BLOG ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΠΛΟΙΑΡΧΩΝ Ε.Ν.

Η Φρανκφούρτη που δε γνώρισα και γιατί θεωρώ ήρωα τον καπετάνιο του Aegean Angel

Η ιστορία που ακολουθεί αναδημοσιεύεται από το φόρουμ Homa Educandus. Γράφτηκε πριν από τρία περίπου χρόνια. Μα αφορά αναμνήσεις μιας πολύ παλιότερης εποχής. Εκείνης που ήμουνα κι εγώ ναυτικός και ταξίδευα με τα γκαζάδικα.

Τη θυμήθηκα τώρα με αφορμή την τραγωδία του Aegean Angel. Και έκανα τις συγκρίσεις. Τι συνέβη τότε σε μας. Και τι ο νεκρός πια καπετάνιος του Angel επέλεξε να κάνει. Διαβάστε την ιστορία που ακολουθεί και θα καταλάβετε γιατί θεωρώ ήρωα τον καπετάνιο του Angel. Και πως πρέπει να τιμηθεί έστω και μετά θάνατο για την πράξη του. Το ίδιο και οι δύο άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί που βρέθηκαν δίπλα του. Ο Πρώτος που πλήρωσε κι αυτός με τη ζωή του. Αλλά και ο Υποπλοίαρχος που τραυματίστηκε σοβαρά.

Λέω σήμερα να σας ξεναγήσω στην Φρανκφούρτη:

Άποψη της προκυμαίας του ποταμού Μάιν (Untermainkai).

Διακρίνεται το Ζάαλχοφ (Saalhof) που είναι το αρχαιότερο διατηρημένο κτίριο της παλιάς πόλης της Φρανκφούρτης. Εκεί στεγάζεται σήμερα το Ιστορικό Μουσείο. Φαίνεται επίσης ο Καθεδρικός Ναός.

Η Πλατεία Γκαίτε με το μνημείο του Γκαίτε και του Γκούτενμπεργκ.

Ο μεγάλος Γερμανός ποιητής, πεζογράφος και λόγιος Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε γεννήθηκε το 1749 στην Φρανκφούρτη.

Γενική άποψη της Φρανκφούρτης

Είναι όμορφη πόλη. Δεν είναι; Έτσι τουλάχιστον δείχνουν οι φωτογραφίες του Φίλιππου Κολιβά. Εγώ πάντως τη Φρανκφούρτη δεν τη γνώρισα... Μόλις απόψε συνάντησα αυτές τις ωραίες φωτογραφίες και θυμήθηκα τότε που πέρασα από κει... Γιατί ναι, έχω επισκεφθεί αυτή την πόλη. Σεπτέμβρης του 1980. Αθήνα - Φρανκφούρτη αεροπορικώς. Κι αμέσως μετά οδικώς αναχώρηση για το λιμάνι του Βιλιεμσχάβεν (ή κάπως έτσι τέλος πάντων). Ήταν τότε που γύριζα τη γη με ένα ναυτικό φυλλάδιο στην κολότσεπη.

Λένε για μας τους ναυτικούς πως έχουμε σε μέρη πολλά γυρίσει. Κι έχουν δει ακόμη περισσότερα τα μάτια μας. Αμέεεεε πώς! Ακόμη κι εγώ που μόλις δυο χρόνια πρόλαβα να δοκιμάσω θάλασσα. Να πιάσω και να σας λέω για μέρη μακρινά και εξωτικά που να καλπάζει η φαντασία σας αφηνιασμένη. Τι Αμερική, τι Αφρική, τι Ασία... Σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης αλώνισε η αφεντιά μου. Καβάλα σε ένα παπόρο, πότε φορτηγό και πότε γκαζάδικο. Αλλά η αλήθεια η πικρή είναι πως ο ναυτικός πολύ γυρνάει και ελάχιστα βλέπει. Γιατί δεν έχει πάει εκεί για τουρισμό. Σε δουλειά βρίσκεται. Και τι δουλειά!

