Η ΚΑΜΠΙΝΑ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΕΝΗ...
Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΛΕΙΠΕΙ ΣΕ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ:
Σχολή Πλοιάρχων Πειραιά
1978 - 1980
Αρχή με τους δύο αδάμαντες... (Γαβαλάς έφη...)
Το γιατί το είπε, ας κάνουμε πως δεν το θυμόμαστε. Δε μας πολυσυμφέρει...
Όνειρα δεμένα στα μουράγια και στα βράχια...
Στη μεγάλη του γένους σχολή... ώρα διαλείμματος. Εκείνο το τεράστιο βιβλίο μπροστά στη Σαχανά είναι νομίζω η Ναυτιλία του Ντούνη. Και η Φωτεινή φοράει την καπαρτίνα μέσα στην τάξη; Μα δεν είχαμε θέρμανση;
Τα φουγάρα. Και η Αριάδνη χωρίς παπούτσι. Η Κρανίτου... Πού είναι καλέ αυτό το κορίτσι; Από τη σχολή έχω να μάθω νέα της.
Για απόλυτη συγκέντρωση στο μάθημα, δε θα το έλεγα...
Η δική μου καρέκλα άδεια. Έχασα τη μεγάλη ευκαιρία να φωτογραφηθώ στο περιοδικό.
Ευτυχώς με τα μηχανήματα τα πηγαίναμε καλύτερα.
Δώδεκα σειρήνες στη σειρά πάνω στη σκαλιέρα κρεμασμένες... Ο ποιητής το λέει... Εμάς μας λείπει μία... Πάντως η αγία τριάς μαζί και αχώριστη.
Για δες παράστημα... Α, ρε Τσεκλένη με τις στολές σου.
Αν θες να δεις και μένα πρόσεξε ποια έχει λάθος βήμα εκεί στα αριστερά.
Η περίφημη εκδρομή. Η ζωντανή διαφήμιση της σχολής στα όρη και στα βουνά.
Εδώ θαρρώ πως είναι Λάρισα.
Σύνορα Νίκης.
Τον καημένο το φαντάρο. Άννα, σε βλέπεις, ε;
Δίπλα ακριβώς στο φρουρό της πατρίδας.
Ευγενίδης. Ο θρυλικός. Και το βλέμμα στη θολή γραμμή των οριζόντων...
Για δες η κολλητή μου συγκέντρωση στη διόπτρα!!!
Πιλαφάκια... και τριανταφυλλάκια... Και επιτέλους εδώ βλέπω και τη Σοφία. Δίπλα στη Λούντα. Η Αντωνία είναι μετά; Καταραμένη πρεσβυωπία...
Και επιτέλους πτυχία!
Αχ... και που να ξέραμε τι μας περίμενε...
Θυμάσαι, Αννούλα; Στην ίδια εταιρεία εμείς... Και τελευταίο βράδυ για χορό στη Σερενέιτ, νομίζω. Και την άλλη μέρα να με παρακαλά ο πατέρας μου στο αεροδρόμιο να πάρω λίγο χαρτζιλίκι μαζί. Όχι, εγώ. Πάω να δουλέψω, θα βγάλω δικά μου λεφτά. Και μετά από μερικές ώρες ξεχασμένη από τον ατζέντη στο αεροδρόμιο της Βοστώνης. Και νύχτα. Και χωρίς μία μες στην τσέπη. Και από αγγλικά, οι ιστορίες του Τσίλυ.
Κουτσά στραβά κατάφερα να εξηγήσω στις πληροφορίες του αεροδρομίου τι μου συμβαίνει. Και άρχισαν οι άνθρωποι να φωνάζουν στα μεγάφωνα μήπως είναι κανένας έλληνας τριγύρω για να συνεννοηθεί μαζί μου. Έχουν και περίεργη προφορά βρε παιδάκι μου οι αμερικάνοι. Τραβάνε εκείνα του γου και ου και άντε να καταλάβεις τι λένε.
Και εμφανίζεται που λες ένας έλληνας κάποια στιγμή. Είκοσι χρόνια μετανάστης στην Αμερική. Περιττό να σου πω ότι στο τέλος στα Αγγλικά συνεννοηθήκαμε. Καλύτερα τα ήξερα εγώ από όσο εκείνος θυμόταν τη μητρική του γλώσσα. Τουλάχιστον τα μιλούσε τα εγγλέζικα με γνήσια ελληνική προφορά!
