BLOG ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΠΛΟΙΑΡΧΩΝ Ε.Ν.

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ - διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα


Μια άλλη Καπετάνισσα θα παρουσιάσουμε σήμερα στο blog. Μια καπετάνισσα της λογοτεχνίας και ηρωίδα στο βιβλίο του Ανδρέα Καρκαβίτσα ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ. Και μπορεί να μην είναι Καπετάνισσα σαν αυτές που φιλοξενεί αυτό το ιστολόγιο, μα όταν διαβάσετε το κείμενο θα βρείτε πολλές ομοιότητες...



Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ

του ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ

Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γλήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί, για να παινέψουν το γαμπρό, έλεγαν:

- Καλόγνωμος σαν τον καπετάν-Παλούμπα.

Οι ναυτικοί, όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι:

- Καλοτάξιδο σαν τη γολέτα του καπετάν-Παλούμπα.

Κι οι νέοι, όταν μιλούσαν για την αγαπητικιά τους:

- Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν-Παλούμπα.

Ήταν φημισμένος σε όλα τα Δωδεκάνησα αυτός και το έχει του.

- Τήρα καλά, κακομοίρη: την καπετάνισσα και τα μάτια σου! μου είπε όταν την έφερε στη γολέτα νύφη. Δεν ξέρεις, καλό παιδί, πόσο την αγαπώ!... Τρέμω να την αφήσω μοναχή και να φύγω.

Ε, καλά! Και ποιος δεν το ήξερε; Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο καπετάν-Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτεί. Το αποφάσισε – όχι, ψέματα είπα. Η τύχη το έφερε. Εκεί που γύριζε σε κάποιο νησί, είδε άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια πάνα σηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή αλλιώς κι αλλιώτικα. Η ματιά της κόρης χτύπησε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού και πήδηξε κεφαλόβρυσο το αίσθημα. Το λυγερό κορμί, που έφευγε λαυράκι στα νερά, ξάφνισε τα νεύρα του· και το γέλιο, που απέμενε οκνό στον αέρα, τον τύλιξε σε πόθους και σε όνειρα.

Δε χασομερίζει· βάνει τα γιορτινά του, τη φουφουλοβράκα τσακιστή ανεμιστή, γαλάζες κάλτσες, μυτερά παπούτσια· ζώνει στη μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι, περνά το κεντητό γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στο πλευρό το τουνεζίνικο φέσι και τρέχει στο σπίτι της Λενιώς. Πριν όμως πατήσει στη βάρκα, πισωγυρίζει και κρεμά στην αριστερή μασχάλη χρωματιστό μεταξομάντιλο, και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Το ένα γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς σημάδι.

- Γεια σας κι ήρθα, λέει της γριάς. Είμαι ο καπετάνιος της «Κυραδέσποινας», που άραξε προχτές στο νησί σας. Τ’ όμορφο καράβι θέλει κι όμορφη καπετάνισσα. Ήρθα να πάρω το Λενιώ γυναίκα μου. Αν είναι με το θέλημα του Θεού και την ευκή σου, αύριο τη στεφανώνω.

- Καλώς ήρθατε και καλώς κοπιάσατε, σαν τον καλόν το χρόνο, απάντησε η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί.

Ήταν έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη ζωή, από τα μικρά της χρόνια χήρα. Βουτηχτής ο άντρας της, καθώς ανέβαινε με το δίχτυ του γεμάτο, τον έκοψε το σκυλόψαρο στα δύο, σαν πράσο. Άφησε πεντάρφανο το κορίτσι του. Εκείνη πάλεψε με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρουφαλίτσα πρόσχαρη τη Λενιώ.

Δεν έλεγε όμως ποτέ να της δώσει άντρα γέροντα. Ούτε και διάβαινε στο νου της τέτοιο κακό. Όταν συχνά πυκνά συλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό παλικάρι χρόνων είκοσι, με μουστάκι μαύρο, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ, απαράλλαχτο σαν το Μακεδόνα που βάζουν στην πλώρη τους πολλά καράβια. Αλλά τώρα, μόλις είδε τον καπετάν-Παλούμπα, καλοδέματον αληθινά, πάντα όμως ψαρομάλλη, ταμπακορούφη, σαλιάρη και τέλος γέροντα, δε δίστασε να δώσει αμέσως το λόγο της. Γέροντας, σου λέει, μα καπετάνιος· και καπετάνοι δε βρίσκονται κάθε μέρα στο νησί!

Ο καπετάν-Παλούμπας στεφανώθηκε τη Λενιώ, και μόλις έφτασε στη Σύρα, ολάκερο βίο ξόδεψε για τα στολίδια της.

- Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! Να τα φορείς να χαίρεσαι, της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνια όταν την είδε λαμπροστολισμένη σαν τη Λιογέννητη. Αν δε σου φτάνουν αυτά, σου παίρνω κι άλλα. Κι αν δεν αρκούν και κείνα, πουλώ και τη γολέτα μου, να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά.

