ΑΝΑΔΗΜΟΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΛΟΝΗΤΙΚΟ ΣΑΪΤ
http://www.kefaloniaphotonews.gr/news.asp?id=4480&catid=6&rndid=12012010
100 χρόνια από τη γέννηση του
Νίκου Καββαδία
Επιμέλεια: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΟΥΜΠΟΣ
"Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων."
Ο Νίκος Καββαδίας ανήκει στους ποιητές της γενιάς του 30 που αγνόησαν τις επαναστατικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην ποίηση και παρέμειναν πιστοί στην παράδοση. Τα ποιήματά του έχουν πλαίσιο τη θάλασσα και θέμα τη σκληρή ζωή των ναυτικών. Ωστόσο, για τον Καββαδία, η θάλασσα είναι ένας μαγικός κόσμος από τον οποίο αντλεί δύναμη και αγάπη για τον άνθρωπο.
Χρονολόγιο του Νίκου Καββαδία.
1910: Γεννιέται στη Μαντζουρία από κεφαλλονίτες γονείς.
1914: Η οικογένειά του επιστρέφει στην Ελλάδα, αλλά ο πατέρας του γυρίζει στη Ρωσία και επαναπατρίζεται το 1920.
1921: Εγκατάσταση στον Πειραιά. Φοιτά στο Δημοτικό Σχολείο της Γαλλικής Σχολής και στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Συμμαθητής με τον Τσαρούχη.
1922: Εκδίδει το έμμετρο, μαθητικό περιοδικό "Σχολικός Σάτυρος" γραμμένο από τον ίδιο.
1927: Δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα.
1928: Εγκαταλείπει σπουδές στην Ιατρική και μπαίνει τη βιοπάλη, εξακολουθώντας τη δημοσίευση ποιημάτων στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
1929: Μπαρκάρει για πρώτη φορά στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".
1930: Ταξιδεύει με το ατμόπλοιο "Πολικός".
1933: Δημοσιεύει τη συλλογή "Μαραμπού".
1939: Παίρνει δίπλωμα ασυρματιστή.
1940: Στο αλβανικό μέτωπο.
1941-1944: Στην κατεχόμενη Αθήνα.
1945: Ασυρματιστής στο επιβατηγό "Κορινθία".
1947: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή το "Πούσι" και επανεκδίδεται το "Μαραμπού".
1949: Ασυρματιστής στο "Κυρήνεια".
1953: Παίρνει δίπλωμα ασυρματιστή Α'.
1954: Κυκλοφορεί το πεζογράφημα "Βάρδια".
1959: Η "Βάρδια" κυκλοφορεί στα Γαλλικά.
1961: Επανεκδίδεται το "Μαραμπού" και το "Πούσι".
1968: Ταξιδεύει στην Κεφαλονιά μετά από 35 χρόνια απουσίας.
1973: Επανεκδίδονται οι ποιητικές του συλλογές, ενώ παρουσιάζεται στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
1975: Πεθαίνει από εγκεφαλικό. Εκδίδεται το "Τραβέρσο".
1976: Επανεκδίδεται η "Βάρδια".
1977: Το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας θεσπίζει βραβείο στη μνήμη του.
Ο κόσμος του Καββαδία.
Για τον κόσμο του Καββαδία σημειώνει ο Τάσος Κόρφης:
«... τον βασανισμένο, πικρό κόσμο που άνηβος τσουρμάρει στα καράβια κι απόμαχος συνεχίζει να ταξιδεύει στη μαγεία του μεγάλου οράματος, μοναχικός και αθώος, προσπάθησε να εκφράσει ο Νίκος Καββαδίας στα έργα του.
Ποίηση εδραιωμένη σε ακριβοπληρωμένες εμπειρίες, όπου το πολύμορφο, το πολυποίκιλτο, το φανταιζί πιο εύστοχα αποδίδει την ανθρώπινη ερημιά (όπως εκείνη στα πολυθόρυβα καφενεία ή στους πολυάνθρωπους σταθμούς) και όπου η αλήθεια και το παραμύθι συγχέονται.
Κι ο έμμετρος λόγος, ένα σημαντικό προχώρημα μέσα στην παράδοση, δίνει μια αμεσότητα και μία γενικότητα σ' αυτά τα τραγούδια, τις εξομολογητικές αυτές στιγμές ενός ναύτη: ψήγματα από το πλούσιο χρυσωρυχείο της ζωής του. Ανησυχία, ανθρωπιά, πάθος για ελευθερία.
Και πίσω απ' αυτά ο τεχνίτης, που ξέρει να δουλεύει το στίχο χωρίς να προδίδει τις προθέσεις του. που ξέρει τις κακοτοπιές της επανάληψης, την αρμονία των αντιθέσεων, την ομορφιά των απροόπτων, την πειστικότητα των εικόνων.
