BLOG ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΠΛΟΙΑΡΧΩΝ Ε.Ν.

Λυσσάξατε πια με τους λαθρομετανάστες της Ηγουμενίτσας!

Κι εγώ ζω στην Ηγουμενίτσα.

Κι εργάζομαι στην περιοχή του λιμανιού της Ηγουμενίτσας.

Και δεν μπορώ άλλο την υστερία ορισμένων με τους λαθρομετανάστες. Που προσπαθούν να πείσουν τον αρμόδιο υπουργό πως η Ηγουμενίτσα έχει μετατραπεί σε κόλαση. Και πως δε θα τους ξαναδούν οι γυναικούλες και τα παιδάκια τους.

Συμβαίνει μάλιστα να ζω με πολλά από τα παιδάκια αυτά. Και με τα παιδάκια πολλών ακόμη κατοίκων της πόλης μας. Λίγα μέτρα, τονίζω, από το λιμάνι.

Οι λαθρομετανάστες; Καθημερινό φαινόμενο. Τους βλέπουμε συνεχώς μπροστά μας. Ζούμε μαζί τους. Και ντρεπόμαστε. Γιατί ο θεός, όποιο θεό πιστεύει ο καθένας μας, μας έφτιαξε κι εκείνους κι εμάς ανθρώπους. Με ίσα δικαιώματα. Είμαστε όμως εμείς οι άνθρωποι που καταφέραμε άλλοι να ζούνε ανθρώπινα και άλλοι σαν αδέσποτα στους δρόμους.

Μέχρι τον περασμένο Αύγουστο ζούσα στο μεγάλο χωριό. Στην Αθήνα. Και από τις αρχές του '70. Που οι γονείς μου πιστεύοντας ότι θα μας προσφέρουν μια καλύτερη ζωή μας πήραν τον αδερφό μου κι εμένα από δω και μας κουβάλησαν στην πρωτεύουσα. Ήταν πραγματικά δραματική η ζωή στη Θεσπρωτία τότε.

Μετακομίσαμε λοιπόν. Και μάλιστα στην καρδιά της πόλης. Στην πλατεία Βάθης. Εκεί είχε ο παππούλης μου φούρνο. Στη Λιοσίων 14. Και πήγαινε θυμάμαι περασμένα μεσάνυχτα να πιάσει δουλειά. Να ζυμώσει το ψωμάκι των ανθρώπων. Σήμερα ποιος τολμάει να κυκλοφορήσει ακόμη και μέρα μεσημέρι στην περιοχή της Βάθης; Με τα πεζοδρόμια γεμάτα σύριγγες; Με τους ναρκομανείς ξαπλωμένους κάτω; Με τους οίκους ανοχής να ανθίζουν; Με κάθε καρυδιάς καρύδι να έχει κατακλύσει την περιοχή;

Πέρασα ένα μεσημέρι από την παλιά γειτονιά. Δυο χρόνια πριν. Τρόμαξα. Είδα τις πολυκατοικίες με σιδεριές στην είσοδο... Μια ανάσα από το κέντρο της Ελλάδας. Ήταν τότε που όλη η Ελλάδα τρόμαξε. Βλέποντας ένα δεκαπεντάχρονο παιδί, λίγο πιο πέρα από τη Βάθης, να πέφτει νεκρό. Δεν το σκότωσαν λαθρομετανάστες. Ένας ηλίθιος που η πατρίδα του έδωσε όπλο να μας προστατεύει το σκότωσε. Φυσικά σας μιλάω για τον Αλέξη το Γρηγορόπουλο.

Τον Αλέξη που τον κηδεύσανε στην άλλη μου γειτονιά. Στη Νέα Σμύρνη. Το προάστιο που οι γονείς μου διάλεξαν να μου αγοράσουν σπίτι. Για να ζω καλύτερα από τη Βάθης... Εκείνη τη μέρα όμως, τη μέρα της κηδείας του Αλέξη, δεν άντεξα να μείνω εκεί. Να δω την άνοιξη να την κατεβάζουν στο χώμα. Γιατί κι εγώ με παιδιά δουλεύω. Και ντράπηκα ως το τελευταίο κύτταρο του σώματός μου για την κατάντια μας.

Και πριν καλά καλά γίνει η κηδεία του Αλέξη, πυροβολήθηκε ένα ακόμη παιδί. Το παιδί ενός συναδέλφου μου. Του συνδικαλιστή της ΕΣΑΚ του Κώστα Παπλωματά. Στο Περιστέρι.

