BLOG ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΠΛΟΙΑΡΧΩΝ Ε.Ν.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καββαδίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καββαδίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

104 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία

Για το γενέθλιο του ποιητή που χάραξε όσο κανένας άλλος τη ζωή μας:


Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλλονιάς.


Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.





Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα.

Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο.


Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".

Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών.  Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες.





Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ.

Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ' αυτών Αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα "Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη". Το 1945 δημοσίευσε το ποίημα «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία".

Η ασφάλεια του έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής.

Είναι πια 35 χρονών. Και μέχρι τα 65 του που θα κλείσει τα μάτια του θα ζήσει κυρίως στη θάλασσα και ελάχιστα στη στεριά.


 

 Στις 10 Φεβρουαρίου 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο κι ενώ ήταν έτοιμος να μπαρκάρει για μια ακόμη φορά...

Κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο με παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.


Η αγάπη του κόσμου στο Νίκο Καββαδία και το έργο του όχι μόνο δεν έσβησε με το θάνατό του αλλά και συνέχισε αμείωτη μέχρι σήμερα. Απόδειξη της αξίας του ποιητή. Που σαράντα σχεδόν χρόνια από την ώρα που "μπάρκαρε" για στερνή φορά, εξακολουθεί να συγκινεί και σχεδόν όλα τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί.





Αυτή όμως η απήχηση της ποίησής του και μάλιστα σε μελοποιημένη μορφή, δεν είναι  βέβαιο πως επιτρέπει να γνωρίσουμε τον αληθινό Καββαδία. Οι πολλοί μένουν να σιγοψιθυρίζουν διάφορα ρεφρέν του ποιητή της θάλασσας, όπως τον λένε, ή και του Μαραμπού ή του Κόλια που τον αποκαλούν οι πιο κουλτουριάρηδες, μα ούτε ποιος ακριβώς ήταν αυτός ο άνθρωπος γνωρίζουν (πχ ξεχνάνε και τους αρέσει να ξεχνάνε πως υπήρξε πολιτικοποιημένος και όχι ένας απλός ταξιδευτής των γαλάζιων πόντων που σκάρωνε στίχους... ) 

Κατά καιρούς έχουμε αποκαλύψει διάφορες πτυχές του Καββαδία στο παρόν ιστολόγιο και για το οποίο αποτελεί πρόσωπο ιερό και σύμβολο. Αυτή τη φορά, με αφορμή τα 104 χρόνια από τη γέννησή του, θα ανεβάσουμε μια ταινία! Βασισμένη στο σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό  πεζό έργο του: "Λι" και που  γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο "Between the devil and the deep blue sea".  

Δείτε το! Πρόκειται για αριστούργημα: 


________________________

Παραπομπές για το πεζό έργο του Καββαδία: "Λι"

[...] Ο Καββαδίας, από την άλλη, εκδηλώνει με τον δικό του τρόπο το ενδιαφέρον του για τα διεθνή πολιτικά δρώμενα τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία του. Στη νουβέλα με τίτλο Λι γράφει χαρακτηριστικά:

-Εκεί είναι το στενό Boccatigres. Ο ποταμός Πέρλα που σε πάει στη Whampoa, στην Καντώνα. Εκεί χτυπήθηκαν οι δικοί μας με τους άσπρους πριν πολλά χρόνια. Αυτοί είχαν κανόνια. Εμείς κάτι παλιοτούφεκα που μας είχαν πουλήσει οι ίδιοι. Δεν τους πολεμήσαμε τόσο μ’ αυτά. Είχαμε τουφέκι μας τη χολέρα˙ οι περισσότεροι πήγαν από βλογιά. Ήταν νέοι, όμορφοι με ξανθά μαλλιά. Όσοι γλίτωσαν μείναν σημαδεμένοι για όλη τους τη ζωή. Ένας απ’ αυτούς -ένα παιδί- δεν καταδέχτηκε να γυρίσει στο σπίτι του με χαλασμένο πρόσωπο. Έμεινε δω, ντυνόταν κινέζικα, ξέχασε τη γλώσσα του, τραβούσε ρικσά σαν τους κούληδες και δεν έπαιρνε πελάτη ποτέ από τη ράτσα του. Μονάχα Κινέζους.

Το παράθεμα εστιάζει στην πάλη του κινεζικού λαού εναντίον των Βρετανών. Πιο συγκεκριμένα, η ιστορία που διηγείται η Λι, η πρωταγωνίστρια της ομώνυμης νουβέλας, αναφέρεται στον πόλεμο που κήρυξε η Μεγάλη Βρετανία στην Κίνα το 1856 και είναι γνωστός ως Δεύτερος Πόλεμος του Οπίου. Αφορμή γι’ αυτόν τον πόλεμο στάθηκε το γεγονός ότι τον Οκτώβριο του 1856 οι αστυνομικές αρχές της Καντόνας, με την κατηγορία για λαθρεμπόριο οπίου, συνέλαβαν το πλήρωμα τού υπό βρετανική σημαία πλοίου Arrow. Η ενέργεια αυτή των Κινέζων προκάλεσε την οργή των Βρετανών˙ το βρετανικό πολεμικό ναυτικό, συνεπικουρούμενο από τους Γάλλους, προχώρησε ως αντίποινα στο βομβαρδισμό της Καντόνας και τη σχεδόν ολοκληρωτική ισοπέδωσή της 2. [...]

2. Ο Φίλιππος Φιλίππου, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Άγρα, Αθήνα 1996, σ. 101 εκφράζει αντίθετη άποψη, θεωρώντας ότι ο Καββαδίας αναφέρεται στον πόλεμο των Μπόξερς που έγινε το 1898.


_____________________________

[...] Το αφήγημα τούτο, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1987 από τις εκδόσεις Άγρα, φέρει ημερομηνία 25.12.1968, και διηγείται τη σύντομη συνάντηση του αφηγητή με μια μικρή Κινεζούλα, όταν το πλοίο του φούνταρε ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ και περμένανε να το παραδώσουν στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουνε.

Το βιβλίο αυτό είναι και το μόνο απ' όσο γνωρίζω δημιούργημα του Καββαδία που μεταφέρθηκε στον Κινηματογράφο το 1995 με τον τίτλο "Between the devil and the deep blue sea"

Απόσπασμα

[…] Τότε ήρθε στην πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από τη μέση και κάτω. Με κοιτούσε κατάματα. Πάνω στη φτενή κι αδύνατη πλάτη, σ' ένα μαντίλι που οι δύο άκρες του δένονταν κόμπο κάτω απ' το λαιμό της και οι δύο άλλες στη μέση της, βρισκόταν ένα μικρό κινεζάκι, έξι μηνών. Της είπα να μπει. Δρασκέλισε το σκαλοπάτι με χάρη και χωρίς να κρατηθεί πουθενά.

[…] Δε μ' ακολουθούσε σα σκυλί. Πήγαινε δίπλα μου. Κοιτούσε παντού. Δεν έδειχνε σαστιμάρα ούτε θαυμασμό. Όμως καταλάβαινα και τα δύο να δουλεύουν μέσα της, όταν, ξαφνικά καθώς περπατούσε, σταματούσε ανασηκώνοντας τους ώμους σαν να την πέρναγε αλαφρό ηλεκτρικό ρεύμα.

[…] Θα σου πω ένα παραμύθι, ψιθύρισε. Μεγάλο όσο το ποτάμι της Πέρλας.[...]


______________________________





Μαραμπού



ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

ΜΑΡΑΜΠΟΥ



Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...






Αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία στο ραδιόφωνο από 31 Μάη μέχρι 4 Ιούνη - με αφορμή τα 100χρονα από τη γέννησή του

Έτος Νίκου Καββαδία

100 χρόνια από τη γέννησή του

Αφιέρωμα από το Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7 σε συνεργασία με το ΕΚΕΒΙ




Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ποιητή και το 2010 έχει κηρυχθεί «Έτος Νίκου Καββαδία». Ο θαλασσινός ποιητής, ναυτικός, Νίκος Καββαδίας ή «Κόλλιας» γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 σε μια επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες.

Το Νοέμβριο του 1928, έβγαλε το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως "ναυτόπαις" και μπαρκάρισε τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".

Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξίδευε διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα.

Τα πιο σημαντικά του έργα: Μαραμπού (1933), Πούσι (1947), Τραβέρσο (1975), Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier, Βάρδια (1954), Λι (1987), Του πολέμου/Στ' άλογό μου (1987), έμειναν χαραγμένα στη μνήμη και στην καρδιά των Ελλήνων και μεγαλώνουν γενιές σε σχολεία και πανεπιστήμια.