Να προβάλει την αλήθεια, την ουσία της ποίησής του μέσα από την ατμόσφαιρα, το διάκοσμο ενός παράξενου, άγνωστου για μας κόσμου, με πολύγλωσσα ονόματα κι αλλόκοτες συνήθειες.
Ο "αμαρτωλός" Νίκος Καββαδίας μας κατακτά με την αθωότητα και τη συνέπεια της ανθρωπιάς του».
Πως γράφτηκε ο «Γκουεβάρα».
Ποιος δεν έχει διαβάσει το επαναστατικό του αυτό ποίημα που φλέγεται από πυρετό και ποιος δεν το 'χει, σε δύσκολες πολιτικές ώρες, μέσα του απαγγείλει για να πάρει κουράγιο από το πάθος και την αλήθεια του;
Το ποίημα αυτό, όπως αναφέρει ο φίλος του εκδότης Θ. Καραβίας, γράφτηκε σε μια από τις παραμονές του στην Αθήνα, στα χρόνια της δικτατορίας. Στη σκληρή κριτική του φίλου του ότι η ποίησή του έμενε στάσιμη στα ίδια μοτίβα και στις ίδιες διαθέσεις, χωρίς να επηρεάζεται από τις δύσκολες, τις δραματικές ώρες που περνούσε ο λαός μας, "Τώρα θα δεις!" του απάντησε. Και σε μια εβδομάδα, όπως είχαν στοιχηματίσει, ο Κόλιας μπήκε κατσούφης, δήθεν στο καφενείο να βρει τον Καραβία
«Τίποτα» είπε. «Δεν έγινε τίποτα».
Σε λίγο, όμως, διακόπτοντας τις επικρίσεις και τις ειρωνείες του φίλου του, έβγαλε δειλά, όπως πάντα, από την τσέπη του ένα χαρτί.
«Για διάβασε αυτό...».
Ήταν ο Γκουεβάρα που μέσα του έκρυβε όλη την πίκρα του για το βασανισμένο μας λαό. Το ποίημα, βέβαια, αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, δε γράφτηκε μέσα στην εβδομάδα του στοιχήματος. Η μορφή του Γκουεβάρα πάντα τον απασχολούσε και θα το είχε μέσα του συνθέσει ή ακόμα και γράψει πολύ πιο πριν.
Κατευόδιο.
Στις 10 Φλεβάρη 1975 έσβησε "εν όρμω" ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύτηκε με μια "σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες" ο ποιητής που σ' όλη του τη ζωή ονειρεύτηκε ένα γαλάζιο τάφο.
Και τα μόνα θαλασσινά λουλούδια που τον συνόδεψαν, τα λόγια ενός ναυτεργάτη, φίλου του στις θάλασσες και στα λιμάνια, του Χρήστου Παντελίδη, ο οποίος ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα, όταν έφηβος πρωτοδιάβασε το "Μαραμπού".
«Αγαπημένε μας, σύντροφε ποιητή!
Ο χτεσινός άνεμος, έφερε σε μας τους ναυτικούς το πιο θλιβερό ραπόρτο... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του Ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι.
Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα, οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές βάφουν τις άγκυρες, τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τη μπουρού. Το σερβέι σε λίγο τελειώνει...
Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο στ' αγαπημένα σου μαραμπού να μη γρυλίζουν πια.
"Αν ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς, δε βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε..." μας έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ' αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι πού άθελά σου φουντάρισες, ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα...
Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! Άργησε φέτος, όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ' όλα τα λιμάνια του κόσμου...
Όλα άργησαν για σένα φέτος. Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό.
Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι.
Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτό είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια, τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα 'χουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά.
Αδελφέ μας ποιητή!
Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός... Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι, που πλέει αλάργα χωμένο στο πούσι, αν βρει τη ρότα του θα μας πάρει.
Για κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο, από τα μάτια μας, θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ' της θάλασσας τον καθάριο βυθό...»
«Αντίσταση».
Το παρακάτω ποίημα ανήκει σε αυτά που δεν εντάχθηκαν σε κάποια ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία αλλά δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα.
Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν και εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ' όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ' αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα παν τα ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.
Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα -Ισπανία και Πασιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ' άρματα ζώνεσαι μ' αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δέντρά, μπαίγνιο του ανέμου.
Κι απέ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
(Δημοσιεύτηκε στα "Ελεύθερα Γράμματα"
στις 10 Αυγούστου 1945 στο φύλλο υπ' αριθμόν 14).
- Βιβλιογραφική σημείωση: Το παρατιθέμενο υλικό προέρχεται από τη μελέτη του αείμνηστου λογοτέχνη:
Τάσου Κόρφη (φιλολογικό ψευδώνυμο του αξιωματικού του Π.Ν. Αναστάσιου Ρομποτή), «Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του», Πρόσπερος, Αθήνα, 1994.
- Ευχαριστίες οφείλονται στο φίλο Γεράσιμο Ρομποτή για την πολύτιμη βοήθειά του και τις παρατηρήσεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...