BLOG ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΠΛΟΙΑΡΧΩΝ Ε.Ν.

Των ναυτικών οι οικογένειες...

"Κλεμμένο" από κοινοποίηση  στον "τοίχο" μιας φίλης Καπετάνισσας, της Ειρήνης Β.,  που κάποτε ταξίδευε στα πέλαγα και τώρα σπίτι να μεγαλώνει τις κορούλες της. Περιμένοντας τον σύζυγο. Τον ναυτικό... 






Αννυ Λιγνού
10 Δεκεμβρίου 2016

Οι ναυτεργάτες απεργούν. Λοιπόν, ο μπαμπάς μου, ήταν αρχιμηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού. Ο πλήρης τίτλος ήταν Supervisor and Head of Technical Department of the -τάδε- Company, κάτι πολύ εντυπωσιακό.

Σαν κάθε παιδί νοικοκύρη ναυτικού και δη Χιώτη, μεγάλωσα με άνεση. Με μεγάλη άνεση. Πάντα είχαμε ένα ωραίο μεγάλο σπίτι, με αρκετά δωμάτια και μια κυρία για οικιακή βοηθό. Πάντα είχαμε καλά ρούχα, καλά παπούτσια, καλά παιχνίδια, καλούς δασκάλους.

Ετσι λοιπόν, νόμιζα πως είμαστε πλούσιοι. (Ήμασταν, αλλά για άλλους λόγους, ανεξάρτητους από τα χρήματα). Μάλιστα, όταν συνέκρινα τα σπίτια μας με αυτά των εφοπλιστών όπου ήμασταν πολύ συχνά καλεσμένοι, πολλές φορές έβρισκα το δικό μας απείρως καλύτερο. (Μετά κατάλαβα ότι αυτό οφειλόταν στο καλό γούστο της μαμάς μου).

Να μην τα πολυλογούμε, κάποια από τις πολλές φορές που ταξίδεψα με τον μπαμπά μου, με πήρε κάτω στο μηχανοστάσιο να δω που δούλευε. Και τότε ήρθε η αποκάλυψη! Ο πάντα πεντακάθαρος και λαμπερός πατέρας μου, με τα άψογα νύχια, φορούσε μια φόρμα κατάμαυρη από τα λάδια και είχε στα χέρια του γράσα και μουτζούρες!

Στη μηχανή θα πρέπει να ήταν και 1000 βαθμοί Κελσίου! Η τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μύριζε κλεισούρα, πετρέλαιο, γράσο και λαμαρίνα κι έκανε έναν διαολεμένο θόρυβο. Νόμιζα πως δεν μπορώ να πάρω αέρα.

Μετά από 5 λεπτά ξενάγησης που μου φάνηκαν αιώνας, ανέβηκα και πάλι στον επάνω κόσμο.

Όταν ήρθε ο πατέρας μου, φρεσκοπλυμένος, ξυρισμένος και γελαστός όπως τον ήξερα, τον ρώτησα πως μπορεί εκεί κάτω με τόση ζέστη που έχει και πίεση; Και γιατί πάει αυτός και δεν πάνε οι από κάτω του, αφού είναι chief και να τους δίνει οδηγίες?

"Γιατί ο τσιφ είναι ο πρώτος που πρέπει να κατέβει και να ξέρει τη δουλειά όλων των άλλων”, μου λέει.

Τον ίδιο καιρό γινόντουσαν κάποιες κινητοποιήσεις των αγροτών, στις οποίες συμμετείχαν κι οι εργάτες πανελλαδικά. Ο πατέρας μου ενδιαφερόταν πολύ.

"Μπαμπά, τι δουλειά έχουμε εμείς με τους αγρότες;" αναρωτήθηκε η κόρη του εφοπλιστή, η οποία έπαιρνε πέντε πέντε τα πακέτα με τα πιο καινούργια αρώματα της μόδας από τα ντιούτι φρή.

"Γιατί, εμείς τι νομίζεις πως είμαστε;"

"Τι είμαστε; Ναυτικοί!" (Με κάποιο καμάρι που έρρεπε προς τον εφοπλισμό).

"Εργάτης είμαι."