Το Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7 σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου παρουσιάζει από τις 31 Μαΐου μέχρι τις 4 Ιουνίου ένα αφιέρωμα στον σπουδαίο Έλληνα ποιητή. Κάθε ημέρα, από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 10 το βράδυ, το έργο του Νίκου Καββαδία μέσα από το μάτια των ανθρώπων που τον έζησαν, τον μελέτησαν, τον μελοποίησαν και τον τραγούδησαν.

Μιλούν (με αλφαβητική σειρά) Γιώργος Ζεβελάκης (Ερευνητής Λογοτεχνίας), Έλγκα Καββαδία (ανιψιά και κληρονόμος ποιητή), Δημήτρης Καλοκύρης (συγγραφέας-ποιητής), Γιάννης Κοντός (ποιητής), Μαριανίνα Κριεζή (στιχουργός), Μαίρη Μικέ (καθηγήτρια Φιλολογίας Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου), Θανάσης Νιάρχος (συγγραφέας), Σταύρος Πετσόπουλος (εκδότης), Γιώργος Τράπαλης (συγγραφέας-γλωσσολόγος), Διονύσης Τσακνής (τραγουδοποιός), Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας), Αντώνης Φωστιέρης (ποιητής), Τηλέμαχος Χυτήρης (πολιτικός-ποιητής).

Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά) Γιώργος Ανδρέου, Χρήστος Θηβαίος, Γιάννης Κούτρας, Μαρίζα Κωχ, Θάνος Μικρούτσικος, Ελένη Τσαλιγοπούλου, και μαθητές των Αρσάκειων Σχολείων.

Στο ακριβώς κάθε ώρας, ποιήματα του Ν. Καββαδία διαβάζει ο ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης.

Ένα αφιέρωμα που χρωστάμε στον σπουδαίο Έλληνα, στον μεγάλο ποιητή.

Συντονιστείτε και συναντήστε τις θάλασσες, στις οποίες ταξίδεψε ο Νίκος Καββαδίας.

31 Μαΐου – 4 Ιουνίου, 19.00 – 22.00 - στο Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7

Αναλυτικά το πρόγραμμα έχει ως εξής:

31/5: Γ. Ζεβελάκης Α. Φωστιέρης Γ. Ανδρέου Χ. Θηβαίος Ε. Τσαλιγοπούλου

1/6: Γ. Τράπαλης Δ. Τσακνής Φ. Φιλίππου Γ. Κοντός Τ. Χυτήρης Σ. Πετσόπουλος

2/6: Ε. Καββαδία - Μ. Κριεζή - Θ. Μικρούτσικος - Γ. Κούτρας

3/6: Θ. Νιάρχος - Μαθητές Αρσακείου - Μ.Μικέ - Δ. Καλοκύρης

4/6: Από το Αρχείο της ΕΡΑ: «Στου Καββαδία τ’ ανοιχτά» - Μ. Κωχ

Επιμέλεια Αφιερώματος: Μαρίνα Λαχανά, Έλενα Διάκου, Βάνα Δαφέρμου, Κωνσταντίνος Παντζόγλου

______________________________________

Τι αγάπησε ο Καββαδίας


Τι αγάπησε ο Καββαδίας; Τη θάλασσα και τις γυναίκες λέμε εμείς απλοϊκά, γιατί απλοϊκά και με βλέμμα νηπίου προσεγγίζουμε την ποίησή του.

Ας αφήσουμε τώρα τον ίδιο τον ποιητή να μας μαρτυρήσει τι αληθινά αγάπησε. Ίσως έτσι να δούμε επιτέλους και το αληθινό πρόσωπο του ποιητικού σώματος:

ΑΓΑΠΑΩ

Αγαπάω τ' ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.

Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ' ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβοων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.

Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στ' όνειρό τους,
να φανεί απ' τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ' ασπροφτερό τους

Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά - αν ποτέ θα 'ρθουν πίσω
αγαπάω, και θα 'θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω

Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα...
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο - ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ' εμένα.

Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας, μόλις το Μάρτη του 1929. Με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Όταν ο ποιητής είχε μόλις κλείσει τα 19 του χρόνια.

Και άλλο δεν είναι το ποίημα αυτό παρά μια πνευματική διαθήκη, το μυθικό τοπίο που η πένα του θα διαπλεύσει τις επόμενες δεκαετίες και ο καμβάς που θα υφάνει την ποίησή του όλη.

Αυτός είναι ο Καββαδίας. Ο άνθρωπος που αγάπησε ό,τι έκλαιγε, γιατί πολύ απλά του έμοιαζε... Τι καυτό δάκρυ είναι αυτό που ρέει από τον τελευταίο του στίχο...

Και στο ίδιο δάκρυ θα βουτάει ολοζωής τον κονδυλοφόρο του. Λέμε εμείς πως ο Καββαδίας αγάπησε τη θάλασσα. Και ξεχνάμε πως από τα χρόνια των προσωκρατικών είναι ειπωμένο ότι και η θάλασσα από δάκρυα είναι.

Λέμε ακόμη πως αγάπησε τις γυναίκες. Μα τι κρίμα... Δε χάρηκε τη μία και μοναδική γυναίκα πλάι του. Και ανάλωσε εαυτόν στις πολλές και δη στις άλλες γυναίκες, τις γυναίκες των λιμανιών... Μα ποιες άλλες θα μπορούσε ο Καββαδίας να λατρέψει;



Πάρεξ εκείνες τις γυναίκες τι πιο κλαμένες απ' όλες;

Τι αγάπησε λοιπόν ο Καββαδίας; Αγάπησε τον πόνο. Και με τον πόνο υφάδι σκάλισε τους στίχους του και σμίλεψε τα αγάλματα της ποίησής του.

Και τα καράβια; Προφητικά ο ποιητής θα αποκαλύψει σ' αυτό το ποίημα, το γραμμένο πριν ακόμη μπαρκάρει πρώτη φορά, πως αγαπά τα καράβια με ένα δικό του ιδιότυπο τρόπο. Γιατί φεύγουν και δεν ξέρουν καλά αν γυρίσουν.

Έτσι έφυγε κι εκείνος λίγους μήνες μετά. Με την επιθυμία ούτε πια να γυρίσει... μόνο να φεύγει, να ταξιδεύει.

Και τα πρώτα δέκα χρόνια κάνει αυτό ακριβώς. Καμία φροντίδα για οικονομική αποκατάσταση. Είναι τα χρόνια που θα γραφτεί το Μαραμπού και ο ποιητής θα διαβεί οριστικά τις Συμπληγάδες του.

Και από το πρώτο κιόλας ποίημα στο Μαραμπού, αυτό που χάρισε και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, θα μας προϊδεάσει για τον μοναχικό βίο που θα πορευτεί. Ποιητικά μεν αλλά και απροκάλυπτα θα μας εξομολογηθεί γιατί καμιά γυναίκα δε θα μπει επίσημα στο πλευρό του. Κι ας λένε γι' αυτόν οι ναυτικοί και όποιος άλλος.

Κι εκεί που τα χλωμά κορίτσια ζωγράφιζε να καρτερούνε τον ιππότη, γλιστρά ο ίδιος και πιάνει μόνιμη θέση σε ένα φινιστρίνι που αγναντεύει τον απέραντο πόν(τ)ο, τον αρμυρό. Και τη θολή γραμμή των οριζόντων. Εκεί και μόνο αναδύεται η Fata Morgana του. Άυλη και άπιαστη σαν όλα τα όνειρα.

Κι αυτός θα μείνει για πάντα γραπωμένος στο όραμα, καβάλα στο ένα μετά το άλλο καράβι, να την κυνηγά σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Ένα δέντρο γυμνό και ξερό σε έρημο πάρκο...

Τόσο γυμνό όσο και τα άπειρα άνθη που μοσκοβόλισε η ποίησή του στους ανθρώπους. Κι όσο περνά ο καιρός θα μοσκοβολά πιότερο. Σαν που συμβαίνει με τους γνήσιους ποιητές.

Ναι, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς η γέννα της ιδιόρρυθμης ποίησης του Καββαδία. Γιατί το αληθινότερο ποίημα του γνήσιου ποιητή είναι η ίδια του ζωή, όπως έγραψε ένας άλλος μεγάλος, ο Δημήτρης Λιαντίνης.

Ο αυθεντικός μεταπλασμός του πόνου. Όχι μόνο με τις λέξεις μα με πράξεις ζωής. Βιωματικά και έμπεδα.