Εκείνη δεν είπε τίποτα, παρ’ απόμεινε κοιτάζοντας τα φανταχτερά ρούχα της. Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και όταν αργά σήκωσε τα μάτια πάνω του, το πικρό χαμόγελό της δεν ήθελε να ειπεί αν έβγαινε απρόθυμη από το νησί, ή ότι της δώσαν άντρα γέροντα.

Μέσα στη γολέτα ήμαστε όλοι κι όλοι εξ νομάτοι. Ο καπετάνιος με το γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και δυο ναύτες Μυκονιάτες. Άλλος κανείς. Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος Ζούμπερος, ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή και στόλος της όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορυφή, κατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζει δροσερό, μεταξωτό επάνω σε μελαχρινό κεφαλοκόλονο. Είχε τα μπράτσα δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το βλέμμα. Αν τον έβλεπε η γρια-μάνα της Λενιώς, βέβαια θα γνώριζε τον ονειρεμένο της γαμπρό.

Τον είδε όμως η κόρη. Τον είδε και τον γνώρισε για φαντασιά της μάνας της, μπορεί και για στοχασμό δικό της. Έβγαλε αμέσως τα μεταξωτά, έκλεισε τα χρυσαφικά σ’ ένα κοχυλοστόλιστο κουτάκι κι έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο μεσοφόρι και τον άσπρο σάκο της.

Ωιμέ, τ’ ήταν εκείνο! Τι πλάσμα ήταν εκείνο που έπεσε, δώρο τ’ ουρανού ή του κυμάτου γέλασμα, στο άχαρο σκαφίδι μας! Άλλαξε αμέσως η έρμη ζωή του ναύτη. Το καράβι έγινε σπίτι της. Από την αυγή ως το βράδυ το γύριζε, το στόλιζε, το περιποιόταν σα νοικοκυριό της. Ανέβαινε στο κάσαρο, κατέβαινε στην πλώρη, συγύριζε τα φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο τσιμπούκι να δέσει μαζί μας τους φλόκους.

Τι ήθελες και δεν έκανε του καθενός; Ποιος είχε ράψιμο να του ράψει· ποιος μπάλωμα να τον μπαλώσει· ποιος είχε λύπη στην καρδιά να τη σηκώσει με το δροσάτο γέλιο της, με το γλυκόλογό της. Πουλάκι, θαρρείς, αγαπησιάρικο και ομορφόπλουμο, πέταξε από τα δέντρα της παράδεισος στην κούρνια μας, και με το φτερούγισμα, με τον κελαηδισμό του, άπλωσε βάλσαμο στις τυραννισμένες ψυχές, ανάδωσε τη χαρά, πλανεύτρα την ελπίδα, τον πόνο και το μόχθο άβλαβα και ποθητά.

Έφευγε η μαρτιάτικη μέρα γοργή σα διάνεμα. Ερχόταν η αυγή και λέγαμε: ποτέ να μη νυχτώσει! Νύχτωνε και λέγαμε: πότε θα ξημερώσει; Την ημέρα όλοι μαζί, χαρά, τραγούδι, γέλια. Τη νύχτα μοναχός καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ένας τ’ αλλουνού απόφευγε το συναπάντημα, παραξηγούσε το βλέμμα, με τον παραμικρό λόγο άπλωνε το χέρι στο λάζο, σα να τον είχε αντίδικο. Κάθε χαραυγή το μάτι ανυπόμονο γύριζε στου καπετάνιου την κάμαρη, λες κι ήταν σημάδι τ’ ουρανού να δείξει τον καιρό της ημέρας.

Και όταν τέλος χάραζε στο κεφαλόσκαλο το κόκκινο μεσοφόρι κι έχυνε στο κατάστρωμα του κρεβατιού τη ζεστασιά, του θηλυκού το μόσκο και της νυχτιάς τα μυστικά, αλί στους ταύρους και τα κόκκινα μεσοφόρια!

Άξαφνα ο ουρανός συγνέφιασε. Όχι ο ουρανός ψηλά, ο πλατύχωρος θόλος. Εκείνος ξακολουθούσε ολογάλαζος και ηλιολουσμένος τη μέρα, τη νύχτα κοσμοστόλιστος να σκεπάζει το τρυφερό θάμα που έπεσε στη γολέτα μας. Ερωτευμένος, λες, ήταν και κείνος μαζί του κι έβλεπε κι αναγάλλιαζε. Άλλος ουρανός συγνέφιασε· το μέτωπο του καπετάν-Παλούμπα. Η καλογνωμιά της Λενιώς δεν του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του, μα την ήθελε δική του. Ούτε από τον αέρα της δεν χάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην αρχή έκαμε παράπονα, έπειτα την περιόρισε.

- Από την άκρη του κάσαρου δεν έχει να κάμεις βήμα! της είπε ορθά κοφτά.

Και για να βάλει σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά τους κουβάδες ένα καραβόπανο. Χωρίστηκε έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η κόλαση· εκεί παράδεισος. Εκείνη θύμωσε.

- Παλιόγερε! ψιθύρισε πεισματικά. Παλιόγερε! με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντεύεις να με κάνεις κουρούνα με τις γκρίνιες σου!

