγκεντρώεσει τα κείμενα σου κάπου όλα μαζι; Είμαι σίγουρη ότι θα έβρισκες πολύ εύκολα εκδότη. Είναι κρίμα να μένουν σε συρτάρια ξεχασμένα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ, "ανώνυμη" για τα καλά σου λόγια. Είναι αλήθεια πως στα χρόνια που ακολούθησαν αυτό το κείμενο, ασχολήθηκα συστηματικά με τη λογοτεχνία. Πριν λίγους μήνες τόλμησα να παρακολουθήσω και σχετικό σεμινάριο στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με δάσκαλο τον καταξιωμένο συγγραφέα κ. Αντρέα Μήτσου. Και πήρα την επιβεβαίωση που γύρευα, ότι η γραφή είναι η κατάθεση της βαθύτερης αλήθειας μας. Δεν έχει σημασία αν εκδίδεις επίσημα αυτά που γράφεις. Μα να καταφέρνεις να φέρνεις στο φως όσα βρίσκονται κρυμμένα στα μύχια του είναι σου. Εξάλλου το ίντερνετ σήμερα επιτρέπει σε όλους όσους λογοτεχνίζουμε να μην αφήνουμε τα κείμενά μας στα συρτάρια. Επιτελείται λοιπόν και ο άλλος σκοπός της λογοτεχνίας, να σε διαβάζουν και άλλοι. Δε λέω πως θα με χάλαγε αν κάποτε εκδίδονταν κάποια κείμενά μου, αλλά προς το παρόν δε θεωρώ ότι έχω έστω και στο συρτάρι μου κάποια κείμενα που θα άξιζαν να γίνουν βιβλίο. Τουλάχιστον όχι βιβλίο που θα ανταποκρινόταν στα στάνταρ που ένας άλλος δάσκαλος μου δίδαξε, ο Δημήτρης Λιαντίνης. Οπότε μια χαρά είναι εδώ στο ίντερνετ μέχρι και αν έρθει η μέρα που θα γράψω κάτι πραγματικά αξιόλογο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για το ωραίο ταξίδι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι στην αρχή ακόμα...και καλή μου τύχη
Ωραιότατη διήγηση. Διαβάζοντάς της είναι σαν να την ζης την κατάσταση. Τελικά για τους ανδριώτες και τα καβούρια δεν ήταν μόνο δική μου εντύπωση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή χρονιά, Γιώργο. Ναι, με τους Ανδριώτες είναι χειρότερα από τους Χιώτες. Αν σου πω ότι πήγαμε το καράβι για σκραπ στην Άπω Ανατολή και φόρτωσαν οι αθεόφοβοι ακόμη και μήλα από τα ψυγεία να τα φέρουν Ελλάδα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν αρνήθηκες τίποτα .
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλαξες πορεία και έκανες πολύ καλά.
Γλίτωσες από τη "λαμαρινίαση" συνάδελφε.
εξαιρετικη η αφηγηση σου.και καθως σε διαβαζα αλλα θυμηθηκα,δικα μου,παρομοια ομως σε αλλο μηκος κι αλλο πλατος...το ποιημα ομως ιδιο... ο θλιμμενος δοκιμος
ΑπάντησηΔιαγραφήτον κουβαλάμε πάντα μέσα μας αυτόν το δόκιμο... και τη θλίψη κουβαλάμε, που δεν είμαστε πια δοκιμάκια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμορφα λόγια. Ταξιδιάρικα!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμορφα λόγια. Ταξιδιάρικα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ζωντανή αφήγηση! Όντας κόρη ναυτικού εκείνη την εποχή μπορώ να πω ότι είναι ένα πολύ σκληρό επάγγελμα! Ως παιδάκι τότε όταν έβλεπα την βαλίτσα να την ετοιμάζει η μαμά μου σπαραζα στο κλάμα! Η επικοινωνία ήταν σπάνια. Περιμέναμε με αγωνία ένα γράμμα ή ένα τηλέφωνο στο τηλεφωνειο της γειτονιάς! Γράφαμε γράμματα και η μαμά μου έβαζε μέσα φυλλαράκια βασιλικού.....τι να πρωτοθυμηθώ!!!! Πολύ συγκίνηση!!! Η ευχή ήταν πάντα ίδια Καλά ταξίδια και καλή αντάμωση!
ΑπάντησηΔιαγραφή