Καταλαβαίνεις το λοιπόν ότι και μόνο το όνομα Orion αρκεί για να μου φέρει δάκρυα στα μάτια. Κι ας πέρασαν κοντά σαράντα χρόνια από τη μέρα που κατέβηκα για τελευταία φορά τη σκάλα του. Κουβαλώντας πέρα από τη βαλίτσα και χιλιάδες αναμνήσεις από τους δέκα μήνες των ταξιδιών με εκείνο το γκαζάδικο των τριακοσίων μέτρων μήκος και πενήντα πλάτος. Κυρίως από Περσικό για Ευρώπη. Πότε μέσω Σουέζ, πότε κάνοντας τον περίπλου της Αφρικής.
Γνωστές διαδρομές αφού και με το προηγούμενο καράβι μου, ένα παρόμοιο γκαζάδικο του Ωνάση, ίδια ταξίδια κάναμε. Βέβαια άλλο Ωνάσης και άλλο Orion, που ήταν καράβι αντριώτικο και ανήκε σε κάποιους από τους Γουλανδρήδες. Κι αντί για ολυμπιακούς κύκλους είχε στην τσιμινιέρα του ένα λευκό αστέρι. Βλέπεις και η εταιρεία ολάκερη Orion λεγόταν και το καράβι μας ήταν η ναυαρχίδα της.
Κάπου τριάντα άντρες πλήρωμα σε τούτο το πλωτό νησί και μόνο μια γυναίκα, εγώ. Σε άλλα καράβια, μικρά φορτηγά, είχα πιάσει και ανθυποπλοίαρχος. Στο Orion ήμουνα δόκιμος που κάποιες φορές με άφηναν να κάνω και μόνη μου βάρδια. Δυο τετράωρα στη γέφυρα, ένα στην κουβέρτα για εργασίες συντήρησης. Κυρίως ματσακόνι και βαψίματα. Πέρναγε η μέρα δίχως να το καταλάβεις και μετά ήθελες μόνο ύπνο για να ξεκουραστείς. Άντε και για να γράψεις κανένα γράμμα, κινητά δεν υπήρχαν τότε, να μπουγαδιάσεις τα ρουχαλάκια σου, να παίξεις κανένα τάβλι στο καπνιστήριο ή να δεις κανένα χαζό βίντεο με ταινίες της συμφοράς. Είχα και κάποια βιβλία κοντά, πόσα όμως να πάρεις ταξιδεύοντας με το αεροπλάνο και παρά τα 40 κιλά που επέτρεπαν εκείνα τα χρόνια στους ναυτικούς; Άλλες οι συνθήκες σήμερα. Κρεμάς ένα λαπ τοπ στην πλάτη και τα έχεις όλα στο καράβι. Επικοινωνία, διάβασμα, γράψιμο, φωτογραφίες, υλικό για τη δουλειά σου…
Πάλι καλά που η εταιρεία ήταν χουβαρντού με τις γυναίκες των αξιωματικών. Συχνά πυκνά είχαμε στα ταξίδια μας παρέα πότε την κυρία του Α΄ Μηχανικού, πότε του Ανθυποπλοίαρχου ή και του μάγειρα ακόμη. Κι έσπαγε η μονοτονία με τα αξύριστα αντρικά πρόσωπα. Πλην των Φιλιππινέζων που αυτοί δεν έχουν γένια από μόνοι τους.
Τους τελευταίους μήνες στο Orion ήταν που ήρθε και η γυναίκα του μαρκόνη. Μικρή ήμουνα κι εγώ, εκείνη ήταν ακόμη μικρότερη. Ταιριάξαμε στην παρέα και έγινε πιο όμορφη η ζωή στο καράβι. Κόλλησε και ο άντρας της με το μάγειρα και πού μας έχανες πού μας έβρισκες και οι τέσσερις μαζί ακόμη και στις εξόδους μας στα λιμάνια. Τις μετρημένες στα δάχτυλα βέβαια αφού κάναμε δυο μήνες να πιάσουμε στεριά.
Κακά τα ψέματα λοιπόν. Η πλήξη και έτσι ήταν στα ύψη. Και η άλλη μοναξιά, η απουσία των αγαπημένων μας προσώπων. Της γυναίκας, των παιδιών, των γονιών και των αδερφιών μας, των φίλων. Μου έλειπε κι εμένα το αγόρι μου, μπαρκαρισμένος σε άλλο καράβι. Είχαμε περάσει και βέρες και λέγαμε να παντρευτούμε μόλις ξεμπαρκάρουμε. Κάνοντας υπομονή να μαζέψουμε κανένα φράγκο για το άνοιγμα του σπιτικού μας. Ό,τι δηλαδή κάνουν όλοι οι ναυτικοί. Δεν είναι κρουαζιέρα η δουλειά του ναυτικού. Από ανάγκη είσαι εκεί. Ναι, εντάξει, αγαπάς και τη θάλασσα αγαπάς και τα ταξίδια. Μα αν είχε λεφτά η τσέπη σου θα έβρισκες καλύτερους τρόπους να ταξιδεύεις τη θάλασσα κι όχι να θαλασσοπνίγεσαι στα βαπόρια.