"Πως εργάτης; Αφού εσύ διατάζεις όλους αυτούς εδώ κι άλλους τόσους στο γραφείο και τα πλοία δεν κουνιούνται άμα δεν το πεις. Τι εργάτης;"

"Εργάτης της μηχανής. Και δεν διατάζω κανέναν. Διευθύνω. Αγάπη μου, μπορεί να βγάζουμε αρκετά χρήματα, μα τα δουλεύω όλα με τα χέρια μου. Άσχετα αν αμείβομαι καλά, δουλεύω για κάποιον άλλον. Τα συμφέροντά μας, δεν είναι ίδια με των αφεντικών. Είναι με των εργατών! Θα κάνουμε πάντα άψογα τη δουλειά μας, αλλά όσα χρήματα κι αν αποκτήσουμε, εμείς θα είμαστε πάντα με το μέρος των αδικημένων, σύμφωνοι;"

"Σύμφωνοι μπαμπά." Και δώσαμε τα χέρια.

Και τότε θυμήθηκα πάλι τα χέρια με τα γράσα. Θυμήθηκα τα Χριστούγεννα που σχεδόν ποτέ δεν ήταν ο πατέρας σπίτι, το σπίτι κατάφωτο, στολισμένο, φορτωμένο με όλου του κόσμου τα καλά και στο τραπέζι τη μαμά να μας υπενθυμίζει:

“Ο μπαμπάς σας βουτάει στη θάλασσα τώρα για να τα έχετε εσείς όλα αυτά.”

Οχι φυσικά για να μας δημιουργήσει ενοχές, αλλά για έχουμε συναίσθηση, να μην την ψωνίσουμε και γίνουμε σνομπαρίες.

Δεν αποτελώ εξαίρεση από τα παιδιά των άλλων ναυτικών, κάπως έτσι μεγάλωσαν όλα. Με μανάδες που έπρεπε να τρέξουν για όλα μόνες Αρρώστιες, εφηβείες, σχολεία, φροντιστήρια, εύρυθμο σπίτι. Να πάρουν αποφάσεις για όλα μόνες και για τα πολύ σημαντικά σε τηλεφωνική συνεννόηση με τον πατέρα που αγωνιούσε από μακριά πίσω από ένα τηλέφωνο.

Με μανάδες που έπρεπε να μας πείσουν ότι τίποτα δεν ήταν οριστικό. Οτι ο μπαμπάς δεν πέθανε, ούτε μας παράτησε. Ο μπαμπάς μάς αγαπάει, αλλά απλώς λείπει για δουλειά.

Πόση μοναξιά πέρασες βρε μάνα;

Ξέρεις ποιο είναι το πιο άσχημο στη ζωή του ναυτικού; Η αγωνία. Η αγωνία που έχουν αυτοί που τον περιμένουν σπίτι (αν είναι καλά, αν αρρωστήσει ποιος θα τον περιθάλψει, αν έχει καλές θάλασσες, πότε θα γυρίσει, ΑΝ θα γυρίσει...).

Κι από την άλλη η αγωνία που έχει αυτός για κείνους που έχει αφήσει σπίτι (πως τα βγάζει πέρα η γυναίκα μου μόνη; Πρέπει τα άλλα Χριστούγεννα να μην κανονίσω μπάρκο. Να κάτσω σπίτι μια φορά. Ο μικρός αρρώστησε, είναι άραγε καλά; Η κόρη μου έγινε κι όλας δεσποινίδα και δεν τους χάρηκα. Τι δώρα να τους πάρω; ΜΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΑΡΑΓΕ;)

Και λίγα λόγια για τη ζωή των “καλοπληρωμένων” ναυτικών. Ας μη γίνεται σύγκριση του μισθού τους με τους μισθούς των στεριανών, διότι οι ναυτικοί δεν πληρώνονται 12 μήνες το χρόνο. Οι ναυτικοί μπορεί να έχουν 35 ή και 40 χρόνια πραγματικής σκληρής εργασίας. Έχουν πληρώσει έναν σκασμό λεφτά σε κρατήσεις, αλλά η σύνταξή τους και η περίθαλψή τους δεν ανταποκρίνεται ούτε στο ελάχιστο σε αυτό.