Αυτός ο αληθινός Καββαδίας. Ένα ηφαίστειο, σαν το Στρόμπολι το αγαπημένο του, που φλογίζεται εντός του και ξερνά λάβα και στάχτες. Έτσι φλογίστηκε και έτσι φώτισε τον κόσμο τούτος ο ποιητής και έτσι κατακάηκε και άφησε τη στερνή πνοή του... όταν και το τελευταίο του δάκρυ στέρεψε. Κι άλλο δε βρήκε ο χάροντας να πάρει.

Κι έμειναν σε μας τα δάκρυά του διαμαντόπετρες να τα τρυγάμε και να μην τον χορταίνουμε.

Για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Καββαδία, οι πατριώτες του

ΑΝΑΔΗΜΟΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΛΟΝΗΤΙΚΟ ΣΑΪΤ

http://www.kefaloniaphotonews.gr/news.asp?id=4480&catid=6&rndid=12012010

100 χρόνια από τη γέννηση του

Νίκου Καββαδία

Επιμέλεια: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΟΥΜΠΟΣ

"Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής

των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,

και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,

χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων."

Ο Νίκος Καββαδίας ανήκει στους ποιητές της γενιάς του 30 που αγνόησαν τις επαναστατικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην ποίηση και παρέμειναν πιστοί στην παράδοση. Τα ποιήματά του έχουν πλαίσιο τη θάλασσα και θέμα τη σκληρή ζωή των ναυτικών. Ωστόσο, για τον Καββαδία, η θάλασσα είναι ένας μαγικός κόσμος από τον οποίο αντλεί δύναμη και αγάπη για τον άνθρωπο.

Χρονολόγιο του Νίκου Καββαδία.

1910: Γεννιέται στη Μαντζουρία από κεφαλλονίτες γονείς.

1914: Η οικογένειά του επιστρέφει στην Ελλάδα, αλλά ο πατέρας του γυρίζει στη Ρωσία και επαναπατρίζεται το 1920.

1921: Εγκατάσταση στον Πειραιά. Φοιτά στο Δημοτικό Σχολείο της Γαλλικής Σχολής και στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Συμμαθητής με τον Τσαρούχη.

1922: Εκδίδει το έμμετρο, μαθητικό περιοδικό "Σχολικός Σάτυρος" γραμμένο από τον ίδιο.

1927: Δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα.

1928: Εγκαταλείπει σπουδές στην Ιατρική και μπαίνει τη βιοπάλη, εξακολουθώντας τη δημοσίευση ποιημάτων στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.

1929: Μπαρκάρει για πρώτη φορά στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".

1930: Ταξιδεύει με το ατμόπλοιο "Πολικός".

1933: Δημοσιεύει τη συλλογή "Μαραμπού".

1939: Παίρνει δίπλωμα ασυρματιστή.

1940: Στο αλβανικό μέτωπο.

1941-1944: Στην κατεχόμενη Αθήνα.

1945: Ασυρματιστής στο επιβατηγό "Κορινθία".

1947: Εκδίδεται η ποιητική συλλογή το "Πούσι" και επανεκδίδεται το "Μαραμπού".

1949: Ασυρματιστής στο "Κυρήνεια".

1953: Παίρνει δίπλωμα ασυρματιστή Α'.

1954: Κυκλοφορεί το πεζογράφημα "Βάρδια".

1959: Η "Βάρδια" κυκλοφορεί στα Γαλλικά.

1961: Επανεκδίδεται το "Μαραμπού" και το "Πούσι".

1968: Ταξιδεύει στην Κεφαλονιά μετά από 35 χρόνια απουσίας.

1973: Επανεκδίδονται οι ποιητικές του συλλογές, ενώ παρουσιάζεται στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

1975: Πεθαίνει από εγκεφαλικό. Εκδίδεται το "Τραβέρσο".

1976: Επανεκδίδεται η "Βάρδια".

1977: Το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας θεσπίζει βραβείο στη μνήμη του.

Ο κόσμος του Καββαδία.

Για τον κόσμο του Καββαδία σημειώνει ο Τάσος Κόρφης:

«... τον βασανισμένο, πικρό κόσμο που άνηβος τσουρμάρει στα καράβια κι απόμαχος συνεχίζει να ταξιδεύει στη μαγεία του μεγάλου οράματος, μοναχικός και αθώος, προσπάθησε να εκφράσει ο Νίκος Καββαδίας στα έργα του.

Ποίηση εδραιωμένη σε ακριβοπληρωμένες εμπειρίες, όπου το πολύμορφο, το πολυποίκιλτο, το φανταιζί πιο εύστοχα αποδίδει την ανθρώπινη ερημιά (όπως εκείνη στα πολυθόρυβα καφενεία ή στους πολυάνθρωπους σταθμούς) και όπου η αλήθεια και το παραμύθι συγχέονται.

Κι ο έμμετρος λόγος, ένα σημαντικό προχώρημα μέσα στην παράδοση, δίνει μια αμεσότητα και μία γενικότητα σ' αυτά τα τραγούδια, τις εξομολογητικές αυτές στιγμές ενός ναύτη: ψήγματα από το πλούσιο χρυσωρυχείο της ζωής του. Ανησυχία, ανθρωπιά, πάθος για ελευθερία.

Και πίσω απ' αυτά ο τεχνίτης, που ξέρει να δουλεύει το στίχο χωρίς να προδίδει τις προθέσεις του. που ξέρει τις κακοτοπιές της επανάληψης, την αρμονία των αντιθέσεων, την ομορφιά των απροόπτων, την πειστικότητα των εικόνων.

Να προβάλει την αλήθεια, την ουσία της ποίησής του μέσα από την ατμόσφαιρα, το διάκοσμο ενός παράξενου, άγνωστου για μας κόσμου, με πολύγλωσσα ονόματα κι αλλόκοτες συνήθειες.

Ο "αμαρτωλός" Νίκος Καββαδίας μας κατακτά με την αθωότητα και τη συνέπεια της ανθρωπιάς του».

Πως γράφτηκε ο «Γκουεβάρα».

Ποιος δεν έχει διαβάσει το επαναστατικό του αυτό ποίημα που φλέγεται από πυρετό και ποιος δεν το 'χει, σε δύσκολες πολιτικές ώρες, μέσα του απαγγείλει για να πάρει κουράγιο από το πάθος και την αλήθεια του;

Το ποίημα αυτό, όπως αναφέρει ο φίλος του εκδότης Θ. Καραβίας, γράφτηκε σε μια από τις παραμονές του στην Αθήνα, στα χρόνια της δικτατορίας. Στη σκληρή κριτική του φίλου του ότι η ποίησή του έμενε στάσιμη στα ίδια μοτίβα και στις ίδιες διαθέσεις, χωρίς να επηρεάζεται από τις δύσκολες, τις δραματικές ώρες που περνούσε ο λαός μας, "Τώρα θα δεις!" του απάντησε. Και σε μια εβδομάδα, όπως είχαν στοιχηματίσει, ο Κόλιας μπήκε κατσούφης, δήθεν στο καφενείο να βρει τον Καραβία

«Τίποτα» είπε. «Δεν έγινε τίποτα».

Σε λίγο, όμως, διακόπτοντας τις επικρίσεις και τις ειρωνείες του φίλου του, έβγαλε δειλά, όπως πάντα, από την τσέπη του ένα χαρτί.

«Για διάβασε αυτό...».

Ήταν ο Γκουεβάρα που μέσα του έκρυβε όλη την πίκρα του για το βασανισμένο μας λαό. Το ποίημα, βέβαια, αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, δε γράφτηκε μέσα στην εβδομάδα του στοιχήματος. Η μορφή του Γκουεβάρα πάντα τον απασχολούσε και θα το είχε μέσα του συνθέσει ή ακόμα και γράψει πολύ πιο πριν.

Κατευόδιο.

Στις 10 Φλεβάρη 1975 έσβησε "εν όρμω" ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύτηκε με μια "σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες" ο ποιητής που σ' όλη του τη ζωή ονειρεύτηκε ένα γαλάζιο τάφο.

Και τα μόνα θαλασσινά λουλούδια που τον συνόδεψαν, τα λόγια ενός ναυτεργάτη, φίλου του στις θάλασσες και στα λιμάνια, του Χρήστου Παντελίδη, ο οποίος ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα, όταν έφηβος πρωτοδιάβασε το "Μαραμπού".

«Αγαπημένε μας, σύντροφε ποιητή!