Έτσι και με τη Φρανκφούρτη. 11 του Σεπτέμβρη του '80 μπήκα στο αεροπλάνο, φίλησα τη μάνα και τον πατέρα που έστεκαν βουρκωμένοι και πέταξα σε άλλους τόπους. Ένα κοριτσάκι ακόμη. Που δεν ήξερε πού παν τα τέσσερα.

Γνώρισα προχτές μια κοπελιά. Στα 19. Έτοιμη να μπαρκάρει. Γυρνάω και λέω του πατέρα μου: Πού θα πάει, καλέ, παιδί πράμα; Όπου πήγες κι εσύ στην ηλικία της, με αποστόμωσε... Αχ, χρόνια και καιροί. Και χίλια πράγματα να ξεφυτρώνουν στις αναμνήσεις. Κι ας είδες τόσο λίγα. Τα συμπληρώνει η φαντασία ή τελικά εκείνο που μετράει είναι και μόνο να γευτείς την ατμόσφαιρα ενός τόπου; Δεν ξέρω, ειλικρινά δεν ξέρω να σας πω. Λέω μονάχα και το εννοώ πως ακόμη και με μια ανάσα σε κάθε τόπο έχεις πολλά να κουβαλάς. Και πολλά να σημαδεύουν τη ζωή σου για πάντα.

Κάποτε, που λέτε, βρέθηκα στη Σάουθ Άφρικα. Στο Κέιπ Τάουν για την ακρίβεια. Μ' αυτή τη μακρινή τη χώρα έχω πολλά να με ενώνουν. Κι άλλα τόσα να μαυρίζουν την ψυχή μου. Ακόμη σήμερα ζουν εκεί θείοι και ξαδέρφια μου. Και στο ξένο χώμα της κοιμούνται δυο πρόσωπα αγαπημένα. Ο πρώτος από τα ξαδέρφια μου, ο μεγαλύτερος. Ο Μανόλης... Και της αδερφής του το παιδί, λίγων ημερών γαμπρός, ο Κωστάκης. Σκοτωμένοι κι οι δυο από μαύρους. Έχω πολλούς λόγους να τη μισώ τη ράτσα τους. Μα έχω και κάτι ακόμη να μου καίει την ψυχή.

Καλοκαίρι ήταν του '81. Κατεβαίναμε με άδειο το βαπόρι από Ευρώπη για Περσικό. Ένα 250άρι γκαζάδικο. Θηρίο ολόκληρο... Γύρω το γύρω την Αφρική. Από Ρότερνταμ συγκεκριμένα για Jebel Dhanna. Σαλπάραμε στις 29 του Ιούλη και αρχίσαμε τα γνωστά. Πλύσιμο αμπαριών και επισκευές. Ματσακόνι και βάψιμο. Λίγο μετά τα Κανάρια ο καιρός αγρίεψε. Στις 17 του Αυγούστου έγραφα στο ημερολόγιο:

"Δε δουλεύουμε σήμερα. Μεταφορά αργίας. Το κούνημα άρχισε. Εκείνη η μέση πάνω κάτω πάει. Φοβάμαι."

Ε, ναι. Δεν ήμουνα τρελή να μη φοβάμαι. Παλιό καράβι ήταν. Δέκα χρονών... Για μεγάζο γκαζάδικο αυτό σημαίνει βαθιά γεράματα. Ήταν και κακοσυντηρημένο. Πώς να μη φοβάσαι; Και δυστυχώς αποδείχτηκε πως είχα και μεγάλο δίκιο. Δε θυμάμαι πια το πώς αλλά γεγονός είναι ότι κινδύνεψε σε κείνο το ταξίδι το καράβι μας να πάθει τα χειρότερα. Το τοίχωμα στο μεσιανό αμπάρι ξεκόλλησε... τρύπησε... θα σας γελάσω. Πάντως μια λαμαρίνα πήγαινε κι ερχόταν και πέταγε σπινθήρες! Τρεις και πέντε σε όλους.