Οι ναυτικοί μετά τη βάρδια τους, που στην ουσία δεν τελειώνει ποτέ, δε γυρνάνε να κοιμηθούν σπίτι τους και να χαρούν τα παιδιά τους. Πάνε στην καμπίνα τους, σε ένα κλουβί με στενές κουκέτες, και η ζωή τους εκτυλίσσεται μέσα σε μια λίγο μεγαλύτερη λαμαρινένια φυλακή για μήνες. Υπάρχει και σχετική ασθένεια. Λαμαρινίαση.

Που περνάνε μέσα από 12 Μποφώρ στον Ειρηνικό (τυφώνας με κύματα όσο μια πολυκατοικία) και στο πρώτο λιμάνι λένε στη γυναίκα τους "ναι μωρέ συναντήσαμε λίγο καιρό εκεί κάτω, αλλά όλα εντάξει μην ανησυχείς". (Να θυμίσω ότι στα ταξίδια του γλυκού νερού, Κρήτη - Πειραιάς ας πούμε, ο απόπλους απαγορεύεται στα 8 Μποφώρ. Και η κλίμακα είναι εκθετική).

Οι ναυτικοί που για μήνες πολλούς, η μόνη τους συντροφιά είναι 12 άλλοι άντρες, οι περισσότεροι αλλοδαποί. Που όταν αρρωστήσουν στη μέση του πουθενά, δεν υπάρχει γιατρός και νοσοκομείο, αλλά βασίζονται στις γνώσεις του καπετάνιου, στα ματζούνια των Φιλιππινέζων του πληρώματος και στα γιατροσόφια που ξέρουν μεταξύ τους. Σε πονάει η μέση σου; Κρεμάσου από την πόρτα. Πούντιασες στο κατάστρωμα; Τρίψου με μπλε οινόπνευμα. κόπηκες στη μηχανή; Δέσε το σφιχτά.

Που δεν έχουν δει γιορτές στο σπίτι τους, που δεν έχουν δει τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, που γυρίζουν πίσω και βλέπουν την γυναίκα τους όλο και πιο κουρασμένη κι εκείνη τους βλέπει με όλο και πιο γκρίζα μαλλιά, αν έχουν τη μεγάλη τύχη να προλάβουν να γκριζάρουν.

“Ολους τους ξέμπαρκους
τους τρώει το σαράκι,
μα όσοι ταξίδεψαν
ζηλεύουν την Ιθάκη.”

Μεγάλο κείμενο και πολλοί θα βαρεθείτε να το διαβάσετε ως το τέλος, αλλά τα Κρητικά “παλικάρια της φακής” που στράβωσαν και ηρθαν στην Αθήνα να κάνουν φασαρίες ενάντια στην δίκαιη απεργία των ναυτεργατών, πρέπει να ξέρουν πως τους στηρίξαμε όλοι στα αιτήματά τους και να τα πληροφορήσουμε ότι δεν έχουν πληρώσει ποτέ ένα σεντ για τη σύνταξη των ναυτικών, ενώ αντίθετα, σε κάθε ναυτική μισθοδοσία ένα μεγάλο μέρος των κρατήσεων πήγαινε υπέρ του ΟΓΑ.

Λίγος σεβασμός λοιπόν κι αλληλεγγύη δε θα έβλαπτε.

Υ.Γ. Ο μπαμπάς μου, πέθανε στη θάλασσα, ετών 52.

Αννυ Λιγνού 10/12/2016




ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ:


Άγνωστη Άννυ,

θερμά συγχαρητήρια! Τα είπες όλα! Και τα είπες κατευθείαν στην καρδιά όλων όσων γνωρίζουν από θάλασσα...

ΔΩΣΤΕ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ!

ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ:


ΤΕΡΜΑ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΑΙΓΜΟ!

ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΩΡΑ!


ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ ΑΕΝ

Οικολογικό Περισκόπιο

10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010: ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΗ



Ο ΟΡΚΟΣ


ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ...


ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟΝ ΖΗΤΗΣΑΝ;


Στα μάτια σας, μας είπαν, βλέπουμε το μέλλον της Ναυτιλίας. (Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, κ. Φικιώρης)

Μα το δικό μας μέλλον αποδείχτηκε κόλαση.

