«Και τέσσερα σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
και ένα θλιμμένο δόκιμο που δε θα τα φορέσει.»
Νίκος Καββαδίας
Αχ, αυτά τα γαλόνια τα χρυσά, που με βασάνιζαν κι εμένα μια μέρα του Φλεβάρη του '82 μέσα στη μάνητα των κυμάτων και καταμεσής στον Ειρηνικό, (Ειρηνικός όσο Καλή Ελπίδα είναι και το ομώνυμο ακρωτήρι της Αφρικής), ήρθε η ώρα και τα φόρεσα με δόξα και τιμή. Κι ας μην ήταν τέσσερα. Δεν πειράζει. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις όμως; Γρουσούζικα φάνηκαν. Ένας ακόμη «Ιδανικός κι ανάξιος εραστής» κι εγώ. Κι η μάνα μου περήφανη να λέει σε όποιον ρωτά, «είναι δασκάλα η κόρη μου»! Αχ, τη φουκαριάρα ντροπή που το είχε τότε που γύρναγα στις θάλασσες και τα λιμάνια. Τι να λέει στον κόσμο; Το κορίτσι μου βρίσκεται με τριάντα άντρες μες τη μέση της θάλασσας; Αφήστε σαν γύρναγα σπίτι τι γκρίνιες έκανε. «Μη μιλάς σαν κορίτσι του λιμανιού!» Όλο έτσι μου έλεγε. Κι εγώ της απαντούσα ατάραχη: «Μα μανούλα μου, ναυτικός είμαι, σε λιμάνια γυρίζω. Πώς θες να μιλώ;»
Εσείς όμως μην τα ακούτε όλα αυτά. Ήδη θα μυριστήκατε λιγάκι θάλασσα τι σημαίνει. Όσο για μας τους ναυτικούς, μη μας πολυτσιγκλάτε γιατί καλά το ξέρουμε πως εδώ έξω στη στεριά είναι τρισχειρότερα τα πράγματα. Να καθίσω εγώ να σας τα πω, κι ας δουλεύω και στο δημόσιο, τι συναντάει μια γυναίκα και τι ακούει καθημερινά, να σας σηκωθεί η τρίχα. Μωρέ αγγελούδια είναι οι ναυτικοί. Το λέω και το πιστεύω. Και στο κάτω κάτω έχουν και τα χίλια δίκια. Και πάλι ξεκαθαρίζω, για να μη δημιουργούνται εντυπώσεις, κυρά και αρχόντισσα την έχουν όποια γυναίκα βρεθεί στο καράβι. Αρκεί κι αυτή να ξέρει να κρατά τη θέση της. Να ξέρει δηλαδή να σέβεται τον άντρα που έχει να πατήσει σε λιμάνι μήνες. Να μη ρίχνει αλάτι στην πληγή. Τους αρμυρίζει που τους αρμυρίζει η θάλασσα. Να έχουνε μπροστά τους και τον πειρασμό να τους πιλατεύει;
Και να, το λέω και με απόδειξη. Τι κόσμο έχει η θάλασσα. Χτες βράδυ σαν έγραφα τούτες τις αράδες, χρειάστηκε να ψάξω στο γκουγκλ τους στίχους για τις Καπετάνισσες από το Κακοσούλι. Μη γράφω όπως μου κατέβει το τραγούδι. Και πέφτω πάνω σε ένα φόρουμ ναυτικών που έλεγαν ετούτο και το άλλο για τις κοπέλες που σπουδάζουν καπετάνισσες. Δίκιο να τα λεν. Η θάλασσα είναι δύσκολη. Και για τις γυναίκες ακόμη περισσότερο. Δεν άντεξα λοιπόν και κάθομαι και γράφομαι επιτόπου στο φόρουμ. Καπετάνισσες τους λέω θέλετε; Ιδού μπροστά σας. Και κοπιάστε και από το blog να δείτε τις λεπτομέρειες. Ε, δε θα το πιστέψετε τα πόσα καλωσορίσματα πήρα από κείνη την ώρα. Και με όλη τη ντομπροσύνη που ξέρει να μιλά ο ναυτικός. Γιατί ο ναυτικός, και να το χωνέψετε, την έχει πολύ ψηλά τη γυναίκα. Επειδή τη στερείτε και νιώθει καλύτερα από τον καθένα την αξία της. Κι αν δεν τη θέλει στο καράβι δεν είναι για άλλο λόγο παρά γιατί ξέρει καράβι τι σημαίνει. Μόνο γι’ αυτό.
Ρωτήστε αν δε με πιστεύετε ακόμη και τις γυναίκες των λιμανιών. Να δείτε τι θα σας πουν για τους ναυτικούς. Και μάλιστα τους Έλληνες. Ακόμη κι αυτές τις αντιμετωπίζουν σαν κυρίες. Θα μου πείτε, όλοι; Ε… είναι ίσα όλα τα δάχτυλα; Εγώ σας λέω ποιος είναι ο κανόνας. Αλλά εκείνο το «ναυτικοί και άλλα κακοποιά στοιχεία» που γράφουν οι φυλλάδες είναι πέρα για πέρα ψέμα. Και να με συμπαθάτε, αλλά εγώ αντί για ναυτικούς, λέω στεριανούς. Που κάθονται ξαπλωτοί και αραχτοί τα βράδια στον καναπέ, με τα παιδάκια και τη γυναικούλα τους, την ώρα που ο ναυτικός θαλασσοπνίγεται για να τους κουβαλήσει και του πουλιού το γάλα.