Μια και δυο πιάνουν τον καπετάν Γιάννη, τον ανθυποπλοίαρχο, και τον κατεβάζουν να ελέγξει τη ζημιά. Άμα λέμε καπετάν, μην πάει ο νους σας σε κανένα θαλασσόλυκο με χρόνια στη θάλασσα. Πιτσιρικάς κι αυτός. Ένα παλικαράκι νιόπαντρο σχεδόν που είχε μαζί και την κυρά του.

Εδώ σε κάποιες καλύτερες στιγμές τρώμε την ψαρόσουπα που μαγείρεψε η Ελένη του... Θαρρώ πως ήτανε με ψάρι που είχαμε βγάλει μόνοι μας στον Περσικό. Και μάλιστα ροφός. Έπεσε ο μπάρμπας (παρατσούκλι του καπετάνιου) στη μέση και ζήταγε ως κεφαλή του πλοίου να φάει αυτός το κεφάλι. Αμ δε. Πονηρός ο ανθυποπλοίαρχος σκαρφίστηκε εγκυμοσύνη της κυράς του και αρνήθηκε τη χάρη.

Όταν όμως κόπηκε η λαμαρίνα (ο μπουλμές όπως τη λένε στα βαπόρια) καμία χάρη δε χώραγε. Έκλαψε η Ελένη, πήγε και ήρθε η ψυχούλα της από την αγωνία, μα εκείνος να πει όχι δε γινόταν. Τον έδεσαν, του φόρεσαν ίσως και σωσίβιο και τον κατέβασαν μέσα στο τάνκι. Όταν το βαπόρι είναι άδειο στα τάνκια μέσα βάζουμε νερό. Θαλασσινό νερό. Για να κρατάει βάρος και να μπορεί να ταξιδέψει το πλοίο. Έρμα το λένε στην επίσημη γλώσσα, σαβούρα στη διάλεκτο των ναυτικών. Και μέσα σε τούτη τη σαβούρα την ανακατεμένη με τα υπόλοιπα από το πετρέλαιο βρέθηκε ο ανθυποπλοίαρχος με μια μικρή φουσκωτή βαρκούλα. Το κατέβασμα έγινε από μια ελάχιστη τρύπα στην κουβέρτα που ίσα και χωράει να περάσει άνθρωπος. Κανονική κάθοδος για την κόλαση.

Πήγε, είδε, έλεγξε... Ανέβηκε κάποια στιγμή επάνω σχεδόν άπνοος. Του έριξαν νερό, τον συνέφεραν. Πήρε επιτέλους ανάσα και η Ελένη που ευτυχώς και δεν ήταν αληθινά έγκυος, ειδεμή θα το έχανε το παιδί...

Ανέφερε έπειτα τα καθέκαστα στον ... μπάρμπα. Ξεκολλημένος ο μπουλμές. Και σπινθήρες... Άσχημα τα μαντάτα για την εταιρεία. Η επισκευή αναπόφευκτη. Πήραμε το οκ. Αλλαγή ρότας και προορισμός το Καίηπ Τάουν. Αργά αργά και κάνοντας το σταυρό μας να προκάμουμε. Για να σας γράφω, καταλαβαίνετε, προφτάσαμε το κακό. Ούτε το καράβι κόπηκε στα δυο σαν καρπουζόφλουδα ούτε και έκανε μπαμ. Φυσιολογικά και τα δύο για τέτοιες καταστάσεις.

Πήγαμε λοιπόν στη γιάρδα του Καίηπ Τάουν, στο ναυπηγείο δηλαδή, και επιτέλους ανασάναμε ανακουφισμένοι. Μια βδομαδούλα οφ από βάρδιες στα κύματα και άλλο τόσο βολτίτσα στην άγνωστη πόλη. Μη φανταστείτε βέβαια ραχάτι από το πρωί ως το βράδυ. Οι βάρδιες είναι βάρδιες ακόμη και στο λιμάνι. Και μη φανταστείτε πως τέτοια καράβια πάνε και δένουν στην κεντρική προβλήτα. Και δουλειά έπρεπε να δουλέψεις και αρκετά χιλιόμετρα από την πόλη ήμασταν. Αλλά και έτσι τον κρατάς το ναυτικό να μη βγει έξω;