Τώρα τα ίδια τάζουν στα νέα κορίτσια για να τα πείσουν να πάνε στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Αυτές δε θα χρειαστεί να περιμένουν για να ανακαλύψουν την ίδια κόλαση της ανεργίας. Από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αναζητώντας καράβι για πρακτική άσκηση, βρίσκονται αντιμέτωπες με τις κλειστές πόρτες των εταιρειών. Δεκάδες νέες καπετάνισσες κινδυνεύουν να χάσουν το επόμενο εξάμηνο της σχολής γιατί ο Ιούλιος μπήκε και καράβι δε βρήκαν. Πολλές ακόμη αναγκάστηκαν ήδη να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους για τον ίδιο λόγο. Μα κανενός υπευθύνου δεν ιδρώνει το αυτί.

Αντίθετα μας ζητούν να σκεφτούμε το κρουαζιερόπλοιο Ζενίθ και τα διαφυγόντα κέρδη για τον τουρισμό. Την ώρα που οι ναυτεργάτες, γυναίκες και άντρες, βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ. Και απαιτούν να μην απεργούμε, να μην αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας. Είμαστε υποχρεωμένες να μην υπακούσουμε. Το δις εξαμαρτείν δεν αρμόζει ούτε στις γυναίκες. Και ειδικά σε καπετάνισσες.

Ορκιστήκαμε για καπετάνισσες. Όχι για νέες Ιφιγένειες. Και αυτόν τον όρκο θα τιμήσουμε. Καπετάνισσες στη θάλασσα και καπετάνισσες στη ζωή. Με το κεφάλι ψηλά απαιτούμε να τηρηθούν οι υποσχέσεις που μας δόθηκαν. Και να ληφθούν μέτρα ώστε να μη σβήσει ο θεσμός τριάντα χρόνων. Το μέλλον της ναυτιλίας ανήκει και σε μας. Όχι γιατί μας το έταξε ένας υπουργός μα γιατί έχουμε κι εμείς προσφέρει τον ιδρώτα μας για την ελληνική ναυτιλία.

Τώρα όμως με την άρση του καμποτάζ και τον αφανισμό των ελλήνων ναυτεργατών που θα σημάνει, το ΝΑΤ κινδυνεύει να χρεωκοπήσει. Πώς θα πληρωθούν οι συντάξεις σε όσους ναυτεργάτες τόσα χρόνια έδιναν τις εισφορές τους;

Γι' αυτό στον αγώνα κατά της άρσης του καμποτάζ είμαστε όλοι ενωμένοι. Άντρες και γυναίκες. Παλιές και νέες καπετάνισσες. Και είναι ο αγώνας αυτός αγώνας επιβίωσης.

Μη μας ζητάτε λοιπόν να σκεφτούμε το Ζενίθ. Γιατί αυτός που βρίσκεται στο ναδίρ δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει αν αγωνιστεί. Εκτός από τις αλυσίδες του.

Βίρα λοιπόν τις άγκυρες! Κι ας σπάσουν και οι καδένες. Για το μέλλον που ονειρευτήκαμε και δικαιούμαστε μετά από τριάντα χρόνια να ζήσουμε. Την καταξίωση του θεσμού της ελληνίδας καπετάνισσας.

Έτσι τιμούμε εμείς την επέτειο των τριάντα χρόνων από την αποφοίτηση. Με αγώνες!

Εκεί, στον Πειραιά, στο λιμάνι. Που η ακηδία όλων μας ξεμπάρκαρε.

Είναι η ώρα να μας ξαναβρούν μπροστά τους. Και η ώρα να σταματήσουν να ξεγελάν κι άλλες αθώες κοπέλες με κούφιες υποσχέσεις. Η ώρα να βγει ο θεσμός από την κόλαση.