Και πέστε μου, αυτό ποιον κάνει περισσότερο άξιο σεβασμού; Με μία παροιμία θα σας απαντήσω και με την αλάθευτη σοφία του λαού μας: «Η ευτυχία κάνει τέρατα και η δυστυχία ανθρώπους.»
Και να πούμε και το άλλο. Για την οικογένεια του ναυτικού. Για τα έρμα τα παιδάκια του που μπαμπά ακούνε και μπαμπά δε βλέπουν. Και στο τέλος απογοητεύονται και δείχνουν στο κάδρο τη φωτογραφία και λένε «μπαμπάς». Ακόμη και όταν ο μπαμπάς είναι στο σπίτι. Αυτά, το κάδρο λεν «μπαμπά». Τους παίρνει καιρό να το καταλάβουν και να ξεχωρίσουν ποιος είναι εκείνος ο άγνωστος που στη χάση και στη φέξη εμφανίζεται στο σπίτι. Ρωτήστε με και για τον καιρό που φτάνουν στο σχολείο. Που ξέρουν πια την αλήθεια και δεν παρηγορούνται με φωτογραφίες. Να σας πω για τα μαραμένα κεφαλάκια, για το βλέμμα που ταξιδεύει αλλού, για τα αυτάκια που δε σε ακούν όταν τους μιλάς. Και για το ξαφνικό ζωντάνεμα σαν γυρίσει ο πατέρας στο σπίτι. Δε χρειάζεται να στο πουν. Το καταλαβαίνεις με τη μία. Από τη λάμψη στα πρόσωπα. Από τη χαρά που ξεχειλίζει. Κι απορώ ποιος βλάκας σκέφτηκε να ανοίξει σχολές και για γυναίκες ναυτικούς…
Θα μου πείτε, εσύ το λες; Ε, ναι. Ποιος άλλος μπορεί καλύτερα να το πει από μια γυναίκα ναυτικό. Και τώρα δασκάλα. Που ξέρει και τη μια όψη του νομίσματος και την άλλη. Το τι Γολγοθά ανεβαίνουν οι οικογένειες των ναυτικών. Και ειδικά τα παιδιά. Φαντάσου λέει, να λείπει και η μάνα στα πέλαγα. Να τη διαλύσουμε τελείως την οικογένεια. Πώς να παρεξηγήσεις λοιπόν όλα εκείνα τα κορίτσια που πολύ λαχτάρησαν τη θάλασσα μα τα έφαγε στο τέλος η στεριά;
Ασπρόπυργος. 10 Ιουλίου 1980: Απονομή πτυχίων
Ναι, τέτοιες καπετάνισσες έβγαλε η ΑΔΣΕΝ Πλοιάρχων Πειραιά. Και στη θάλασσα δούλεψαν παλικαρίσια και για την οικογένεια θυσίασαν ό,τι πολύ αγάπησαν, «το μπούσουλα, τη βάρδια τους και την πορεία στο χάρτη». Για ένα μικρό αγγελούδι. Γινότανε κι αλλιώς;
Και οι πιο πολλές, ακόμα κι όταν γύρισαν, καπετάνισσες συνέχισαν να είναι. Παντρεμένες οι πιο πολλές με ναυτικούς. Και άδικα δεν τις λέει έτσι ο λαός μας τις γυναίκες των ναυτικών. Γιατί είναι και μάνες και πατέρας μαζί. Και ίδια δύσκολο είναι να κουμαντάρεις μόνη σου την οικογένεια με το να κυβερνάς καράβι. Γι’ αυτό και καθόλου δε μου κακοφαίνεται που ίδια λεν κι εμάς, τις γυναίκες ναυτικούς. Τιμή και καμάρι μας. Μα τι να μας λεν; Ο καπετάνιος – Η καπετάνια; Εξάλλου εμείς οι ναυτικοί ένα πράγμα ξέρουμε. Δεν κάνουν τα γαλόνια τον καπετάνιο. Ούτε οι τίτλοι. Η θάλασσα τον βαφτίζει άξιο θαλασσόλυκο ή τον πάει στον μπάτο. Ακόμη χειρότερα τον ξεβράζει στη στεριά… Να όπως εμένα. Που πήρα τα γαλόνια και τα κρέμασα στον τοίχο. Κι ας τα λαχτάραγα τόσο. Τότε, και ας μην τα είχα, ήμουν καπετάνισσα με τα όλα μου. Τώρα;
Αχ, τώρα, θα σας πω τι έκλαψα τη μέρα που με διόρισαν δασκάλα και πήγα κει κάτω στη Φρεαττύδα και κοίταγα το θυμωμένο πέλαγο και νόμιζα πως μ’ εμένα τα έχει που το πρόδωσα. Φλεβάρης πάλι. Και η θάλασσα δεν ξέχναγε που με έσωσε για "τέσσερα χρυσά γαλόνια". Κι εγώ τα θυσίασα για μια καρεκλίτσα στο δημόσιο. Γιατί δεν άντεξα άλλο την ανεργία. Και έπιασα και έλεγα και παράφραζα τον Καββαδία. Τι άλλο να πει τέτοιες ώρες ο ναυτικός; Παρά στίχους βρεγμένους από θάλασσα; Κι έλεγα και έκλαιγα και φώναζα στον άνεμο:
«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σε μία αίθουσα, πένθιμη, σχολική,
θα λέω δασκαλίστικα «ανοίξτε τα βιβλία.»
Σχετικό άρθρο: Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα*
Δείτε τα βίντεο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...