Φυσικά σε τέτοιους τόπους δεν πας μόνος σου. Και μάλιστα εκείνη την εποχή. Μπουλούκι όλο το τσούρμο κινήσαμε για τη βόλτα. Κάποιος ατζέντης ήρθε και μας παρέλαβε και μάλιστα έλληνας. Πρώτα για ψώνια. Τι ψώνια δηλαδή; Εγώ καινούρια ήμουν ακόμη στο καράβι και δεν είχα να παίρνω και πολλά. Και δοκιμάκι... Από όλη την αγορά του Καίηπ Τάουν μόνο λίγες κάρτες πήρα να θυμάμαι τον τόπο και μια πετσέτα Adidas... Ανάγκη κι αυτή γιατί του καραβιού ήταν τρύπιες και της κακιάς ώρας. Τόσα χρόνια μετά ακόμη την κρατάω κι ας άρχισε να μοιάζει με τις βαπορίσιες. Μα είναι με θαλασσινό ιδρώτα αγορασμένη. Πώς να την πετάξεις;

Και θυμάμαι και μια γκάφα περιωπής... Μπαίνουμε σε ένα φαρμακείο, κάποιος ήθελε κάποιο φάρμακο, και βλέπω κάτι σοκολατάκια. Όπα λέω. Εδώ τα φαρμακεία τους έχουν και γλυκά. Τα αγοράζω όλο χαρά και την άλλη μέρα στο βαπόρι παιδευόμουν να καταλάβω γιατί ήταν τόσο άγλυκα. Ε, ρημάδια αγγλικά... Πού να καταλάβω ότι ήταν για διαβητικούς...

Κι αφού τελειώσαμε με τα ψώνια, γυρνάει ο ατζέντης και μας λέει να πάμε σε μια ταβέρνα ελληνική. Χαράς ευαγγέλια. Επιτέλους να φάμε ανθρώπινο φαΐ. Αχ, τι το θέλαμε...

Πάμε, που λέτε, και όλα καλά και όλα ωραία. Να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Και να μας λένε εκεί οι μετανάστες οι ρωμιοί τα δικά τους και να τους λέμε κι εμείς. Πούθε είσαι πατριώτη και μην ξέρεις έναν τάδε κτλ. Και κάποια στιγμή μας βάζει και τα σχετικά καψουροτράγουδα - ελληνικά φυσικά - και αρχίζει ο χορός. Ζεμπεκιά θυμάμαι. Το αφεντικό του μαγαζιού ο χορευτής. Και πάνω στο τσακίρ κέφι κάνει μια και τραβάει το τραπεζομάντιλο με όλα τα συμπράγκαλα. Πιάτα ποτήρια και μπουκάλια όλα θρύψαλα.

Βγαίνει τρέχοντας η κοπέλα από την κουζίνα να μαζέψει τα σπασμένα γυαλικά. Και ξαφνικά βλέπουμε το δικό μας να της δίνει με όλη του τη δύναμη μια κλοτσιά που άλλο να τη διαβάζεις και άλλο να τη βλέπεις. Δίπλωσε το κορίτσι στη μέση και βόγκηξε που να σου σπαράζει η καρδιά.

Τι κάνεις ρε; Γιατί την κλότσησες τη φουκαριάρα; Ρώτησε ο πρώτος που κατάφερε να συνέλθει από την τεράστια έκπληξη.

Και η απάντηση η αναπάντεχη: Έτσι θέλουν αυτές. Αν δεν τις χτυπήσεις σηκώνουν κεφάλι!!!

Γεια σου ελληναρά μου. Εκπρόσωπε εκείνου του λαού που θέλει να λέει πως κρατά από αρχαία Ελλάδα. Και πολιτισμό που έδωσε τα φώτα στην οικουμένη, τρομάρα μας...

Λίγο αργότερα πήγαμε όλοι με τη σειρά στην τουαλέτα και βγάλαμε το φαΐ που είχαμε φάει. Καλύτερα βαπορίσιο φαγητό, ακόμη καλύτερα να ανακατεύεσαι από τα μποφόρια μα όχι αυτό. Όχι αυτό που σε κάνει να ντρέπεσαι που γεννήθηκες άνθρωπος... Καλύτερα ζώο, να βλέπεις και να μην καταλαβαίνεις και να μη σκέφτεσαι.