Έβραζε και το αίμα μας. Να το παραδεχτούμε αυτό. Από νιάτα κι από αντίδοτο στον κίνδυνο. Ψάχναμε ευκαιρίες να εκτονωθούμε. Πότε με βολτίτσα ως την πλώρη. Όταν το επέτρεπε ο καιρός. Όπως τότε που μας ξεσήκωσε ο Παναγιώτης, ο μάγειρας, κι ανυποψίαστες η Έφη κι εγώ, τον ακολουθήσαμε. Καλά πήγαμε, κουβεντιάζοντας και γελώντας, καλά γυρίζαμε και ο Παναγιώτης το είχε ρίξει και στο τραγούδι. Θυμάμαι και το τραγούδι. «Κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμενάκι στα καπηλειά, σ’ έπινα κοριτσάκι σαν το κρασάκι γουλιά γουλιά…»
Φτάνουμε κάτω από το φτερό της γέφυρας. Πού να ξέραμε τι μας είχαν ετοιμάσει ο Παναγιώτης με το μαρκόνη μας, τον Γιώργη τον Κρητικό τον λεβέντη; Η Έφη περνούσε πρώτη φορά Ισημερινό. Και είναι έθιμο παλιό στα καράβια να μπουγελώνουν όποιον για πρώτη φορά περνά τη Λίνια. Είναι το λοιπόν επάνω στο φτερό ο μαρκόνης και έχει γεμάτο τον κουβά. Και με το που φτάνουμε στο κατάλληλο σημείο τον αδειάζει καταπάνω μας.
Βουτάω την Έφη από το χέρι και της λέω ψιθυριστά «πέσε κάτω, πέσε κάτω». Σωριαζόμαστε μουσκεμένες στη λαμαρίνα και μένουμε ακίνητες. Οι άντρες τα έχασαν. Δεν ξέρανε αν απλά λιποθυμήσαμε ή από την τρομάρα και το πέσιμο τα κακαρώσαμε. Εμείς με κόπο να συγκρατούμε τα γέλια. Εμ, καλά να πάθουν. Πλάκα ήθελαν; Πλάκα κι εμείς!
Στο Orion είχαμε όμως και άλλο τρόπο να πάρουμε το μπάνιο μας. Και δεν εννοώ το λουτρό. Κι ούτε και θέλω να θυμάμαι τα λουτρά αυτού του καραβιού. Ακόμη και σαράντα χρόνια μετά. Μιλάω για την πισίνα. Αν και για μας τις γυναίκες ήταν χώρος απαγορευμένος. Παλιότερα, όταν ήταν μέσα η γυναίκα του ανθυποπλοίαρχου, συνεννοήθηκε με τον άντρα της κι έκανε πως την έσπρωξε εκείνος κι έπεσε η κοπέλα με τα ρούχα στο νερό. Να κολυμπήσει έστω και έτσι και να της βγει το άχτι. Να βλέπεις γύρω τριγύρω θάλασσα και να μην μπορείς να κολυμπήσεις!!!
Με την Έφη όμως είπαμε να το κάνουμε αλλιώς. Παραφυλάξαμε μια ώρα που ήταν όλοι στις βάρδιες τους και στις δουλειές τους και πήγαμε κρυφά κρυφά στην πισίνα κανονικά με τα μαγιό μας. Τι το θέλαμε;
Μας επήραν χαμπάρι από τη γέφυρα και έπεσε σύνθημα στην κουβέρτα, στα μαγειρεία, στα σαλόνια, μέχρι κάτω στο μηχανοστάσιο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έγινε. Μαζεύτηκε όλο το πλήρωμα γύρω από την πισίνα κι εμείς εγκλωβιστήκαμε μέσα στο νερό. Πού να τολμήσουμε να βγούμε μπρος σε τόσα αντρικά μάτια; Ήμασταν όμως διαόλισσες. Φωνάζει η Έφη τον άντρα της και τον στέλνει στην καμπίνα να φέρει δυο σεντόνια. Τα παίρνουμε και τυλιγόμαστε μέσα στο νερό. Και βγαίνουμε «κυρίες»! Ούτε αστράγαλος δε φαινόταν.
Οι άντρες στα πατώματα. «Γιατί βρε κορίτσια μάς το κάνετε αυτό;» έλεγαν μεταξύ σοβαρού κι αστείου οι πιο τολμηροί. Λίγο γυναικείο μπουτάκι θέλαμε να δούμε κι εμείς που έχει μαυρίσει το ματάκι μας.
Αυτή η πείνα του αρσενικού η αχόρταγη. Που στα λιμάνια δε συγκρατιόταν με τίποτα και δεν τηρούσε ούτε τα προσχήματα. Όπως τότε στο Καίηπ Τάουν που την έφεραν μέσα μια μαυρούλα. Στα κάτω πατώματα, εκεί που έμενε το πλήρωμα. Μην προσβάλουν τις κυρίες του καραβιού αλλά και μην μπορώντας να ελέγξουν τα ένστικτα.
Δεν ξαναπατήσαμε στην πισίνα. Μόνο κάτι νύχτες με φεγγάρι καθόμασταν ντυμένες στην άκρη της και βρέχαμε τις πατούσες μας. Περιμένοντας την ώρα που θα ξεμπαρκάρουμε για να χαρούμε αυτά που στη στεριά θεωρούνται αυτονόητα στην εποχή μας.
Κι όμως. Όταν χτες χτύπησε το τηλέφωνο κι άκουσα στην άλλη άκρη μετά από σαράντα σχεδόν χρόνια τη φωνή του μαρκόνη μας και της γλυκιάς μου Έφης, η νοσταλγία για τις στιγμές στο Orion χτύπησε κόκκινο. Κι ένα μόνο μαύρισε τη χαρά. Ο θάνατος του Παναγιώτη!
Καλά σου ταξίδια, μάγειρα. Εκεί στους άλλους γαλαξίες που ταξιδεύεις πια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...