Τότε ήταν που ένας γνωστός άγνωστος επιτέθηκε και σε κείνη τη γυναίκα. Τη μετανάστρια. Με βιτριόλι. Και τη σακάτεψε για πάντα. Σας μιλώ φυσικά για την Κωνσταντίνα Κούνεβα. Που φαίνεται οι πολλοί να την έχουν ξεχάσει.

Εγώ όχι. Δεν ξεχνάω. Δεν ξεχνάω γιατί μετά από σαράντα χρόνια συνειδητά εγκατέλειψα την Αθήνα. Και ζήτησα μετάθεση στην Ηγουμενίτσα. Γιατί δεν άντεχα πια να ζω στην Αθήνα. Γιατί δεν ήταν ζωή πια εκεί. Κι είχαμε φτάσει να φοβόμαστε και τον ίσκιο μας.

Τις νύχτες πριν κοιμηθώ όχι απλά διπλοκλείδωνα, έβαζα κι ένα μπουκάλι γυάλινο πίσω από την πόρτα. Να ακουστεί θόρυβος, να ξυπνήσω, μόλις την παραβιάσουν. Γιατί στη διπλανή πολυκατοικία, στο διαμέρισμα μαθητή μου, νύχτα μπήκαν. Την ώρα που η οικογένεια κοιμόταν. Και είχαν κι εκείνοι κλειδώσει. Κι είχαν κι εκείνοι πόρτα ασφαλείας.

Καλοκαίρι θυμάμαι. Πριν τρία χρόνια. Ούτε έντεκα δεν είχε πάει. Καθόμουν στο μπαλκόνι με το λαπ τοπ. Κι άκουσα τα ουρλιαχτά μιας άλλης γειτόνισσας. Που μόλις πάρκαρε στην πυλωτή της όρμησαν δύο και της πήραν την τσάντα.

Πόσες φορές είδα το ίδιο; Ξανά και ξανά. Ακόμη και μέρα μεσημέρι. Ακόμη και μπροστά σε κόσμο.

Η ακραία περίπτωση ήταν έξω από τα κάγκελα του σχολείου. Εκεί που δούλευα στη Νέα Σμύρνη. Όχι απλά της άρπαξαν την τσάντα αλλά σκάλωσε η γυναίκα στο μηχανάκι του κλέφτη. Και εκείνος κατέβαινε την κατηφόρα του σχολείου. Και η γυναίκα σερνόταν με το πρόσωπο στην άσφαλτο. Τα παιδάκια εκεί. Να βλέπουν όλη τη σκηνή της φρίκης.

Εγώ δεν είμαι άνθρωπος που φοβάμαι. Στα 19 μου χρόνια παράτησα τη "σιγουριά" της στεριάς και μπάρκαρα. Κορίτσι όντας. Και από τα κορίτσια που τα μεγαλώνουν κλεισμένα στο σπίτι. Σινεμά και πάρτυ δεν ήξερα τι θα πουν. Έμαθα όμως τι σημαίνει γκαζάδικο και τι σημαίνει λιμάνι. Και δε φοβήθηκα ακόμη και όταν βρέθηκα νύχτα και μόνη μου στο Πορτ Σάιντ.

Εντολή λέει της εταιρείας για τράνσφερ. Με κατέβασαν από το ένα καράβι και έπρεπε να περιμένω να φτάσει το άλλο. Γιατί είχα το θράσος να ζητήσω ανθρώπινες συνθήκες και εφαρμογή της Συλλογικής Σύμβασης. Αδιανόητα πράγματα για το Χιώτη καπετάνιο. Που δε σκέφτηκε ότι είμαι ένα κορίτσι. Ούτε είκοσι καλά καλά. Και χωρίς χρήματα. Δεν είχα καν προλάβει να πληρωθώ.

Νύχτα λοιπόν και με μια βαλίτσα στο χέρι κατέβηκα στη λάντζα. Και μετά με πήγε ο Αιγύπτιος πράκτορας στον επιβατικό σταθμό. Περίεργες φάτσες. Άγνωστη γλώσσα. Και τότε ήρθε εκείνο το παιδί. Το μαυριδερό. Νόμιζε πως έχω λεφτά. Να αγοράσω τα φτηνά πραγματάκια που πούλαγε. Κουτσομίλαγε και ελληνικά. Είχε λέει δουλέψει κάποτε σε ένα ψαράδικο στον Πειραιά.