Ο χτεσινός άνεμος, έφερε σε μας τους ναυτικούς το πιο θλιβερό ραπόρτο... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει, καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσής του Ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι.

Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα, οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές βάφουν τις άγκυρες, τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τη μπουρού. Το σερβέι σε λίγο τελειώνει...

Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο στ' αγαπημένα σου μαραμπού να μη γρυλίζουν πια.

"Αν ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική, εμείς, δε βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε..." μας έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ' αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι πού άθελά σου φουντάρισες, ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα...

Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! Άργησε φέτος, όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ' όλα τα λιμάνια του κόσμου...

Όλα άργησαν για σένα φέτος. Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό.

Αγαπημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι.

Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτό είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια, τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα 'χουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά.

Αδελφέ μας ποιητή!

Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός... Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι, που πλέει αλάργα χωμένο στο πούσι, αν βρει τη ρότα του θα μας πάρει.

Για κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο, από τα μάτια μας, θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ' της θάλασσας τον καθάριο βυθό...»

«Αντίσταση».

Το παρακάτω ποίημα ανήκει σε αυτά που δεν εντάχθηκαν σε κάποια ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία αλλά δημοσιεύθηκαν σε διάφορα έντυπα.

Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν και εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ' όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ' αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.

Γιομάτα παν τα ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.

Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα -Ισπανία και Πασιονάρια.

Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ' άρματα ζώνεσαι μ' αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δέντρά, μπαίγνιο του ανέμου.

Κι απέ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.

(Δημοσιεύτηκε στα "Ελεύθερα Γράμματα"

στις 10 Αυγούστου 1945 στο φύλλο υπ' αριθμόν 14).

  • Βιβλιογραφική σημείωση: Το παρατιθέμενο υλικό προέρχεται από τη μελέτη του αείμνηστου λογοτέχνη:

Τάσου Κόρφη (φιλολογικό ψευδώνυμο του αξιωματικού του Π.Ν. Αναστάσιου Ρομποτή), «Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του», Πρόσπερος, Αθήνα, 1994.

  • Ευχαριστίες οφείλονται στο φίλο Γεράσιμο Ρομποτή για την πολύτιμη βοήθειά του και τις παρατηρήσεις του.

Ταξιδεύοντας με τον Καββαδία


Το τάξαμε στην προηγούμενη ανάρτηση να εξηγήσουμε το ποιητικό μοτίβο του Καββαδία:

Να γράφει ταξιδεύοντας

και όχι να ταξιδεύει γράφοντας.

Και ιδού η απόδειξη. Σας παραθέτουμε μια ιστορία που εντοπίσαμε στο διαδίκτυο:

http://sxeseis.gr/viewthread.php?tid=17623

Γιατρός στο πλοίο.

Ελα γεφυρα!Δωσε μου το Γραμματικο.Ο Δευτερος ειμαι!

-Λεγε μου Μαστρομιχαλη τι εχετε?

-Τιποτα εδώ.Ολα καλα.Ανησυχω για το δοκιμο.Απο τις 4 που τον ειδα πριν κατεβω εχω ανησυχια.Ψηνοταν στον πυρετο και είναι η δευτερη μερα σημερα.

-Κι εγω ανησυχω…μολις σκατζαρεις ανεβα στου μαρκονη.Θα είναι και ο καπετανιος και ο πρωτος.Πρεπει να δουμε τι θα γινει….

Ο δοκιμος εδώ και δυο μερες ψηνοταν στον πυρετο.Πιθανον πνευμονια .Αλλα παλι…..γιατροι ειμαστε?Απο τα οσα εχει ζησει ο καθενας μας προσπαθουσαμε να δωσουμε μια εξηγηση….

Ειχαμε φυγει πριν 4 μερες από Αργεντινη και ανεβαιναμε για Βαλτικη.Λιθουανια. Ο δοκιμος ξαφνικα παρουσιασε πολύ ψηλο πυρετο και παρ όλα τα γιατροσοφια που ειχαμε κανει δεν ελεγε να πεσει.

Ότι σχετικο φαρμακο ειχαμε στο φαρμακειο το δωσαμε αλλα δεν ελεγε να συνελθει. Παντα καποιος ηταν διπλα του να τον προσεχει αλλα και χωρις να μπορουμε να κανουμε κατι….απλα τον κοιταζαμε και ο καθενας προσευχοταν σε ότι πιστευε να πεσει ο πυρετος.

Στις 8 το πρωι ανεβηκα στον ασυρματο. Ηταν ολοι οι αξιωματικοι εκει.Ο μαρκονης προσπαθουσε να παρει ιατρικες οδηγιες από ένα γιατρο καποιου κρουαζιεροπλοιου αλλα κι εκεινος από τοσα μιλια μακρυα τι να πει?Σχεδον αυτά που γραφει ο «Ιατρικος οδηγος πλοιου» που ειχαμε κι εμεις.

-«Γαμω της θαλασσσας τα κερατα» ξεσπασε ο Πρωτος (Κεφαλλονιτης μουτρο και βλαστιμος αλλα με καρδια μικρου παιδιου).Ακλαυτοι παμε! Και του ‘λεγα του μικρου!Βαζε ένα μπουφαν όταν βγαινεις από τη μηχανη! Ακουνε κανεναν?Ολα τα ξερουν τα κωλοπαιδα! Νατα τωρα!Ποιος θα τον κανει καλα?

-«Ελα …να ηρεμησουμε να δουμε τι θα κανουμε» ειπε ο καπετανιος με την ψυχραιμια που τον διεκρινε.

Σαν τι μπορουμε να κανουμε καπεταν Νικο.Οτι ξεραμε το καναμε!Οτι φαρμακο ειχαμε το δωσαμε….τι άλλο να γινει?

-Λιγο πριν από εμας δεν εφυγε το Ρωσικο το ψυγειο που ηταν μπροστα μας για Ευρωπη?ειπε ο Γραμματικος….

-Ναι! Όλα τα Ρωσικα εχουν γιατρο μεσα!!...ειπε ο καπετανιος.Θυμαται κανεις το ονομα του?

-«Βαντιμιρ Κυριλωφ»!!!Το ειδα πολλες φορες και ειμαι σιγουρος πεταχτηκε ο Πρωτος.Αλλα …αυτό είναι ψυγειο…είναι γρηγορο..θα εχει φυγει πολύ μπροστα…

Ο μαρκονης αρπαξε το χειριστηριο και ο καπετανιος το VHF στο 16 και αρχισαν να καλουν!

Τα λεπτα φαινοταν ωρες…καμμια απαντηση….

-Δεν εχουν ακροαση αλλα αμα δεν πιασω επαφη θα πεταξω τον ασυρματο στη θαλασσα πεισμωσε ο μαρκονης.

-Παραμιλουσε ο μικρος συνεχεια σημερα και μεσα στο παραμιλητο του ζηταγε τη μανα του.Ολοι τη μανα μας ζηταμε….κανεναν αλλον λες και δεν εχουμε αλλον ανθρωπο στη ζωη μας…ειπε σχεδον μονολογοτας ο Γραμματικος.

-«Ολοι ρε μας σκεφτονται …μπορει να μας σκεφτονται…..γυναικες παιδια συγγενεις φιλοι ….αλλα μονο η μανα μας είναι μαζι μας στα ταξιδια» ειπε ο Κεφαλλονιτης.

-Να σας πω κατι?...ωρα για τετοιες κουβεντες αλλα να…μιας και το ειπαμε…δεν εχει μανα! ….ειπα σιγα.

-«Δεν εχει?Τοτε?.Λογια του πυρετου?»

-«Ηταν 4 χρονων….στο ναυαγιο του “Lass II” στο Φινιστερο.Ο πατερας του καπετανιος….ειχε και τη καπετανισσα μεσα.Πνιγηκαν κι οι δυο μαζι με αλλους 6. Εμειναν ορφανα αυτος και η αδερφη του 2 χρονων τοτε.

Ειπωθηκαν πολλα τοτε για το ναυαγιο και ακουστηκαν διαφορες ιστοριες στα καφενεια του νησιου μας….ημουν μικρος…δεν θυμαμαι και πολλα..»

-«Θυμαμαι εγω» ειπε ο καπετανιος.

«Όταν ειδε πια ότι δεν υπηρχε ελπιδα σωτηριας εστειλαν το S.O.S και μπηκαν στη βαρκα.Εβαλε την καπετανισσα στη βαρκα και ξαφνικα γυρισε και εφυγε για τη γεφυρα.Θεωρησε τον εαυτο του υπευθυνο που χανοταν το πλοιο και που ειχαν χαθει ανθρωποι μεσα στην κοσμοχαλασια στην προσπαθεια τους να σφραγισουν τα αμπαρια που ειχαν ανοιξει από τα κυμματα Η καπετανισσα τον ειδε και αρπαχτηκε από την ανεμοσκαλα κι ανεβηκε πισω του.