Όταν μετά από πολλά χρόνια πήραμε στην Ελλάδα το μαύρο μαντάτο για τον αγαπημένο μου ξάδερφο, η ξεχασμένη σκηνή με εκείνη τη μαυρούλα στο Καίηπ Τάουν βρικολάκιασε ξανά τις νύχτες μου. Μαύρος κι εκείνος που σκότωσε το Μανόλη μας. Στο Γιοχάνεσμπουργκ το φονικό. Ληστεία ένοπλη...

Έκλαιγα για το Μανόλη... έκλαιγα και για κείνους τους δύστυχους ανθρώπους που όσο και να ήθελα δεν μπορούσα να κάνω πως δεν ήξερα και το δικό τους δίκιο. Δεν τόλμησα όμως ποτέ να το υπερασπιστώ στο θειο μου. Λένε τέτοια πράγματα σε έναν πονεμένο και χαροκαμένο πατέρα;

Πάνε χρόνια που ο θείος μου κοιμάται τον ύπνο τον ανεξύπνητο. Ήσυχος πια από το δράμα του παιδιού του και λίγα χρόνια αργότερα και του εγγονού του. Ληστεία και στη δεύτερη περίπτωση. Ξεφόρτωνε του γάμου του τα δώρα στην πυλωτή του σπιτιού... Μαύρος και πάλι ο ληστής και δολοφόνος...

Μ' αυτόν τον καημό έφυγε ο θείος μου. Από το τελευταίο του ταξίδι στην Αφρική, 14 του Ιούνη του '98, μου έστειλε τούτη την κάρτα:

Το Καίηπ Τάουν. Η πόλη που ζει ο άλλος μου ξάδερφος. Και το βουνό Τραπέζι. The Table Mountain... Ίδιο με εκείνη τη μέρα του '81 που το αντίκρισα από τη γέφυρα του πλοίου. Τουλάχιστον ας έχει αλλάξει πια η ζωή των ανθρώπων. Να μην κλοτσάνε οι λευκοί τους μαύρους... Να μη σκοτώνουν οι μαύροι τους λευκούς. Να ζούνε επιτέλους ανθρώπινα.

Εγώ δεν πρόκειται εκεί να ξαναπάω. Και τότε που πήγα λίγα πράγματα πρόλαβα να δω. Σχεδόν τίποτα. Ή μπορεί και όλα...

Κρατάω αυτή την κάρτα κολλημένη στα πλακάκια της κουζίνας μου. Κάθε φορά που στρώνω το τραπέζι σηκώνω τα μάτια και εκεί στέλνω τη δική μου προσευχή. Να είναι άνθρωποι οι άνθρωποι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Και μονιασμένοι να μοιράζονται το ψωμί της κάθε μέρας. Όχι τον άρτον τον επιούσιον αλλά τη χαμένη μας ανθρωπιά, Κύριε... Όπως κι αν σε λένε... Και σε όποιον άνθρωπο. Λευκό ή μαύρο ή κίτρινο. Να, σαν και τα λουλουδάκια αυτής της κάρτας. Χίλια χρώματα και όλα όμορφα. Και όλα χρειαζούμενα για το θαύμα της ζωής.

___________________________________

Στη δική μας περίπτωση, όπως διαβάσατε, κλήθηκε ένας νεαρός ανθυποπλοίαρχος να βγάλει το ... φίδι από την τρύπα. Και ο ίδιος ήξερε τον κίνδυνο που διέτρεχε. Και εκείνοι που του ζήτησαν να κατεβεί στο αμπάρι.

Στην περίπτωση όμως του Angel όρμησαν στη φωτιά οι τρεις επικεφαλής. Και με τον καπετάνιο πρώτο.

Ένα πλήρωμα πλοίου ομοιάζει με στρατιωτικό άγημα. Και ξέρουμε όλοι ότι συνήθως στις μάχες την πληρώνουν οι φουκαράδες οι φαντάροι. Οι αξιωματικοί μένουν στα μετόπισθεν. Να διατάζουν.