- Εγώ δεν έχει λεφτά, του απάντησα.

Ζήτησε τσιγάρα. Το συνηθίζουν εκεί. Τους δίνεις μια κούτα τσιγάρα και αγοράζεις διάφορα πραγματάκια που φτιάχνουν εκεί κάτω.

- Δεν έχει λεφτά, δεν έχει τσιγάρα. Του αποκρίθηκα ενοχλημένη. Και θα πω ψέματα αν κρύψω ότι εκεί και τότε ένιωθα και φόβο. Θα ήμουν τρελή αν δεν ένιωθα.

Έφυγε. Για να γυρίσει λίγο αργότερα με ένα σάντουις τεράστιο και μια κούπα ζεστό τσάι.

- Εσύ πεινάει. Μου είπε. Και μου τα άφησε δίπλα μου...

Βούρκωσα. Γιατί ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες που βρισκόμουν μόνη και έρημη σε μια ξένη χώρα. Από αδιαφορία και ακηδία εκείνων που με είχαν προσλάβει. Στο αεροδρόμιο της Βοστώνης ήταν η προηγούμενη. Μια από τις πιο δραματικές νύχτες της ζωής μου.

Το επόμενο πρωί, μετά τη νύχτα στο αεροδρόμιο της Βοστώνης, βρέθηκα στο γραφείο του προξενικού λιμενάρχη. Και δε θα ξεχάσω ποτέ την κουβέντα που μου είπε:

- Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται!

Μάθημα ζωής. Και δεν το ξέχασα από τότε ποτέ! Βεβαίως ήταν η δουλειά του να με βοηθήσει. Να βοηθήσει έναν ναυτικό που η εταιρεία τον ξέχασε να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο... Μα δεν ήταν δουλειά του να μου δώσει και κουράγιο. Το έκανε όμως. Κι εγώ θα τον θυμάμαι πάντα με ευγνωμοσύνη εκείνον τον αξιωματικό του λιμενικού.

Θα θυμάμαι όμως και εκείνο τον φουκαρά από την Αίγυπτο. Που δεν ήταν καθόλου η δουλειά του να ταΐσει έναν πεινασμένο έλληνα ναυτικό. Και όμως το έκανε και εκείνος.

Τώρα πια έχουν περάσει δεκαετίες. Κι εγώ δεν είμαι είκοσι χρονών. Είμαι μια γυναίκα πενήντα και. Και δεν είμαι και ναυτικός. Και ζω πια από το καλοκαίρι στην Ηγουμενίτσα. Και διαβάζω στα μπλογκς τον τρόμο των λιμενικών - λέει - για το τι μπορεί να συμβεί στην Ηγουμενίτσα από τους μετανάστες. Φοβούνται - λέει - πως δε θα τους ξαναδούν οι γυναίκες και τα παιδιά τους!

Και η δική μου δουλειά, το είπα, είναι εκεί ακριβώς. Στο λιμάνι. Της Ηγουμενίτσας. Και είναι δουλειά με παιδιά. Μικρά παιδιά. Αν ήταν έτσι που μας τα περιγράφουν οι τρομαγμένοι λιμενικοί τα πράγματα, το λιγότερο λιγότερο θα ερχόταν κάθε μέρα έξω από την πόρτα μας αστυνομικοί να μας φυλάνε. Γιατί και τα δικά τους παιδιά έχουμε. Όπως και αρκετά παιδάκια λιμενικών. Έρχονται;

Ρωτάω εκείνους που κραυγάζουν προς τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Όντας και οι ίδιοι στην υπηρεσία αυτή. Και προς τον αρχηγό τους που ακόμη δεν πρόλαβε να αναλάβει καθήκοντα. Και που του κάνουν υποδείξεις μέσω ίντερνετ να κατεβεί λέει πάραυτα στην Ηγουμενίτσα! Να τους προστατέψει από τους λαθρομετανάστες!!! Γιατί λέει θα πάθουν τα ίδια που έπαθε ο ... Σωτήρης. Από τους λαθρομετανάστες σκοτώθηκε ο Σωτήρης; Μέχρι πότε θα εκμεταλλεύονται το θάνατό του;

Ας έρθει λοιπόν όποιος θέλει στην Ηγουμενίτσα. Να δει τι αληθινά συμβαίνει. Να δει και πώς εργάζονται εδώ τα σχολεία. Δίπλα στο λιμάνι. Με την πόρτα ανοιχτή. Και με τους λαθρομετανάστες να κυκλοφορούν ακριβώς απέξω. Και πουθενά αστυνομία. Και πουθενά φόβος. Μόνο λύπη. Από όσους τουλάχιστον εξακολουθούν να είναι άνθρωποι. Και να υποφέρουν βλέποντας συνανθρώπους τους να ψάχνουν στους κάδους απορριμμάτων για φαγητό.