Η βαρκα αρχισε να ανοιγεται.Προσπαθησαν να την φερουν κοντα και τους φωναζαν να κατεβουν…να σωθουν.Δεν γυρισαν πισω.Χαθηκαν μαζι με το καραβι.

Αλλοι ειπαν ότι ανεβηκε να τον πεισει να εγκαταλλειψει το πλοιο.Αλλοι ότι θελησε να παει μαζι του.Μονο εκεινοι ξερουν…

Ξερω όμως ότι τα μεγαλωσε η αδερφη του πατερα τους.Εμεινε ανυπαντρη για να τα μεγαλωσει.Σαν δικα της παιδια.Ειχε ένα δεσμο με ένα παλληκαρι τοτε…στεριανο. Του ζητησε να διακοψουν. «Φτιαξε τη ζωη σου» του ειπε. «Δεν χρωστας τιποτε εσυ,Αξιζεις τα καλυτερα .Εγω θα ταχθω σε ένα σκοπο τωρα.Να τα μεγαλωσω και να τα καμαρωσω όπως οι γονεις τους.Θελω να το κανω!Δεν το παιρνω φορτιο.Καταλαβε με και συγχωρεσε με για τα ονειρα που σου κανω κομματια».

Και εμεινε με τα παιδια.Τα αγκαλιασε,τα ειδε να μεγαλωνουν….Οταν ο Γιωργης της ειπε «Θεια θα παω στη Μηχανικη να γινω ναυτικος» δεν προσπαθησε να τον μεταπεισει. Του ειπε μονο «Να γινεις καλος ναυτικος και να εχεις καλη τυχη σε αυτό που διαλεξες.Η μικρη παντως θα φροντισω να παρει στεριανο»..

Το Γιωργη μολις τελειωσε τη σχολη τον πηρα εγω στην εταιρεια και τον ζητησα στο καραβι.Δεν σας ειπα ποτε τιποτα για να μην εχει ιδιαιτερη μεταχειρηση.Και τωρα που σας το λεω καντε ότι δεν το ακουσατε.Θελω να ψηθει.Χωρις πλατες!Με την αξια του.

Τον παρακολουθω.Βαδιζει καλα.Και ποναω και ανησυχω και δαγκωνω τα χερια μου με λυσσα που είναι αρρωστος και δεν μπορω να κανω κατι.Φοβαμαι……

-«Ξερεις και το άλλο καπετανιε?Η θεια του στο φροντιστηριο που εχει δεν παιρνει λεφτα από τα παιδια που εχουν χασει τον πατερα τους στη θαλασσα.»…συμπληρωσα.

-«Το εχω ακουσει…..κι είναι καμποσα τετοια παιδια στο μερος μας…το ξερεις…»

-«Επιασα επαφη!» φωναξε ο μαρκονης!!!Μη μιλατε για λιγο!...κι αρχισε να χειριζει σαν τρελλος!(Ολοι οι μαρκονηδες εχουν μια δοση τρελλας αλλα αυτή τη στιγμη ο δικος μας τους ξεπερνουσε ολους)!

Στησαμε ολοι αυτι λες και μπορουσαμε να καταλαβουμε μορς!Λες και από τον τονο θα καταλαβαιναμε αν ηταν θετικη ή αρνητικη η αιτηση βοηθειας!

-«Δεχονται να μας βοηθησουν.Μας δινουν το στιγμα τους.Μονο που δεν μπορουν α σταματησουν γιατι είναι χρονοναυλωμενοι.Μονο να κοψουν ταχυτητα να τους προλαβουμε!»

-«Ενταξει! Δωσε μου το στιγμα τους» ειπε ο καπετανιος

Πηραν το στιγμα και εφυγαν για λιγο στο τσαρτρουμ με το γραμματικο. Γυρισαν σχεδον αμεσως.

-«Είναι καπου 200 μιλια μπροστα μας.Λενε θα κοψουν στα 10 μιλια την ωρα . Αν ανοιξουμε εμεις ολη μας την ταχυτητα σε 20 ωρες θα ειμαστε διπλα τους. Πρωτε βγαινουμε από πετρελαια?Θα αντεξει 20 ωρες «πασει δυναμει» η μηχανη?»

-«Καιμε καπου 60 τονους τη μερα .Στο φουλ θα παμε 72 τονους.Μιχαλη εχουμε περισσεμα?»

-«Καπου 20 τονους αλλα εχουμε και 50 τονους ντηζελ.Θα φτασει …θα το κανουμε να φτασει….κολυμπωντας θα το παμε..ζωη παιζεται!

-«ΟΚ λοιπον! «Πασει δυναμει» και Αγιος Νικολας μαζι μας» ειπε ο καπετανιος.

Αμφιβαλλω αν κοιμηθηκε κανεις εκεινες τις 20 ωρες. Ολοι οι μηχανικοι κατεβηκαν κατω να προσεχουν και την παραμικρη λεπτομερεια. Στη γεφυρα επιασε το τιμονι ο γραμματικος και οι δυο ανθυποπλοιαρχοι και καποιες φορες όταν δεν αντεχαν πια και ο ιδιος ο καπετανιος να κερδισουμε και οσο γινοταν από τα ρευματα.

Σε 18 ωρες ημασταν διπλα τους.Ηδη ειχαν κατεβασει βαρκα.Ο γιατρος τους μαζι με έναν αξιωματικο ανεβηκαν στο πλοιο μας.Εφεραν μια τσαντα με διαφορα φαρμακα..

Ο γιατρος στα ματια μας φανταζε σαν θεος!Ενας πολύ σοβαρος και υπερηφανος ανθρωπος.Διεγνωσε βαρια πνευμονια και ξεκινησε την θαραπεια.

Όταν μετα ένα εικοσιτετραωρο ειδε ότι ο Γιωργης αρχισε να συνερχεται μας αφησε φαρμακα και οδηγιες. Ζητησαμε να τον πληρωσουμε.Δεν δεχτηκε.Ουτε κατι παραμικρο σαν δωρο. Κατι ανεφερε στον καπετανιο για «Ιπποκρατη» που δεν καταλαβα καλα.

Όλα τελειωσαν….γυρισε στο πλοιο του και σε λιγες ωρες ειχαν χαθει στον οριζοντα.

Ο Γιωργης σημερα είναι Α΄Μηχανικος. Κι εγω θυμαμαι ακομα το γελαστο προσωπο του γιατρου όταν κατεβαινε την ανεμοσκαλα!"

Ναι, αυτά συμβαίνουν στα καράβια... Και ο κάθε ναυτικός μπορεί να σου πει πολλές παρόμοιες ιστορίες. Και να τα πει και τόσο όμορφα που να πεις "Μπράβο", αυτός είναι ψημένος λογοτέχνης. Αμ, δε... Ένας τέτοιος λογοτέχνης απέχει από τον αληθινό ποιητή όσο και η ιστορία που διαβάσατε με το ακόλουθο ποίημα:


Ο ΛΟΣΤΡΟΜΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΦΑΡΟΕΡ

Μέσα στην πλώρη, στο άχαρο γιατάκι το στενό
ο ναύτης Τζέιμς σε πυρετό βρισκόταν βυθισμένος
έξω εβαρούσε πένθιμην ο αγέρας μουσική
κι ο πόντος άφριζε μουντός βαριά θαλασσωμένος.

Ένα παιδί, λιγότερο κι από είκοσι χρονώ,
κι είχε ένα σπίτι στο χωριό του δίπλα στο ποτάμι
που ώρες μικρός ξεχάνονταν μπρος στη γλαυκή του αχτή
μες στα λιγνά τα χέρια του κρατώντας το καλάμι.

Θα ‘πρεπε, οι ναύτες του ‘λεγαν, να γίνει κηπουρός!
Αυτός εχαμογέλαγε και πάντα είχε στη σκέψη
να πιάσει ταξιδεύοντας μακριά λίγα λεφτά
κι ύστερα πίσω, στο μικρό χωριό του να επιστρέψει.

Στα καπελειά των λιμανιών δεν πήγαινε ποτέ
ούτε ποτέ τον είδανε να μπαίνει στα μπορντέλα.
Όταν οι ναύτες μίλαγαν για τη γυναίκα αισχρά
αυτός κοκκίνιζε ελαφρά σα να ‘τανε κοπέλα.