Όμως η ιστορία έχει ανακηρύξει Μέγα τον Αλέξανδρο. Ακριβώς για το αντίθετο. Γιατί όρμαγε πρώτος στη μάχη. Και ήρωα το Λεωνίδα. Γιατί δεν παραδόθηκε. Γιατί είπε το Μολών Λαβέ και βάδισε αυτοθέλητα στο θάνατο. Το ίδιο και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Για το "ου φυσόμεθα της ζωής ημών" που απάντησε και έπραξε.

Έτσι λειτούργησαν και οι τρεις ανώτεροι αξιωματικοί του Angel. Δεν ήταν μια απερισκεψία. Δεν ήταν μια δουλοπρεπής εκτέλεσης εντολής του Γραφείου. Υπήρχε κίνδυνος για το καράβι τους. Και έπρεπε να διαπιστωθεί και να εκτιμηθεί. Κάποιος έπρεπε να φτάσει εκεί μπροστά. Στην πλώρη. Και να δει τι συμβαίνει. Για να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.

Θα μπορούσε ο καπετάνιος να μείνει στη Γέφυρα. Και να δίνει εντολές. Και να ακούει τις αναφορές με το ασύρματο.

Θα μπορούσαν και οι άλλοι δύο να μην τον ακολουθήσουν στην αποκοτιά του. Αλλά όταν ο αρχηγός σου δείχνει τέτοια γενναιότητα πρέπει να είσαι πολύ μικρόψυχος για να το βάλεις εσύ στα πόδια. Και να τον αφήσεις μόνο.

Βέβαια το τι ακριβώς έγινε εκείνες τις μοιραίες στιγμές θα το φωτίσει ελπίζουμε όλοι η ανάκριση. Και αν υπήρξε και ανθρώπινο λάθος που εκ πρώτης όψεως δεν είναι τόσο ορατό. Ή απλά η κακιά στιγμή.

Κάποιοι θα είδαν και θα άκουσαν πώς και γιατί αυτοί οι τρεις άνθρωποι κατέβηκαν στην κουβέρτα. Τι προηγήθηκε. Τι τους ανάγκασε μέσα σε τέτοια κοσμοχαλασιά να φτάσουν στην πλώρη.

Κι άλλοι θα ξέρουν τι έγινε στη γέφυρα όταν εκείνη βρέθηκαν στην πλώρη. Ήρθε το κύμα το τεράστιο από το πουθενά; Έγινε κάποια στραβοτιμονιά; Υπήρχε επαφή με ασύρματα ανάμεσα στον καπετάνιο και στη γέφυρα; Γιατί ο υποπλοίαρχος γλίτωσε; Ήταν όλοι μαζί μπροστά; Ή τον άφησαν εκείνον πιο πίσω για ασφάλεια;

Και φυσικά αν πήραν τις κατάλληλες προφυλάξεις. Φόρεσαν κράνη; δέθηκαν με ζώνες ασφαλείας; Γιατί ο Γραμματικός τραυματίστηκε στο κεφάλι;

Όλα αυτά θα τα απαντήσει η ανάκριση. Ελπίζουμε. Αλλά και πάλι τίποτε δεν αναιρεί την απόφαση του πλοιάρχου να πάει ο ίδιος μέσα στο στόμα του λύκου. Και όχι να μείνει στην ασφάλεια της Γέφυρας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...

ΔΩΣΤΕ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ!

ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ:


ΤΕΡΜΑ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΑΙΓΜΟ!

ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΩΡΑ!


ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ ΑΕΝ

Οικολογικό Περισκόπιο

10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010: ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΗ



Ο ΟΡΚΟΣ


ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ...


ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟΝ ΖΗΤΗΣΑΝ;


Στα μάτια σας, μας είπαν, βλέπουμε το μέλλον της Ναυτιλίας. (Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, κ. Φικιώρης)

Μα το δικό μας μέλλον αποδείχτηκε κόλαση.