Κι έχουν την ίδια φατσούλα αυτά τα παιδιά. Με εκείνο που κάποτε μου πρόσφερε από το υστέρημά του. Εκεί κάτω, στην ... αραπιά... Εκεί που κι εγώ βρέθηκα "μετανάστης" και ξένος και κατατρεγμένος. Γι' αυτό και ντρέπομαι διπλά. Που εδώ, στην πολιτισμένη μου πατρίδα, δεν μπορώ να τους ανταποδώσω το καλό που μου έκαναν. Στην πατρίδα του ξένιου Δία.

Προχτές, ξημερώματα Δευτέρας, γύρναγα από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές στην Αθήνα. Πήγα να πάρω μια γερή δόση και να θυμηθώ όλους τους λόγους που με έκαναν να την εγκαταλείψω. 480 χλμ δρόμος. Και το τελευταίο χιλιόμετρο κάτω από τη γέφυρα στο Λαδοχώρι. Εκεί που μένουν άστεγοι και πεινασμένοι εκατοντάδες λαθρομετανάστες. Η ώρα, το είπα, πολύ περασμένη.

Αν ήταν έτσι που μας τα παρουσιάζουν κάποιοι τα πράγματα, θα είχα φυσικά προτιμήσει να μην περάσω από κει. Ή τουλάχιστον να μην περάσω τέτοια ώρα. Πέρασα όμως. Και σταμάτησα κιόλας. Να ξεπληρώσω έστω και λίγο εκείνο το σάντουιτς στο Πορτ Σάιντ. Και εκείνη την κούπα με το ζεστό τσάι. Στους παγωμένους και θεονήστικους φουκαράδες. Γιατί κάποτε έτσι βρέθηκα κι εγώ. Στα δικά τους μέρη. Κι εκείνοι με φρόντισαν. Δε με πυροβόλησαν!!! όπως έκανε πριν λίγα εικοσιτετράωρα ο δικός μας συμπολίτης. Με το λευκό γκολφ. Που πέρασε από τη γέφυρα στο Λαδοχώρι και τραυμάτισε ευτυχώς ελαφρά ένα από τα δυστυχισμένα αυτά πλάσματα.

Και ντρέπομαι ακόμη περισσότερο όταν τους δίνω το κάτι ελάχιστο και ακούω τα χίλια ευχαριστώ. Και δεν είμαι φυσικά η μόνη. Ευτυχώς δεν είμαι η μόνη.

Οι περισσότεροι κάτοικοι της Ηγουμενίτσας αυτό κάνουν. Κι έχει γίνει πια συνήθεια να κρεμάνε σε καθαρές σακουλίτσες φαγητό έξω από τους κάδους. Κι άλλοι πιο οργανωμένα τους επισκέπτονται. Και προσφέρουν άλλος σε είδος και άλλος τις υπηρεσίες του. Όπως η γιατρίνα του Κέντρου Υγείας της πόλης μας. Η κ. Πολυξένη Ανδρεάδου...

Πέρασα και σήμερα από το Λαδοχώρι. Πηγαίνοντας και γυρίζοντας από Γιάννενα. Καμία σχέση με όσα γράφονται τις τελευταίες μέρες. Οι λαθρομετανάστες φυσικά εκεί. Το μεσημέρι δεν είδα καν περιπολικό. Το απόγευμα, ναι. Υπήρχε ένα. Αλλά καμία ταραχή, τίποτε το ανησυχητικό.

Έγιναν λέει μαχαιρώματα. Οι Ιρακινοί τα έβαλαν με τους Αλγερινούς. Φτάσαν και στο νοσοκομείο. Μάλιστα. Και κινδυνεύουμε - λένε κάποιοι - να μας σφάξουν όλους. Κάντε κάτι κύριε Υπουργέ!!! Και δε διστάζουν να εκμεταλλευτούν και τη μνήμη του άτυχου λιμενικού που σκοτώθηκε σε ώρα εργασίας από ένα φορτηγό στο λιμάνι. Αφήνοντας να εννοηθεί πως οι λαθρομετανάστες έφταιξαν για το θάνατό του.