Και τώρα επέθαινε μακριά πολύ απ’ τον ποταμό.
Με το ‘να χέρι κάτι τι στο στήθος του εκρατούσε
και τα’ άλλο χέρι υψώνοντας κατά τον ουρανό
παρακαλώντας δυνατά τη μάνα του εζητούσε.

Νύχτα! Ο λοστρόμος δίπλα του κι ο καπετάνιος Wills.
Παραμιλούσε το παιδί! «… Είναι ένας άσπρος δρόμος…
… Να και το σπίτι… Η μάνα μου κατηφορίζει… Εδώ…»
Μα ξάφνου βγήκε με βαριά περπατησιά ο λοστρόμος.

(Μεσόκοπος απ’ τα νησιά Φαρόερ, τα βορεινά,
είχε γυρίσει από μικρό παιδί σ’ όλα τα πλάτη.
Μες στα πλατιά είχε στήθια του μια βρωμερή ψυχή
και του ‘χαν βγάλει σ’ ένα bar μια νύχτα το ‘να μάτι.)

Κάποιος εμπήκε! Ανατριχίλα εσκόρπισε παντού!
Μ’ ένα μαβί μεταξωτό μαντίλι στο κεφάλι
και μ’ ένα μαύρο νυχτικό με κόκκινα πουλιά
που το ‘χε κλέψει, μιας Ινδής χορεύτριας στη Βεγγάλη.

Κι εσύρθηκε με βήματ’ αλαφρά προς το παιδί
που γελασμένο απλώνοντας τα χέρια τ’ αχαμνά του
χαμογελώντας χάιδεψε τα ρούχα τρυφερά
και κύλησε προς το φαρδύ ποτάμι του θανάτου…

Μα όταν τα ρούχα πέταξεν αυτός για μια στιγμή,
κι ο πρώτος του ‘πε φεύγοντας να πιάσει βάρδια ωσότου
φτάσουν σε πόρτο, μούτζωσε με μίσος το νεκρό,
και του ‘βρισε με μια φριχτή βλαστήμια το Χριστό του.

Cardiff 3.9.35
s/s “Antzouletta”

Νίκος Καββαδίας


Αυτή είναι η διαφορά... Του πώς βλέπει το ίδιο περίπου περιστατικό ο απλός άνθρωπος και πώς το πλάθει ο ποιητής.

Κι αυτό δείχνει ταυτόχρονα πώς ο ποιητής βομβαρδίστηκε όπως και ο κάθε άλλος ναυτικός από διάφορα συγκλονιστικά βιώματα των καραβιών αλλά δεν περιορίστηκε απλά να τα περιγράψει.

Το αρχικό ερέθισμα πυροδοτεί την ποιητική του δημιουργία, από κει όμως και μετά φοράει τη φορεσιά του ποιητή και κυλάει στο αφρισμένο ποτάμι της ποίησης... Γράφει ταξιδεύοντας. Δεν περιγράφει απλώς όσα έζησε στα ταξίδια του.

Η ποίηση του γίνεται η ίδια ταξίδι. Δεν ακολουθεί σαν υποζύγιο το αληθινό ταξίδι του Καββαδία. Κι εκείνος δεν ταξιδεύει γεμίζοντας απλώς το χρόνο του και την ανία του ταξιδιού του γράφοντας.

Η ποίηση του Καββαδία ΕΙΝΑΙ ταξίδι. Δε λέει απλά για ταξίδια...

Ακολουθεί το χειρόγραφο του ποιήματος όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Η ΛΕΞΗ", αρ. 27, Σεπτ. 1983 και πρόσφατα στο βιβλίο:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΤΙΜΟΝΙΕΡΗ (εκδόσεις ΑΓΡΑ)



Κάντε κλικ στην εικόνα του χειρογράφου για μεγαλύτερη προβολή.




Ο ΑΛΛΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ...





Σαν σήμερα γεννήθηκε, πριν εκατό χρόνια ακριβώς. Ο λόγος για τον θαλασσινό ποιητή, το Νίκο Καββαδία, που ήδη ανεβάσαμε αφιέρωμα για τη γενέθλια μέρα του.

100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία

Αναρωτιέμαι όμως, ξαναδιαβάζοντας το αφιέρωμα, μήπως τον αδικήσαμε τον ποιητή...

Ναι, στο αφιέρωμα αυτό δώσαμε κάποιες φωτογραφίες του, κάποια ποιήματά του που σημαίνουν πολλά για μας σε προσωπικό επίπεδο, και γενικά αποτυπώσαμε τη δική μας αγάπη για το Νίκο Καββαδία. Ο Καββαδίας όμως αισθάνομαι πως μας "ξέφυγε"...

Όπως και το συνήθιζε πάντα. Να φεύγει και να ξεφεύγει. Σαν το νερό που προσπαθείς να εγκλωβίσεις στις παλάμες. Εγκλωβίζεται το νερό; Κι ο Καββαδίας είναι από νερό, νερό θαλασσινό...

Για να σας βγάλω από την πλάνη πως ακολουθώ τη γλυκανάλατη μελό πεπατημένη και πως κινούμαι σε ροζ συννεφάκια του στιλ εμείς οι ναυτικοί που δεν αντέχουμε τη στεριά και άλλα χιλιοειπωμένα, συνειδητά θα παραθέσω το ακόλουθο έστω και αν σοκάρω κάποια πολύ ευαίσθητα μάτια:

Η γυναίκα και η θάλασσα ήταν οι δυο μεγάλες αγάπες του ποιητή και το αποδείκνυε έμπρακτα κάνοντας τατουάζ στο σώμα του με γοργόνες, δράκαινες, άγκυρες και μια καρδιά. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που έστειλε στον συντοπίτη του κεφαλλονίτη καπετάνιο Σπύρο Βανδώρο, στις 20 Δεκεμβρίου 1965:

«Εντύπωση σου 'κανε γιατί στην Κεφαλλονιά ούτε έτρωγα πολύ ούτε πιοτό. Απλώς τα κοινωνούσα. Μάλλον μύριζα τα πάντα. Καθώς συνηθίζω με τις γυναίκες, όχι όλες τις γυναίκες. Τη στιγμή που είναι πρόθυμες να βγάλουν το βρακί τους, έχω την επιθυμία να τις αφήσω και να πάω με κείνες που έχουνε πάντα το βρακί τους στην τσέπη τους ή κάπου ξεχάσει».

Από το Δυτικό Άνεμο και όπως αυτός αναφέρει από το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα, «Νίκος Καββαδίας. Ο δαίμονας χόρευε μέσα του» (εκδόσεις Καστανιώτη).

Κι αν αυτό δίνει το στίγμα της ερωτικής ζωής του Καββαδία, κι αποδεικνύει την υγρή φύση που κυριαρχούσε ως το μεδούλι του, κι όχι μόνο την απλοϊκή τάση για ταξίδια που διακρίνει εν γένει τους ναυτικούς, σε ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε αν εξετάσουμε και τα υπόλοιπα στοιχεία της ζωής του. Φτάνοντας ως και το θάνατό του. Είναι γνωστό πως έφυγε από εγκεφαλικό επεισόδιο κι ενώ σχεδίαζε την επομένη να μπαρκάρει...

Δε στέριωνε πουθενά. Σε διαρκή αναχώρηση και μονίμως υπ' ατμόν. Ακόμη και επαγγελματικά. Ναι, όλοι ξέρουμε πως υπήρξε μαρκόνης. Ασυρματιστής δηλαδή. Μα δεν είναι αυτή ακριβώς η αλήθεια.

Ο Καββαδίας για αλλού ξεκίνησε και αλλού η ζωή τον πήγε. Γόνος πλούσιας οικογένειας, με εφοπλιστική παράδοση, που ξέπεσε οικονομικά στη συνέχεια και ανάγκασε το νεαρό ακόμη Κόλια να πάρει στα χέρια τη ζωή του.

Όχι, δεν ήταν όνειρο η θάλασσα για το Νίκο Καββαδία. Τελειώνοντας το γυμνάσιο στην Ιατρική έδωσε. Πεθαίνει όμως τότε ο πατέρας του και ο Καββαδίας πιάνει δουλειά σε ναυτικό γραφείο. Έτος 1929. Δηλαδή στα 19 του...



Ο Νίκος Καββαδίας στα 19 του..

Και λίγους μήνες μετά τα παρατάει και φεύγει ναύτης στα καράβια. Ναυτόπαις στην αρχή, μαθητευόμενος δηλαδή ναύτης. Κι ας έγραφε από το δημοτικό ακόμη ποιήματα. Ή και ακριβώς γι' αυτό...