Τώρα τα ίδια τάζουν στα νέα κορίτσια για να τα πείσουν να πάνε στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Αυτές δε θα χρειαστεί να περιμένουν για να ανακαλύψουν την ίδια κόλαση της ανεργίας. Από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αναζητώντας καράβι για πρακτική άσκηση, βρίσκονται αντιμέτωπες με τις κλειστές πόρτες των εταιρειών. Δεκάδες νέες καπετάνισσες κινδυνεύουν να χάσουν το επόμενο εξάμηνο της σχολής γιατί ο Ιούλιος μπήκε και καράβι δε βρήκαν. Πολλές ακόμη αναγκάστηκαν ήδη να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους για τον ίδιο λόγο. Μα κανενός υπευθύνου δεν ιδρώνει το αυτί.

Αντίθετα μας ζητούν να σκεφτούμε το κρουαζιερόπλοιο Ζενίθ και τα διαφυγόντα κέρδη για τον τουρισμό. Την ώρα που οι ναυτεργάτες, γυναίκες και άντρες, βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ. Και απαιτούν να μην απεργούμε, να μην αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας. Είμαστε υποχρεωμένες να μην υπακούσουμε. Το δις εξαμαρτείν δεν αρμόζει ούτε στις γυναίκες. Και ειδικά σε καπετάνισσες.

Ορκιστήκαμε για καπετάνισσες. Όχι για νέες Ιφιγένειες. Και αυτόν τον όρκο θα τιμήσουμε. Καπετάνισσες στη θάλασσα και καπετάνισσες στη ζωή. Με το κεφάλι ψηλά απαιτούμε να τηρηθούν οι υποσχέσεις που μας δόθηκαν. Και να ληφθούν μέτρα ώστε να μη σβήσει ο θεσμός τριάντα χρόνων. Το μέλλον της ναυτιλίας ανήκει και σε μας. Όχι γιατί μας το έταξε ένας υπουργός μα γιατί έχουμε κι εμείς προσφέρει τον ιδρώτα μας για την ελληνική ναυτιλία.

Τώρα όμως με την άρση του καμποτάζ και τον αφανισμό των ελλήνων ναυτεργατών που θα σημάνει, το ΝΑΤ κινδυνεύει να χρεωκοπήσει. Πώς θα πληρωθούν οι συντάξεις σε όσους ναυτεργάτες τόσα χρόνια έδιναν τις εισφορές τους;

Γι' αυτό στον αγώνα κατά της άρσης του καμποτάζ είμαστε όλοι ενωμένοι. Άντρες και γυναίκες. Παλιές και νέες καπετάνισσες. Και είναι ο αγώνας αυτός αγώνας επιβίωσης.

Μη μας ζητάτε λοιπόν να σκεφτούμε το Ζενίθ. Γιατί αυτός που βρίσκεται στο ναδίρ δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει αν αγωνιστεί. Εκτός από τις αλυσίδες του.

Βίρα λοιπόν τις άγκυρες! Κι ας σπάσουν και οι καδένες. Για το μέλλον που ονειρευτήκαμε και δικαιούμαστε μετά από τριάντα χρόνια να ζήσουμε. Την καταξίωση του θεσμού της ελληνίδας καπετάνισσας.

Έτσι τιμούμε εμείς την επέτειο των τριάντα χρόνων από την αποφοίτηση. Με αγώνες!

Εκεί, στον Πειραιά, στο λιμάνι. Που η ακηδία όλων μας ξεμπάρκαρε.

Είναι η ώρα να μας ξαναβρούν μπροστά τους. Και η ώρα να σταματήσουν να ξεγελάν κι άλλες αθώες κοπέλες με κούφιες υποσχέσεις. Η ώρα να βγει ο θεσμός από την κόλαση.