Ωραία λοιπόν. Να αρχίσουν να τσιρίζουν και οι ναυτικοί. Προς τον υπουργό Προστασίας του πολίτη. Να πάρει μέτρα για τα κύματα του Ατλαντικού. Να τα φυλακίσει όλα! Γιατί προχτές ένα τέτοιο κύμα σκότωσε δύο ναυτικούς. Και αυτή την ώρα οι σοροί τους ταξιδεύουν για Ελλάδα.

Να αρχίσω να τσιρίζω κι εγώ. Να εξαφανίσουν όλες τις σκάλες από τους χώρους εργασίας. Γιατί δυο χρόνια πριν μια σκάλα λίγο έλειψε να μου κόψει το νήμα της ζωής.

Όμως όχι. Προτιμώ να διαμαρτύρομαι και να ζητάω μέτρα προστασίας εκεί και όταν είναι αναγκαία. Όπως ζήτησα και για τα παιδάκια που μου έχουν εμπιστευθεί. Εδώ, στην Ηγουμενίτσα. Όταν διαπίστωσα πως τα πούλμαν που μας έστειλαν για σχολική εκδρομή δεν είχαν ζώνες ασφαλείας.

Δεν επαρκούν οι αστυνομικοί, μου εξήγησαν τότε. Και αυτοί που είναι ασχολούνται καθημερινά με τους Κούρδους...

Εγώ δεν μπορώ να ξέρω αν επαρκούν ή δεν επαρκούν οι αστυνομικοί ή και οι λιμενικοί στην Ηγουμενίτσα. Ξέρω μόνο ότι κανένα παιδάκι αυτής της πόλης δεν έπαθε το παραμικρό από τους Κούρδους ή τους άλλους μετανάστες που ζουν εδώ. Και ξέρω επίσης ότι πολλά παιδιά έχουν σκοτωθεί, είτε σε σχολικά πούλμαν είτε στα γιωταχί των γονιών τους, γιατί δεν ήταν δεμένα με ζώνες.

Ξέρω επίσης ότι κανένας λιμενικός στην Ηγουμενίτσα δεν έχασε τη ζωή του από τους λαθρομετανάστες. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο για τους λαθρομετανάστες. Κάνω λάθος;

Όπως δυστυχώς έχουν χάσει τη ζωή τους και παιδιά από τις σφαίρες αστυνομικών. Κι άλλα πυροβολήθηκαν από γνωστούς αγνώστους. Όπως ο γιος του συναδέλφου μου στο Περιστέρι. Κι εκείνος από αδέσποτη σφαίρα έφτασε στο νοσοκομείο όπως ο λαθρομετανάστης της Ηγουμενίτσας προχτές.

Και ξέρω και δεν ξεχνώ το Νίκο Τεμπονέρα. Πώς και από ποιον έχασε τη ζωή του.

Και λέω. Ας κάνει κάτι η Πολιτεία να συμμαζέψει το παρακράτος. Και τα ακραία στοιχεία που έχουν βαλθεί να δημιουργήσουν πρόβλημα εκ του μη όντος στην Ηγουμενίτσα.

Το μόνο αληθινό πρόβλημα είναι η εξαθλιωμένη ζωή αυτών των φουκαράδων κάτω από τη γέφυρα και μέσα στα γιαπιά της περιοχής. Χωρίς στέγη, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό. Και είναι άνθρωποι. Δεν είναι ζώα. Άνθρωποι!!! Θα έλεγα σαν εμάς, αλλά δεν είμαι σίγουρη για τη δική μας ανθρωπιά...

2 σχόλια:

  1. Πόσο εύκολα λέγονται οι αλήθειες, όταν επιτρέπουμε στην καρδιά μας να μιλήσει!
    Στην πόλη σου ΔΑΝΑΗ, αρμενίζει ο δικός μου Καπετάνιος και χαίρομαι τόσο που διαπιστώνω πως ανασαίνουν δίπλα του άνθρωποι που τολμάνε σήμερα να μιλάνε από καρδιάς.
    Πλεύσεις αφύπνησης, εύχομαι, Καπετάνισσες, πάντα, σε θάλασσες και σε στεριές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλά ταξίδια του λεβέντη σου, Σταυρούλα μου. Σε ευχαριστούμε και για τα καλά σου λόγια. Έστω και καθυστερημένα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...