Μπάρκαρε και ξεμπάρκαρε και αδέκαρος διαρκώς ήταν εκείνα τα πρώτα χρόνια στη θάλασσα ο ποιητής. Ναύτης πάντα, τιμονιέρης και σκάπουλος και σε όλα τα άλλα πόστα που δουλεύουν οι ναύτες. Όχι με χέρια καθαρά στον Ασύρματο.

Και χωρίς να ξέρει ούτε ο ίδιος τι ακριβώς θέλει. Λένε πως στόχευε να γίνει καπετάνιος. Άφησε όμως τα χρόνια να περνούν και στο τέλος αναγκάστηκε να γίνει Μαρκόνης. Στα 1939. Τότε μόνο ο Καββαδίας νοιάστηκε για την επαγγελματική του αποκατάσταση.

Μα ήρθε ο πόλεμος και ο ποιητής βρέθηκε να πολεμάει αρχικά στην Αλβανία και αργότερα να βολοδέρνει ξέμπαρκος στα χρόνια της Κατοχής στην Αθήνα. Εκεί και μπλέκει στην Αντίσταση και παίρνει ενεργά μέρος. Κι είναι αυτή η πλευρά του επίσης άγνωστη στους πολλούς. Πως ο Νίκος Καββαδίας έλαβε μέρος στο ΕΑΜ και αργότερα αντιμετώπισε πρόβλημα με την ασφάλεια καθώς του έμεινε η "ρετσινιά" του αριστερού. Με περιοριστικούς όρους τον άφηναν πάντα να μπαρκάρει...

Ασυρματιστής πια. Και μέχρι το 1974, τρεις μόλις μήνες πριν λύσει κάβους για το μεγάλο ταξίδι. Στις 10 Φλεβάρη του 1975.

Κι όμως ποτέ δε βγήκε ο Καββαδίας να το παίξει ήρωας και αγωνιστής και θύμα πολιτικών διώξεων. Ίσως επειδή πραγματικά ήταν. Και ήταν ως το τέλος:

Η μαρτυρία του Χριστόφορου Παπανικολάτου, συνταξιούχου αρχιθαλαμηπόλου, ρίχνει φως στη στάση του Καββαδία στη δικτατορία, καθώς τονίζει ότι είχαν φυγαδεύσει πολλούς στο εξωτερικό, με το «Απολλωνία»:

«Ερχονταν στο καράβι μεταμφιεσμένοι. Και μου 'λεγε ο Καββαδίας: Φαρσινέ, έχουμε να παραλάβουμε ένα "πρόσωπο", έναν "επισκέπτη" απόψε και κλείστον στα "κάτεργα" (στα αμπάρια).

Και όταν το πλοίο αναχωρούσε και ερχόταν πάλι η νύχτα και οι μυστικοί ασφαλίτες του καραβιού πήγαιναν για ύπνο, τους ανέβαζα σε μια καμπίνα, σε σημείο απόμερο, κι έλεγα στο θαλαμηπόλο: "Είναι κάποιος άρρωστος μέσα σ' αυτή την καμπίνα, να μην μπαίνει κανείς", και μετά στη Γένοβα ή στη Μασσαλία κατέβαιναν κι έφευγαν...».

Αυτό το πρόσωπο του ποιητή, του πολιτικού Καββαδία, λίγο έως ελάχιστα είναι γνωστό. Βολεύει καλύτερα να τον ακούμε μελοποιημένο να χορεύει στο φτερό του Καρχαρία και να διοπτεύει το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά ή το πολύ πολύ να κουβεντιάζει με το Γουίλι το μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί.

Κι όμως δεν είναι αυτός ο Νίκος Καββαδίας. Δεν είναι ένας ακόμη ναυτικός ή έστω ένας ναυτικός που έγραψε και ωραία ποιήματα. Αντίθετα είναι ο ποιητής που δεν μπόρεσε η στεριά να κρατήσει, γιατί δε χώραγε στο βάλτο της ρουτίνας και της νοικοκυρεμένης ζωής. Και ο ίδιος στο Τραβέρσο θα γράψει σε τρίτο μεν πρόσωπο μα τελείως αυτοβιογραφικά:

Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.

Γι' αυτό ανοίγεται στη θάλασσα. Στην απεραντοσύνη της. Φεύγει διαρκώς. Από την αρχή της ζωής του και ως το τέλος. Και πουθενά ρίζες και στασιμότητα. Αναχωρεί και αναζητεί. Τι;

Δύσκολο να το απαντήσεις εκτός κι αν είσαι ποιητής. Τότε μόνο θα νιώσεις τι έψαχνε σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης και αλλάζοντας διαρκώς γυναικείες αγκαλιές αυτό το παράξενο μαραμπού... Που τόσα λέγανε γι' αυτόν ακόμη και οι ναυτικοί που είχαν την τιμή να τον κρατήσουν για λίγο κοντά τους. Και πικρόχολα θα τους απαντήσει ο Καββαδίας:

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Λέει και άλλα το ποίημα. Μα λέει την αλήθεια; Τη λέει. Μόνο που τη λέει ποιητικά. Και ποιητικά και πάλι μπορεί κανείς να την προσεγγίσει.

Όχι, ο Καββαδίας δεν είναι για να τον αναλύεις και να τον ερμηνεύεις. Μόνο για να τον ταξιδεύεις. Ακολουθώντας το μοτίβο που κι εκείνος επέλεξε για να τραγουδήσει τους στίχους του:

Να γράφει ταξιδεύοντας

και όχι να ταξιδεύει γράφοντας.

Μένει αυτό να το εξηγήσουμε με συγκεκριμένο παράδειγμα στην επόμενη ανάρτηση...

Καββαδίας. 33 χρόνια από το θάνατό του

10 Φλεβάρη του 1975.


Ο αγαπημένος ποιητής των θαλασσινών, ο Νίκος Καββαδίας, φεύγει για το αιώνιο ταξίδι...


Πηγή Φωτογραφίας


Αυτός, που τόσο πόθησε μια μέρα να ταφεί, σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, είχε ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ, και μια κηδεία σαν των απλών ανθρώπων τις κηδείες. "Αυτό που φοβόμουν έγινε", ήταν τα τελευταία του λόγια στην αδερφή του Τζένια, σαν κατάλαβε πως έφτασε το τέλος... Στις 10 Φλεβάρη του 75, χτυπημένος από εγκεφαλικό κι ενώ λογάριαζε την άλλη μέρα να μπαρκάρει.

Ο Καββαδίας υπήρξε για μένα ο πιστός σύντροφος στα χρόνια που ταξίδεψα. Κι ας ήταν πια εκείνος φευγάτος για πάντα. Τον τραγουδούσα στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας, στις αβάσταχτες ώρας της μοναξιάς, στις ώρες που ανοίγανε τα εφτά στόματα της θάλασσας κι η λογική έλεγε "πως όλα τέλειωσαν"...

10 Φλεβάρη του 75 ταξίδεψε εκείνος για πάντα.

19 Φλεβάρη του 1982, εφρά χρόνια αργότερα, λίγο έλειψε να πάρω κι εγώ το δρόμο του. Κι εκείνη την ώρα, σύντροφος και πάλι ο δικός του λόγος:


Δεν ξέρω τι είναι για τους άλλους ο Καββαδίας. Ξέρω μόνο πως για μένα έχει φωλιάσει στα τρίσβαθα της ψυχής μου, σε κείνα τα απάτητα μέρη που μόνο ο μεγάλος κίνδυνος ανοίγει την πόρτα τους. Κι ό,τι εκεί λάβει θέση, γίνεται ένα μαζί σου και ρέει στις φλέβες σου αξεχώριστο για πάντα με το αίμα και τη σκέψη σου. Το ποίημά του που εκείνη τη μέρα του Φλεβάρη ήρθε να γλυκάνει τη λαχτάρα μπρος στο θάνατο, αφιερώνω στη μνήμη του:


ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Στο ημερολόγιο γράψαμε: "Κυκλών και καταιγίς".
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν - Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συχώρεσέ με...Κάποτες όπου 'χα πιει πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιαν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.

Συχώρεσέ με...Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε...ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε...ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει...

Δείτε τα βίντεο - αφιερώματα στο Νίκο Καββαδία,

από την εκπομπή του Άλφα "Μηχανή του χρόνου":



ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το Homa Educandus, και γράφτηκε από τη ΔΑΝΑΗ.

ΔΩΣΤΕ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ!

ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ:


ΤΕΡΜΑ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΑΙΓΜΟ!

ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΩΡΑ!


ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ ΑΕΝ

Οικολογικό Περισκόπιο

10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010: ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΗ



Ο ΟΡΚΟΣ


ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ...


ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟΝ ΖΗΤΗΣΑΝ;


Στα μάτια σας, μας είπαν, βλέπουμε το μέλλον της Ναυτιλίας. (Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, κ. Φικιώρης)

Μα το δικό μας μέλλον αποδείχτηκε κόλαση.

Τώρα τα ίδια τάζουν στα νέα κορίτσια για να τα πείσουν να πάνε στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Αυτές δε θα χρειαστεί να περιμένουν για να ανακαλύψουν την ίδια κόλαση της ανεργίας. Από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αναζητώντας καράβι για πρακτική άσκηση, βρίσκονται αντιμέτωπες με τις κλειστές πόρτες των εταιρειών. Δεκάδες νέες καπετάνισσες κινδυνεύουν να χάσουν το επόμενο εξάμηνο της σχολής γιατί ο Ιούλιος μπήκε και καράβι δε βρήκαν. Πολλές ακόμη αναγκάστηκαν ήδη να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους για τον ίδιο λόγο. Μα κανενός υπευθύνου δεν ιδρώνει το αυτί.

Αντίθετα μας ζητούν να σκεφτούμε το κρουαζιερόπλοιο Ζενίθ και τα διαφυγόντα κέρδη για τον τουρισμό. Την ώρα που οι ναυτεργάτες, γυναίκες και άντρες, βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ. Και απαιτούν να μην απεργούμε, να μην αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας. Είμαστε υποχρεωμένες να μην υπακούσουμε. Το δις εξαμαρτείν δεν αρμόζει ούτε στις γυναίκες. Και ειδικά σε καπετάνισσες.

Ορκιστήκαμε για καπετάνισσες. Όχι για νέες Ιφιγένειες. Και αυτόν τον όρκο θα τιμήσουμε. Καπετάνισσες στη θάλασσα και καπετάνισσες στη ζωή. Με το κεφάλι ψηλά απαιτούμε να τηρηθούν οι υποσχέσεις που μας δόθηκαν. Και να ληφθούν μέτρα ώστε να μη σβήσει ο θεσμός τριάντα χρόνων. Το μέλλον της ναυτιλίας ανήκει και σε μας. Όχι γιατί μας το έταξε ένας υπουργός μα γιατί έχουμε κι εμείς προσφέρει τον ιδρώτα μας για την ελληνική ναυτιλία.

Τώρα όμως με την άρση του καμποτάζ και τον αφανισμό των ελλήνων ναυτεργατών που θα σημάνει, το ΝΑΤ κινδυνεύει να χρεωκοπήσει. Πώς θα πληρωθούν οι συντάξεις σε όσους ναυτεργάτες τόσα χρόνια έδιναν τις εισφορές τους;

Γι' αυτό στον αγώνα κατά της άρσης του καμποτάζ είμαστε όλοι ενωμένοι. Άντρες και γυναίκες. Παλιές και νέες καπετάνισσες. Και είναι ο αγώνας αυτός αγώνας επιβίωσης.

Μη μας ζητάτε λοιπόν να σκεφτούμε το Ζενίθ. Γιατί αυτός που βρίσκεται στο ναδίρ δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει αν αγωνιστεί. Εκτός από τις αλυσίδες του.

Βίρα λοιπόν τις άγκυρες! Κι ας σπάσουν και οι καδένες. Για το μέλλον που ονειρευτήκαμε και δικαιούμαστε μετά από τριάντα χρόνια να ζήσουμε. Την καταξίωση του θεσμού της ελληνίδας καπετάνισσας.

Έτσι τιμούμε εμείς την επέτειο των τριάντα χρόνων από την αποφοίτηση. Με αγώνες!

Εκεί, στον Πειραιά, στο λιμάνι. Που η ακηδία όλων μας ξεμπάρκαρε.

Είναι η ώρα να μας ξαναβρούν μπροστά τους. Και η ώρα να σταματήσουν να ξεγελάν κι άλλες αθώες κοπέλες με κούφιες υποσχέσεις. Η ώρα να βγει ο θεσμός από την κόλαση.

Τριάντα χρόνια μετά ξέρουμε καλά γιατί μας άνοιξαν την πόρτα της ναυτιλίας. Χωρίς καν να το ζητήσουμε εμείς. Τώρα νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να την ξανακλείσουν. Ωραία λοιπόν. Στις δικές τους κλειστές πόρτες απαντάμε με κλειστά λιμάνια. Δίκαιο δεν είναι;

Ή όλοι μαζί στο ζενίθ ή όλοι μαζί στο ναδίρ. Δεν μπορεί η μεν ελληνόκτητη ναυτιλία να είναι πρώτη στον κόσμο και να ανθοφορεί και οι έλληνες ναυτεργάτες να πετιούνται στον καιάδα. 85.000 έλληνες ναυτικοί το 1980, λιγότεροι από 20.000 σήμερα. Μιλάνε οι αριθμοί. Κόντρα στους αριθμούς για τα διαφυγόντα κέρδη από το Ζενίθ και το κάθε Ζενίθ. Και στο κάτω κάτω ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Απαιτούμε λοιπόν από την Πολιτεία να θέσει στο ζενίθ της τον άνθρωπο. Ζητάμε να πάρει πίσω την άρση του καμποτάζ και να θεσμοθετήσει μέτρα στήριξης τόσο των ελλήνων ναυτεργατών όσο και της γυναίκας ναυτεργάτριας.

Ζητάμε πολλά; Όχι! Ζητάμε μόνο να τιμήσουν τα τριάντα χρόνια που χωρίς καμία στήριξη καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό το θεσμό της ελληνίδας καπετάνισσας. Και που παρά τις αντιξοότητες έχουμε σήμερα να καμαρώνουμε αρκετές συναδέλφισσες σε βαθμό υποπλοιάρχου αλλά και πρώτου πλοιάρχου.

Αποδείξαμε πως μπορούμε να σταθούμε ισάξια με τους άντρες συναδέλφους στις γέφυρες των πλοίων. Και δεν ανεχόμαστε άλλο πια ούτε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου μας ούτε και άλλη εκμετάλλευση των γυναικών ναυτικών με στόχο να χτυπηθεί συνολικά το ναυτεργατικό κίνημα. Σας είπαμε, ξέρουμε γιατί μας ανοίξατε την πόρτα. Δε μας κάνατε χάρη.

Μας βάλατε στα καράβια για τον ίδιο λόγο που τώρα βάζετε τους αλλοδαπούς. Χωρίς να νοιάζεστε αν θα τα καταφέρουμε επαγγελματικά. Μας θέλατε το πολύ πολύ για ανθυποπλοιάρχους. Δεν περιμένατε πως θα καταφέρουμε κάτι καλύτερο. Επιδιώκατε να δημιουργήσετε ζευγάρια ναυτικών. Να μένουμε περισσότερο στο πλοίο, να δεχόμαστε μικρότερους μισθούς για να μας ναυτολογήσετε μαζί. Κι όταν τα σχέδιά σας βγήκαν όλα πλάνα, βιαστήκατε να μας κλείσετε την πόρτα. Προτιμώντας τους αλλοδαπούς.

Ε, σας λέμε ότι και αυτό το σχέδιο πλάνη θα βγει. Θα φροντίσουν οι ναυτεργάτες γι' αυτό. Κι εμείς θα σταθούμε δίπλα τους. Δίπλα στο ταξικό ναυτεργατικό κίνημα. Γιατί αυτό και μόνο μας στήριξε αταλάντευτα τριάντα τόσα χρόνια. Αν μη τι άλλο χρωστάμε τώρα να ανταποδώσουμε.

Γιατί αχάριστες οι ελληνίδες καπετάνισσες δεν είναι. Και το ξέρετε. Όπως αγαπήσαμε τα καράβια σας όταν μας δώσατε την ευκαιρία να εργαστούμε , και υπερβάλαμε εαυτούς για να σταθούμε αντάξιες, ίδια τώρα τιμούμε τα τριάντα χρόνια της παρουσίας μας υποστηρίζοντας ολόψυχα τον αγώνα των ναυτεργατών.

Στο κάτω κάτω δε μας αφήσατε άλλο δρόμο. Ο αγώνας των ναυτεργατών είναι η μόνη μας ελπίδα να μη σβήσει ο κλάδος μας. Και να μην πάνε στράφι τριάντα χρόνια προσπάθειας και θυσίας.