BLOG ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΠΛΟΙΑΡΧΩΝ Ε.Ν.

100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία



"Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως "ναυτόπαις" και μπαρκάρει τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος"."

Από τη Βικιπαίδεια



Κι αρχίζει από τότε το μεγάλο ταξίδι. Στα πέλαγα και στην ποίηση.

Τι να πεις για τούτον τον ποιητή; Τι να πει κάποιος που έστω και λίγο υπήρξε ναυτικός;

Ο Καββαδίας κρατά ένα ιδιαίτερο μέρος της καρδιάς. Εκεί που φυλάσσονται τα άγια των αγίων. Και είναι οι στίχοι του ευαγγέλιο, το άλλο ευαγγέλιο των θαλασσινών...



Μαρκόνης υπήρξε ο Καββαδίας. Με τον ασύρματο πάλευε να κρατήσει επικοινωνία.

Και με την ποίηση του να κοινωνήσει όλους μας με νερό θαλασσινό.


FATA MORGANA

Στη Θεανώ Σουνά

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκουρίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γερνά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
'Αγια λαβίδα κι ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στη Πύλη, δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.


Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από τη Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στ' Αμανάτι
κι η τέταρτη είν' εν' αγόρι μ' ένα μάτι.

Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα και τιμόνια και προπέλες.

Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' τη Καντόνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης τ' ασυρμάτου,
και φυλλομετρά το καζαμία.

Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στη κόλαση μπορντέλο.



ΓΥΝΑΙΚΑ

Στον Αντώνη Μωραϊτη

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.


Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.


Ινδικός Ωκεανός 1951

Δυο πράγματα στον κόσμο αυτό αγάπησε πολύ ο Νίκος Καββαδίας:

Τη θάλασσα και τις γυναίκες.

Και είναι η θάλασσα του Καββαδία γυναίκα και οι γυναίκες του ποτισμένες αρμύρα.

Γι' αυτό και οι Καπετάνισσες δεν μπορούν παρά να τον έχουν εικόνισμα και φυλακτό.

Με τους στίχους ανοιχτήκαμε πρώτη φορά στο πέλαγος:

Έβραζε το κύμα του γαρμπή
ήμαστε σκυφτοί κ' οι δυο στο χάρτη·
γύρισες και μου πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπες πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.

Κομπολόι κρατάς από κοράλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου.

Μου 'πες με φωνή ετοιμαθανάτου.
-Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά.

Άλλοτε απ' τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Bé
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά(νω) στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.

Με στίχους δικούς του προσευχηθήκαμε σε ώρα κινδύνου.

ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Στο ημερολόγιο γράψαμε: "Κυκλών και καταιγίς".
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν - Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συχώρεσέ με...Κάποτες όπου 'χα πιει πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιαν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.

Συχώρεσέ με...Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε...ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε...ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει...

Και με Καββαδία κλάψαμε τη μέρα τη στερνή

που αποχωριστήκαμε τη μεγάλη αγαπημένη...



Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
και θα πεθάνω μια βραδυά σαν όλες τις βραδυές
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων


Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφάξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά
ήταν μια λόξα νεανική μα τώρα έχει περάσει

Μα ο εαυτός μου μια βραδυά μπροστά μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
κι αυτό τ' ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρυνές Ινδίες
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

________________________

Σχετικά Αφιερώματα στο blog:

Καββαδίας 33 χρόνια απ'το θάνατό του

Σε στίχους Καββαδία

ΒΙΝΤΕΟ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ

1ο ΜΕΡΟΣ - 2ο ΜΕΡΟΣ - 3ο ΜΕΡΟΣ - 4ο ΜΕΡΟΣ - 5ο ΜΕΡΟΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...

ΔΩΣΤΕ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ!

ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ:


ΤΕΡΜΑ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΑΙΓΜΟ!

ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΩΡΑ!


ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ ΑΕΝ

Οικολογικό Περισκόπιο

10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010: ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΗ



Ο ΟΡΚΟΣ


ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ...


ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟΝ ΖΗΤΗΣΑΝ;


Στα μάτια σας, μας είπαν, βλέπουμε το μέλλον της Ναυτιλίας. (Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, κ. Φικιώρης)

Μα το δικό μας μέλλον αποδείχτηκε κόλαση.