ΔΩΣΤΕ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ!

ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ:


ΤΕΡΜΑ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΑΙΓΜΟ!

ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΩΡΑ!


ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ ΑΕΝ

Οικολογικό Περισκόπιο

10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010: ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΗ



Ο ΟΡΚΟΣ


ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ...


ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟΝ ΖΗΤΗΣΑΝ;


Στα μάτια σας, μας είπαν, βλέπουμε το μέλλον της Ναυτιλίας. (Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, κ. Φικιώρης)

Μα το δικό μας μέλλον αποδείχτηκε κόλαση.

Τώρα τα ίδια τάζουν στα νέα κορίτσια για να τα πείσουν να πάνε στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Αυτές δε θα χρειαστεί να περιμένουν για να ανακαλύψουν την ίδια κόλαση της ανεργίας. Από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αναζητώντας καράβι για πρακτική άσκηση, βρίσκονται αντιμέτωπες με τις κλειστές πόρτες των εταιρειών. Δεκάδες νέες καπετάνισσες κινδυνεύουν να χάσουν το επόμενο εξάμηνο της σχολής γιατί ο Ιούλιος μπήκε και καράβι δε βρήκαν. Πολλές ακόμη αναγκάστηκαν ήδη να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους για τον ίδιο λόγο. Μα κανενός υπευθύνου δεν ιδρώνει το αυτί.

Αντίθετα μας ζητούν να σκεφτούμε το κρουαζιερόπλοιο Ζενίθ και τα διαφυγόντα κέρδη για τον τουρισμό. Την ώρα που οι ναυτεργάτες, γυναίκες και άντρες, βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ. Και απαιτούν να μην απεργούμε, να μην αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας. Είμαστε υποχρεωμένες να μην υπακούσουμε. Το δις εξαμαρτείν δεν αρμόζει ούτε στις γυναίκες. Και ειδικά σε καπετάνισσες.

Ορκιστήκαμε για καπετάνισσες. Όχι για νέες Ιφιγένειες. Και αυτόν τον όρκο θα τιμήσουμε. Καπετάνισσες στη θάλασσα και καπετάνισσες στη ζωή. Με το κεφάλι ψηλά απαιτούμε να τηρηθούν οι υποσχέσεις που μας δόθηκαν. Και να ληφθούν μέτρα ώστε να μη σβήσει ο θεσμός τριάντα χρόνων. Το μέλλον της ναυτιλίας ανήκει και σε μας. Όχι γιατί μας το έταξε ένας υπουργός μα γιατί έχουμε κι εμείς προσφέρει τον ιδρώτα μας για την ελληνική ναυτιλία.

Τώρα όμως με την άρση του καμποτάζ και τον αφανισμό των ελλήνων ναυτεργατών που θα σημάνει, το ΝΑΤ κινδυνεύει να χρεωκοπήσει. Πώς θα πληρωθούν οι συντάξεις σε όσους ναυτεργάτες τόσα χρόνια έδιναν τις εισφορές τους;

Γι' αυτό στον αγώνα κατά της άρσης του καμποτάζ είμαστε όλοι ενωμένοι. Άντρες και γυναίκες. Παλιές και νέες καπετάνισσες. Και είναι ο αγώνας αυτός αγώνας επιβίωσης.

Μη μας ζητάτε λοιπόν να σκεφτούμε το Ζενίθ. Γιατί αυτός που βρίσκεται στο ναδίρ δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει αν αγωνιστεί. Εκτός από τις αλυσίδες του.

Βίρα λοιπόν τις άγκυρες! Κι ας σπάσουν και οι καδένες. Για το μέλλον που ονειρευτήκαμε και δικαιούμαστε μετά από τριάντα χρόνια να ζήσουμε. Την καταξίωση του θεσμού της ελληνίδας καπετάνισσας.

Έτσι τιμούμε εμείς την επέτειο των τριάντα χρόνων από την αποφοίτηση. Με αγώνες!

Εκεί, στον Πειραιά, στο λιμάνι. Που η ακηδία όλων μας ξεμπάρκαρε.

Είναι η ώρα να μας ξαναβρούν μπροστά τους. Και η ώρα να σταματήσουν να ξεγελάν κι άλλες αθώες κοπέλες με κούφιες υποσχέσεις. Η ώρα να βγει ο θεσμός από την κόλαση.