Τριάντα χρόνια μετά ξέρουμε καλά γιατί μας άνοιξαν την πόρτα της ναυτιλίας. Χωρίς καν να το ζητήσουμε εμείς. Τώρα νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να την ξανακλείσουν. Ωραία λοιπόν. Στις δικές τους κλειστές πόρτες απαντάμε με κλειστά λιμάνια. Δίκαιο δεν είναι;

Ή όλοι μαζί στο ζενίθ ή όλοι μαζί στο ναδίρ. Δεν μπορεί η μεν ελληνόκτητη ναυτιλία να είναι πρώτη στον κόσμο και να ανθοφορεί και οι έλληνες ναυτεργάτες να πετιούνται στον καιάδα. 85.000 έλληνες ναυτικοί το 1980, λιγότεροι από 20.000 σήμερα. Μιλάνε οι αριθμοί. Κόντρα στους αριθμούς για τα διαφυγόντα κέρδη από το Ζενίθ και το κάθε Ζενίθ. Και στο κάτω κάτω ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Απαιτούμε λοιπόν από την Πολιτεία να θέσει στο ζενίθ της τον άνθρωπο. Ζητάμε να πάρει πίσω την άρση του καμποτάζ και να θεσμοθετήσει μέτρα στήριξης τόσο των ελλήνων ναυτεργατών όσο και της γυναίκας ναυτεργάτριας.

Ζητάμε πολλά; Όχι! Ζητάμε μόνο να τιμήσουν τα τριάντα χρόνια που χωρίς καμία στήριξη καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό το θεσμό της ελληνίδας καπετάνισσας. Και που παρά τις αντιξοότητες έχουμε σήμερα να καμαρώνουμε αρκετές συναδέλφισσες σε βαθμό υποπλοιάρχου αλλά και πρώτου πλοιάρχου.

Αποδείξαμε πως μπορούμε να σταθούμε ισάξια με τους άντρες συναδέλφους στις γέφυρες των πλοίων. Και δεν ανεχόμαστε άλλο πια ούτε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου μας ούτε και άλλη εκμετάλλευση των γυναικών ναυτικών με στόχο να χτυπηθεί συνολικά το ναυτεργατικό κίνημα. Σας είπαμε, ξέρουμε γιατί μας ανοίξατε την πόρτα. Δε μας κάνατε χάρη.

Μας βάλατε στα καράβια για τον ίδιο λόγο που τώρα βάζετε τους αλλοδαπούς. Χωρίς να νοιάζεστε αν θα τα καταφέρουμε επαγγελματικά. Μας θέλατε το πολύ πολύ για ανθυποπλοιάρχους. Δεν περιμένατε πως θα καταφέρουμε κάτι καλύτερο. Επιδιώκατε να δημιουργήσετε ζευγάρια ναυτικών. Να μένουμε περισσότερο στο πλοίο, να δεχόμαστε μικρότερους μισθούς για να μας ναυτολογήσετε μαζί. Κι όταν τα σχέδιά σας βγήκαν όλα πλάνα, βιαστήκατε να μας κλείσετε την πόρτα. Προτιμώντας τους αλλοδαπούς.

Ε, σας λέμε ότι και αυτό το σχέδιο πλάνη θα βγει. Θα φροντίσουν οι ναυτεργάτες γι' αυτό. Κι εμείς θα σταθούμε δίπλα τους. Δίπλα στο ταξικό ναυτεργατικό κίνημα. Γιατί αυτό και μόνο μας στήριξε αταλάντευτα τριάντα τόσα χρόνια. Αν μη τι άλλο χρωστάμε τώρα να ανταποδώσουμε.

Γιατί αχάριστες οι ελληνίδες καπετάνισσες δεν είναι. Και το ξέρετε. Όπως αγαπήσαμε τα καράβια σας όταν μας δώσατε την ευκαιρία να εργαστούμε , και υπερβάλαμε εαυτούς για να σταθούμε αντάξιες, ίδια τώρα τιμούμε τα τριάντα χρόνια της παρουσίας μας υποστηρίζοντας ολόψυχα τον αγώνα των ναυτεργατών.

Στο κάτω κάτω δε μας αφήσατε άλλο δρόμο. Ο αγώνας των ναυτεργατών είναι η μόνη μας ελπίδα να μη σβήσει ο κλάδος μας. Και να μην πάνε στράφι τριάντα χρόνια προσπάθειας και θυσίας.