Τριάντα χρόνια μετά ξέρουμε καλά γιατί μας άνοιξαν την πόρτα της ναυτιλίας. Χωρίς καν να το ζητήσουμε εμείς. Τώρα νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να την ξανακλείσουν. Ωραία λοιπόν. Στις δικές τους κλειστές πόρτες απαντάμε με κλειστά λιμάνια. Δίκαιο δεν είναι;

Ή όλοι μαζί στο ζενίθ ή όλοι μαζί στο ναδίρ. Δεν μπορεί η μεν ελληνόκτητη ναυτιλία να είναι πρώτη στον κόσμο και να ανθοφορεί και οι έλληνες ναυτεργάτες να πετιούνται στον καιάδα. 85.000 έλληνες ναυτικοί το 1980, λιγότεροι από 20.000 σήμερα. Μιλάνε οι αριθμοί. Κόντρα στους αριθμούς για τα διαφυγόντα κέρδη από το Ζενίθ και το κάθε Ζενίθ. Και στο κάτω κάτω ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Απαιτούμε λοιπόν από την Πολιτεία να θέσει στο ζενίθ της τον άνθρωπο. Ζητάμε να πάρει πίσω την άρση του καμποτάζ και να θεσμοθετήσει μέτρα στήριξης τόσο των ελλήνων ναυτεργατών όσο και της γυναίκας ναυτεργάτριας.

Ζητάμε πολλά; Όχι! Ζητάμε μόνο να τιμήσουν τα τριάντα χρόνια που χωρίς καμία στήριξη καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό το θεσμό της ελληνίδας καπετάνισσας. Και που παρά τις αντιξοότητες έχουμε σήμερα να καμαρώνουμε αρκετές συναδέλφισσες σε βαθμό υποπλοιάρχου αλλά και πρώτου πλοιάρχου.

Αποδείξαμε πως μπορούμε να σταθούμε ισάξια με τους άντρες συναδέλφους στις γέφυρες των πλοίων. Και δεν ανεχόμαστε άλλο πια ούτε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου μας ούτε και άλλη εκμετάλλευση των γυναικών ναυτικών με στόχο να χτυπηθεί συνολικά το ναυτεργατικό κίνημα. Σας είπαμε, ξέρουμε γιατί μας ανοίξατε την πόρτα. Δε μας κάνατε χάρη.

Μας βάλατε στα καράβια για τον ίδιο λόγο που τώρα βάζετε τους αλλοδαπούς. Χωρίς να νοιάζεστε αν θα τα καταφέρουμε επαγγελματικά. Μας θέλατε το πολύ πολύ για ανθυποπλοιάρχους. Δεν περιμένατε πως θα καταφέρουμε κάτι καλύτερο. Επιδιώκατε να δημιουργήσετε ζευγάρια ναυτικών. Να μένουμε περισσότερο στο πλοίο, να δεχόμαστε μικρότερους μισθούς για να μας ναυτολογήσετε μαζί. Κι όταν τα σχέδιά σας βγήκαν όλα πλάνα, βιαστήκατε να μας κλείσετε την πόρτα. Προτιμώντας τους αλλοδαπούς.

Ε, σας λέμε ότι και αυτό το σχέδιο πλάνη θα βγει. Θα φροντίσουν οι ναυτεργάτες γι' αυτό. Κι εμείς θα σταθούμε δίπλα τους. Δίπλα στο ταξικό ναυτεργατικό κίνημα. Γιατί αυτό και μόνο μας στήριξε αταλάντευτα τριάντα τόσα χρόνια. Αν μη τι άλλο χρωστάμε τώρα να ανταποδώσουμε.

Γιατί αχάριστες οι ελληνίδες καπετάνισσες δεν είναι. Και το ξέρετε. Όπως αγαπήσαμε τα καράβια σας όταν μας δώσατε την ευκαιρία να εργαστούμε , και υπερβάλαμε εαυτούς για να σταθούμε αντάξιες, ίδια τώρα τιμούμε τα τριάντα χρόνια της παρουσίας μας υποστηρίζοντας ολόψυχα τον αγώνα των ναυτεργατών.

Στο κάτω κάτω δε μας αφήσατε άλλο δρόμο. Ο αγώνας των ναυτεργατών είναι η μόνη μας ελπίδα να μη σβήσει ο κλάδος μας. Και να μην πάνε στράφι τριάντα χρόνια προσπάθειας και θυσίας.