Τώρα τα ίδια τάζουν στα νέα κορίτσια για να τα πείσουν να πάνε στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Αυτές δε θα χρειαστεί να περιμένουν για να ανακαλύψουν την ίδια κόλαση της ανεργίας. Από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αναζητώντας καράβι για πρακτική άσκηση, βρίσκονται αντιμέτωπες με τις κλειστές πόρτες των εταιρειών. Δεκάδες νέες καπετάνισσες κινδυνεύουν να χάσουν το επόμενο εξάμηνο της σχολής γιατί ο Ιούλιος μπήκε και καράβι δε βρήκαν. Πολλές ακόμη αναγκάστηκαν ήδη να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους για τον ίδιο λόγο. Μα κανενός υπευθύνου δεν ιδρώνει το αυτί.

Αντίθετα μας ζητούν να σκεφτούμε το κρουαζιερόπλοιο Ζενίθ και τα διαφυγόντα κέρδη για τον τουρισμό. Την ώρα που οι ναυτεργάτες, γυναίκες και άντρες, βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ. Και απαιτούν να μην απεργούμε, να μην αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας. Είμαστε υποχρεωμένες να μην υπακούσουμε. Το δις εξαμαρτείν δεν αρμόζει ούτε στις γυναίκες. Και ειδικά σε καπετάνισσες.

Ορκιστήκαμε για καπετάνισσες. Όχι για νέες Ιφιγένειες. Και αυτόν τον όρκο θα τιμήσουμε. Καπετάνισσες στη θάλασσα και καπετάνισσες στη ζωή. Με το κεφάλι ψηλά απαιτούμε να τηρηθούν οι υποσχέσεις που μας δόθηκαν. Και να ληφθούν μέτρα ώστε να μη σβήσει ο θεσμός τριάντα χρόνων. Το μέλλον της ναυτιλίας ανήκει και σε μας. Όχι γιατί μας το έταξε ένας υπουργός μα γιατί έχουμε κι εμείς προσφέρει τον ιδρώτα μας για την ελληνική ναυτιλία.

Τώρα όμως με την άρση του καμποτάζ και τον αφανισμό των ελλήνων ναυτεργατών που θα σημάνει, το ΝΑΤ κινδυνεύει να χρεωκοπήσει. Πώς θα πληρωθούν οι συντάξεις σε όσους ναυτεργάτες τόσα χρόνια έδιναν τις εισφορές τους;

Γι' αυτό στον αγώνα κατά της άρσης του καμποτάζ είμαστε όλοι ενωμένοι. Άντρες και γυναίκες. Παλιές και νέες καπετάνισσες. Και είναι ο αγώνας αυτός αγώνας επιβίωσης.

Μη μας ζητάτε λοιπόν να σκεφτούμε το Ζενίθ. Γιατί αυτός που βρίσκεται στο ναδίρ δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει αν αγωνιστεί. Εκτός από τις αλυσίδες του.

Βίρα λοιπόν τις άγκυρες! Κι ας σπάσουν και οι καδένες. Για το μέλλον που ονειρευτήκαμε και δικαιούμαστε μετά από τριάντα χρόνια να ζήσουμε. Την καταξίωση του θεσμού της ελληνίδας καπετάνισσας.

Έτσι τιμούμε εμείς την επέτειο των τριάντα χρόνων από την αποφοίτηση. Με αγώνες!

Εκεί, στον Πειραιά, στο λιμάνι. Που η ακηδία όλων μας ξεμπάρκαρε.

Είναι η ώρα να μας ξαναβρούν μπροστά τους. Και η ώρα να σταματήσουν να ξεγελάν κι άλλες αθώες κοπέλες με κούφιες υποσχέσεις. Η ώρα να βγει ο θεσμός από την κόλαση.