Και με πάει που λες σε ένα γραφείο του αεροδρομίου για να περάσω τη νύχτα μου. Έλα μου ντε που αγριεύτηκα εκεί μέσα μόνη μου και προτίμησα να βγω στην αίθουσα αναμονής. Ευτυχώς ο χριστιανός εκείνος μου είχε δείξει τα κατατόπια και είχα κλείσει σε ένα ντουλάπι τα πράγματα. Γιατί με είχαν φορτώσει από την εταιρεία με χίλια δυο συμπράγκαλα. Μέχρι εξαρτήματα για τη μηχανή. (Τι εταιρεία κι αυτή... ) Και ούτε να κουβαλήσω τα πράγματα δεν ήμουν σε θέση όλα μαζί. Άφηνα τα μισά και γύριζα και έπαιρνα τα άλλα. Βλέπεις και τα καροτσάκια θέλουν φράγκα στα αεροδρόμια... Κι εγώ περήφανη, έφτασα με άδειες τσέπες στην Αμέρικα.
Πάω το λοιπόν και κάθομαι σε μια γωνιά και αν θυμάμαι καλά πρέπει εκείνη τη νύχτα να έγραψα γράμμα σε σένα. Με το κλάμα που έτρεχε ποτάμι δεν ξέρω αν όταν το παρέλαβες διαβαζόταν... Σε ποιον άλλον να πω τα παθήματά μου; Στη μάνα μου και στον πατέρα μου που είχαν τρελαθεί από το φόβο τους πριν ακόμη μπαρκάρω;
Και πάνω εκεί με βρήκε δεύτερο χουνέρι. Γιατί βάλε με νου σου πως εννιά ώρες ήταν η πτήση. Και μετά κάτι ώρες αναμονή στο Νιου Γιορκ. Και πάλι καμιά ώρα αεροπλάνο για το Μπόστον... Με πιάσαν όλες οι φυσιολογικές ανάγκες του ανθρώπου. Πείνα και δίψα και των γονέων! Ή πιο σωστά, της θεόμουρλης κόρης των δικών μου γονέων, που σημειωτέον με έχουν μοναχοκόρη.
Και δε με φταίγαν μόνο τα λεφτά που δεν είχα. Το αεροδρόμιο της Βοστώνης τη νύχτα δε λειτουργεί. Όλα κλειστά ήταν και μόνο κάτι περίεργοι τύποι έκοβαν βόλτες ενώ στο δικό μου μυαλό γύριζαν όλες οι ταινίες που είχα δει για Αμερική... Και μαζί με τα θρίλερ και τα τρία πιθανά ενδεχόμενα που λίγες μέρες νωρίτερα είχαν πέσει στην αντίληψή μου για όποιον πάει στην Αμερική: Να σε κλέψουν, το πρώτο. Να σε βιάσουν, το δεύτερο. Να σε σκοτώσουν, το τρίτο. Μια χαρά χαρούμενη ήμουν.
Η πείνα όμως δε λογαριάζει τίποτε από όλα αυτά. Και όσο η ώρα πέρναγε άρχισα να μυρίζω κεφτεδάκια της μάνας μου και να βλέπω οράματα με γεμιστά και μπόλικη φέτα... Θα σε απογοητεύσω αλλά αυτά σκεφτόμουν. Και όχι τις μακαρονάδες στο Πασαλιμάνι. Ούτε τα παγωτά στο Αλεξάντρειο. Και πάνω σε τούτες τις παραισθήσεις κάνει κλικ το μυαλό μου και θυμάμαι τι είχα στη βαλίτσα... Λουκουμάκια και ούζο ελληνικό για τους συναδέλφους στο καράβι. Να τους καλοπιάσω ντε. Μην ξινίσουν με την πρώτη που θα με δουν.
Και καλά θυμήθηκα τα λουκουμάκια. Αλλά, εσύ θυμάσαι πού είχε μείνει η βαλίτσα; Σε ένα ντουλάπι μέσα. Και τα ντουλάπια αυτά έχουν κλειδί. Που ξεκλειδώνει άνετα αλλά για να ξανακλειδώσει πρέπει να πέσουν "μπικικίνια". Γελοίο το ποσό και τα πρώτα μου τα είχε βάλει εκείνος ο έλληνας, καλή του ώρα. Τώρα όμως; Το δίλημμα ήταν φοβερό. Ανοίγεις, τρως τα λουκουμάκια, ξεδιψάς και με το ούζο (περιττό να πω ότι ούτε νερό δεν έβλεπα στα πέριξ, και να έβλεπα, με τέτοιες φάτσες τριγύρω μάλλον θα προτιμούσα να πεθάνω από δίψα παρά να πιω νερό από τον ίδιο ψύκτη) αλλά μετά τι κάνεις με τα μπαγκάζια;
Γιατί να τα κουβαλήσω πουθενά δεν ήθελα μέσα στη μαύρη νύχτα. Αλλά ψόφια ήμουν. Και τα ματάκια μου έκλειναν από την κούραση. Πού να εμπιστευτώ να αφήσω αφύλαχτα τόσα πράγματα; Κι εκείνο το βράδυ κατάλαβα ποια είναι η ανώτερη ανάγκη στον άνθρωπο. Η πείνα. Η πείνα, Άννα μου. Και έτσι κατέληξα να τρώω λουκούμια και να πίνω ούζο ξημερώματα σε ένα αεροδρόμιο της Αμερικής. Και να λέω και ευχαριστώ Θεούλη μου! Από τότε μου έμεινε το κουσούρι και άμα είναι να ταξιδέψω στο Αιγαίο, το πρώτο πράγμα που ρωτώ είναι αν το καράβι περνά από τη Σύρα. Αν δεν περνά, ψάχνω για άλλο δρομολόγιο. Λουκουμάκι το άγιο, Αννούλα μου.