Τριάντα χρόνια μετά ξέρουμε καλά γιατί μας άνοιξαν την πόρτα της ναυτιλίας. Χωρίς καν να το ζητήσουμε εμείς. Τώρα νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να την ξανακλείσουν. Ωραία λοιπόν. Στις δικές τους κλειστές πόρτες απαντάμε με κλειστά λιμάνια. Δίκαιο δεν είναι;

Ή όλοι μαζί στο ζενίθ ή όλοι μαζί στο ναδίρ. Δεν μπορεί η μεν ελληνόκτητη ναυτιλία να είναι πρώτη στον κόσμο και να ανθοφορεί και οι έλληνες ναυτεργάτες να πετιούνται στον καιάδα. 85.000 έλληνες ναυτικοί το 1980, λιγότεροι από 20.000 σήμερα. Μιλάνε οι αριθμοί. Κόντρα στους αριθμούς για τα διαφυγόντα κέρδη από το Ζενίθ και το κάθε Ζενίθ. Και στο κάτω κάτω ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Απαιτούμε λοιπόν από την Πολιτεία να θέσει στο ζενίθ της τον άνθρωπο. Ζητάμε να πάρει πίσω την άρση του καμποτάζ και να θεσμοθετήσει μέτρα στήριξης τόσο των ελλήνων ναυτεργατών όσο και της γυναίκας ναυτεργάτριας.

Ζητάμε πολλά; Όχι! Ζητάμε μόνο να τιμήσουν τα τριάντα χρόνια που χωρίς καμία στήριξη καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό το θεσμό της ελληνίδας καπετάνισσας. Και που παρά τις αντιξοότητες έχουμε σήμερα να καμαρώνουμε αρκετές συναδέλφισσες σε βαθμό υποπλοιάρχου αλλά και πρώτου πλοιάρχου.

Αποδείξαμε πως μπορούμε να σταθούμε ισάξια με τους άντρες συναδέλφους στις γέφυρες των πλοίων. Και δεν ανεχόμαστε άλλο πια ούτε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου μας ούτε και άλλη εκμετάλλευση των γυναικών ναυτικών με στόχο να χτυπηθεί συνολικά το ναυτεργατικό κίνημα. Σας είπαμε, ξέρουμε γιατί μας ανοίξατε την πόρτα. Δε μας κάνατε χάρη.

Μας βάλατε στα καράβια για τον ίδιο λόγο που τώρα βάζετε τους αλλοδαπούς. Χωρίς να νοιάζεστε αν θα τα καταφέρουμε επαγγελματικά. Μας θέλατε το πολύ πολύ για ανθυποπλοιάρχους. Δεν περιμένατε πως θα καταφέρουμε κάτι καλύτερο. Επιδιώκατε να δημιουργήσετε ζευγάρια ναυτικών. Να μένουμε περισσότερο στο πλοίο, να δεχόμαστε μικρότερους μισθούς για να μας ναυτολογήσετε μαζί. Κι όταν τα σχέδιά σας βγήκαν όλα πλάνα, βιαστήκατε να μας κλείσετε την πόρτα. Προτιμώντας τους αλλοδαπούς.

Ε, σας λέμε ότι και αυτό το σχέδιο πλάνη θα βγει. Θα φροντίσουν οι ναυτεργάτες γι' αυτό. Κι εμείς θα σταθούμε δίπλα τους. Δίπλα στο ταξικό ναυτεργατικό κίνημα. Γιατί αυτό και μόνο μας στήριξε αταλάντευτα τριάντα τόσα χρόνια. Αν μη τι άλλο χρωστάμε τώρα να ανταποδώσουμε.

Γιατί αχάριστες οι ελληνίδες καπετάνισσες δεν είναι. Και το ξέρετε. Όπως αγαπήσαμε τα καράβια σας όταν μας δώσατε την ευκαιρία να εργαστούμε , και υπερβάλαμε εαυτούς για να σταθούμε αντάξιες, ίδια τώρα τιμούμε τα τριάντα χρόνια της παρουσίας μας υποστηρίζοντας ολόψυχα τον αγώνα των ναυτεργατών.

Στο κάτω κάτω δε μας αφήσατε άλλο δρόμο. Ο αγώνας των ναυτεργατών είναι η μόνη μας ελπίδα να μη σβήσει ο κλάδος μας. Και να μην πάνε στράφι τριάντα χρόνια προσπάθειας και θυσίας.