Τριάντα χρόνια μετά ξέρουμε καλά γιατί μας άνοιξαν την πόρτα της ναυτιλίας. Χωρίς καν να το ζητήσουμε εμείς. Τώρα νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να την ξανακλείσουν. Ωραία λοιπόν. Στις δικές τους κλειστές πόρτες απαντάμε με κλειστά λιμάνια. Δίκαιο δεν είναι;

Ή όλοι μαζί στο ζενίθ ή όλοι μαζί στο ναδίρ. Δεν μπορεί η μεν ελληνόκτητη ναυτιλία να είναι πρώτη στον κόσμο και να ανθοφορεί και οι έλληνες ναυτεργάτες να πετιούνται στον καιάδα. 85.000 έλληνες ναυτικοί το 1980, λιγότεροι από 20.000 σήμερα. Μιλάνε οι αριθμοί. Κόντρα στους αριθμούς για τα διαφυγόντα κέρδη από το Ζενίθ και το κάθε Ζενίθ. Και στο κάτω κάτω ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Απαιτούμε λοιπόν από την Πολιτεία να θέσει στο ζενίθ της τον άνθρωπο. Ζητάμε να πάρει πίσω την άρση του καμποτάζ και να θεσμοθετήσει μέτρα στήριξης τόσο των ελλήνων ναυτεργατών όσο και της γυναίκας ναυτεργάτριας.

Ζητάμε πολλά; Όχι! Ζητάμε μόνο να τιμήσουν τα τριάντα χρόνια που χωρίς καμία στήριξη καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό το θεσμό της ελληνίδας καπετάνισσας. Και που παρά τις αντιξοότητες έχουμε σήμερα να καμαρώνουμε αρκετές συναδέλφισσες σε βαθμό υποπλοιάρχου αλλά και πρώτου πλοιάρχου.

Αποδείξαμε πως μπορούμε να σταθούμε ισάξια με τους άντρες συναδέλφους στις γέφυρες των πλοίων. Και δεν ανεχόμαστε άλλο πια ούτε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου μας ούτε και άλλη εκμετάλλευση των γυναικών ναυτικών με στόχο να χτυπηθεί συνολικά το ναυτεργατικό κίνημα. Σας είπαμε, ξέρουμε γιατί μας ανοίξατε την πόρτα. Δε μας κάνατε χάρη.

Μας βάλατε στα καράβια για τον ίδιο λόγο που τώρα βάζετε τους αλλοδαπούς. Χωρίς να νοιάζεστε αν θα τα καταφέρουμε επαγγελματικά. Μας θέλατε το πολύ πολύ για ανθυποπλοιάρχους. Δεν περιμένατε πως θα καταφέρουμε κάτι καλύτερο. Επιδιώκατε να δημιουργήσετε ζευγάρια ναυτικών. Να μένουμε περισσότερο στο πλοίο, να δεχόμαστε μικρότερους μισθούς για να μας ναυτολογήσετε μαζί. Κι όταν τα σχέδιά σας βγήκαν όλα πλάνα, βιαστήκατε να μας κλείσετε την πόρτα. Προτιμώντας τους αλλοδαπούς.

Ε, σας λέμε ότι και αυτό το σχέδιο πλάνη θα βγει. Θα φροντίσουν οι ναυτεργάτες γι' αυτό. Κι εμείς θα σταθούμε δίπλα τους. Δίπλα στο ταξικό ναυτεργατικό κίνημα. Γιατί αυτό και μόνο μας στήριξε αταλάντευτα τριάντα τόσα χρόνια. Αν μη τι άλλο χρωστάμε τώρα να ανταποδώσουμε.

Γιατί αχάριστες οι ελληνίδες καπετάνισσες δεν είναι. Και το ξέρετε. Όπως αγαπήσαμε τα καράβια σας όταν μας δώσατε την ευκαιρία να εργαστούμε , και υπερβάλαμε εαυτούς για να σταθούμε αντάξιες, ίδια τώρα τιμούμε τα τριάντα χρόνια της παρουσίας μας υποστηρίζοντας ολόψυχα τον αγώνα των ναυτεργατών.

Στο κάτω κάτω δε μας αφήσατε άλλο δρόμο. Ο αγώνας των ναυτεργατών είναι η μόνη μας ελπίδα να μη σβήσει ο κλάδος μας. Και να μην πάνε στράφι τριάντα χρόνια προσπάθειας και θυσίας.