Κάποια φορά με τα πολλά ξημέρωσε η μέρα. Ξημερώνει ευτυχώς και στην Αμερική. Και πάω και παίρνω τηλέφωνο το προξενείο. Από τον έλληνα, το μετανάστη, και το τηλέφωνο. Αλλιώς ακόμη στην Αμερική θα ήμουν και θα με ψάχνατε. Πάρε, μου λένε, ένα ταξί και θα το πληρώσουμε εμείς. Και έλα από δω να δούμε τι θα κάνουμε. Με το αγγλικό της συμφοράς, είναι να απορείς που ο ταξιτζής με πήγε στο ελληνικό προξενείο και όχι δεν ξέρω πού... Και φτάνω που λες και μπαίνω στο γραφείο του προξένου. Και λες και πάτησα Ελλάδα. Τι Ελλάδα. Στο σπίτι μου και στους γονείς μου. Και με πιάνει ένα κλάμα. Με αναφιλητά. Που μου τα έλεγε η μανούλα μου πως θα πηδήσει από το μπαλκόνι αν πάω στα καράβια κι εγώ το έπαιζα σκληρή και της έλεγα "πήδα, δε θα μου χαλάσεις εμένα την τύχη μου"!!! Κι άσε τα επαναστατιλίκια που πούλαγα στον Αλεξόπουλο. Τον "θα σας κόψω τα ποδάρια" και φυσικά όχι καλή του ώρα όπου βρίσκεται ή ακόμη και αν δε βρίσκεται.
Πού είχαμε μείνει όμως; Στο γραφείο του προξένου ε; Λοιπόν αυτός ο άνθρωπος είπε ξαφνικά τη μαγική κουβέντα. Και μου κόπηκαν τα κλάματα με το μαχαίρι. Και μπήκα ποντίκι φοβισμένο στο γραφείο του και βγήκα Μπουμπουλίνα. Κι από τότε σε κάθε δύσκολη στιγμή το δικό του λόγο θυμάμαι και ποτέ, μα ποτέ, δε βάζω τα κλάματα. Τουλάχιστον όχι από φόβο. Γιατί άμα δω ταινία μελό, στο τσεπάκι τα έχω τα δάκρυα. Κι άμα θυμώσω επίσης. Αυτό πάλι;
Λοιπόν. Τι είπε θα ρωτάς...
Το "Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται" πώς σου φαίνεται; Χτύπησε διάνα ο πρόξενος. Στο φιλότιμο. Περισσότερο και από όσο θα έπρεπε ίσως. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Και η ώρα πέρασε. Άσε που δεν έχω και λουκούμια και άσε που η ταβέρνα της γειτονιάς έφυγε διακοπές. Λοιπόν, τελεία και παύλα για απόψε. Και σε σένα καλό σου ξημέρωμα.
Λαμπρούκος...
ΥΓ Εκείνο το βράδυ πάντως, αλήθεια στο λέω, Άννα μου, ακόμα και τον καφέ που σας κέρασαν στη Συρία θα έπινα. Ακούς, Κατερινόπλασμα; Ακόμα κι εκείνο τον καφέ... Και Κατερινάκι, αν δεν το κατάλαβες ακόμη, το Αννιώ κατάφερε και μπήκε και διαβάζει τα καθέκαστα της σελίδας. Άντε να αρχίσετε και να γράφετε στα σχόλια.
Και η Σοφία επίσης. Και η Αντωνία εντός των ημερών. Χαιρετώ σας καπετάνισσες!
ΥΓ 2. Από τότε πολλά ρούχα έχω πετάξει σαν παλιώσανε... Αυτό που δεν πρόκειται να αποχωριστώ είναι η πουκαμίσα με τις κόκκινες ρίγες και το καφέ ψαθωτό παντελόνι. Εγώ με αυτή τη στολή βαφτίστηκα καπετάνισσα. Κι ας ήταν η κολυμπήθρα τα ίδια μου τα δάκρυα. Ή ίσως και γι' αυτό...
Αρκετές φωτογραφίες του άρθρου προβάλλονται αρκετά μεγαλύτερες αν κάνετε διπλό κλικ πάνω τους με το ποντίκι. Όπως για παράδειγμα η φωτογραφία της παρέλασης. Ή και οι ασπρόμαυρες από το περιοδικό.
ΑπάντησηΔιαγραφή