Και λύθηκε στα δάκρυα. Μα δε βάσταξε πολύ. Σε λίγο πάλι τα γέλια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι απ’ άκρη σ’ άκρη στο κατάστρωμα. Το μεσοτοίχι που πίστεψε ακλόνητο εκείνος, έγινε μαγνάδι στη θέληση της γυναίκας. Την κονταυγή, όταν ο καπετάνιος ξενυχτισμένος βαρυροχάλιζε στην κάμαρη, ξέφευγε αχτίνα από το πλευρό του κι ερχότανε να πλύνει μαζί μας το κατάστρωμα.

Ωχρόδροση σαν αυγινή μοσκιά, με τα χρυσόμαλλα κυματιστά στον άνεμο, με τον άσπρο σάκο αφρόντιστα κουμπωμένο και το κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, τσαλαβουτούσε στα νερά κι έτριβε τα σανίδια ξαναμμένη, τρελή. Μέσα στα σμιχτά φορέματα το λυγερό κορμί, λαχταριστό κι ολότρεμο, έδενε την ψυχή μας. Κάτω από τα χυτά μαρμαροτράχηλα ανάτελνε αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το μεσοφούστανο – π’ ανάθεμά το! – οι γάμπες τορνευτές, τα τριανταφυλλένια ακροδάχτυλα, έφευγαν περιστέρια στο νερό. Εκείνη όμως, αδιάφορη, έτριβε με πάθος τα σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο:

- Ε, καλό γραμματικούδι! Δε με παίρνετε μούτσο σας;

Και ξεχνιότανε κοιτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κι έτρεχε να κολλήσει σε γλυκόχυμο ανθό. Μα αμέσως, ξαφνιασμένη από το κάμωμά της, «Σουτ!» σφύριζε, βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρα, «Σουτ, μη μας ακούσει ο γέρος!»

Και λέγοντας «Σουτ!» έβαζε κάτι γέλια, κάτι τρελούτσικα, πεταχτά, κυματιστά γέλια, που και νεκρό μπορούσαν να αναστήσουν. Αλλά σε λίγο το γκουχ γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα στην κάμαρη κι η Λενιώ έσβηνε πίσω στο κάσαρο. Έκλεινε τότε η πύλη της παράδεισος κι έμεναν όξω, ταπεινοί και περίλυποι, οι εξόριστοι δαίμονες.

Εδώ ανάτελνε και κει φώτιζε η μέρα. Γέλια εκεί, τραγούδια και μπουζούκια· βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια. Ο μπούφος σφιχτοκρατεί στα νύχια την άδολη τρυγόνα· ελεύθερος αναγυρίζει τα φτερά της· ψηλαφά τους κόρφους, μαδά λυσσάρης τα μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα νεκρά στήθη του. Δε φτάνει πια σε μας παρά το σβησμένο γέλιο της. Το γέλιο που φορτώνει μολύβι την καρδιά, τα αίμα φέρνει στο κεφάλι μας. Έτσι τη συνηθίσαμε πάντα μαζί, που πίστεψε καθένας πως η γυναίκα κείνη ήρθε να σκορπίσει σε όλους τη χάρη της κι όχι σ’ ένα μοναχά. Έτσι, φαίνεται, το συνήθισε και κείνη. Γιατί άξαφνα, εκεί που τριβόταν σαν χαϊδεμένη γάτα κοντά στον καπετάνιο, πεταγόταν απάνω και μέριαζε το καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά:

- Παναγία, βόηθα!... Παναγία, βόηθα!...

Κι ευθύς που δροσόλουζε το καράβι με τη ματιά της, γύριζε πίσω γελαστά κι έλεγε στον τρομαγμένον αφέντη της:

- Τίποτα, καλέ! Τίποτα!... Έλεγα πως ήταν βαπόρι να μας κόψει.

Έτσι ξημερωθήκαμε μια μέρα μπρος στην Καλλίπολη. Να ειπώ την αλήθεια, ξημέρωσε η μέρα κι όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο αρμένιζε ακόμη. Πυκνή καταχνιά πλάκωνε τα Μπουγάζια, κι ούτε θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνο μια στιγμή, μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου φάνηκε ένας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και ψεύτικο! Χρυσό τρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του μιναρέ· έσβηνε και θάμπωνε, έλαμπε κι έσβηνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο πισωπατούσε, μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου ακίνητες, πείσμα έδειχναν και το ξάφνισμα ενού δράκου. Σύντροφοι όμως ήταν και τους κοίταζα με ψυχοπόνια. Μα ζηλιάρα η καταχνιά έσυρε και κει την υγρή σκέπη της, μας ξεμονάχιασε στη γολέτα.

Καθένας έπιασε τώρα τη θέση του. Ο καπετάν-Παλούμπας κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός στο τσιμπούκι· οι άλλοι ναύτες ζερβόδεξα στις κουπαστές· το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ με τον κόχυλα και το γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια.

- Μπου... μπου! Νταγκ... νταγκ-νταγκ!

Σφύριζα μια και δεκαείκοσι απαντούσαν στο σφύριγμά μου. Μπουρούδες εμπρός, καμπάνες πίσω, δεξιά σφυρίχτρες, αριστερά μας σήμαντρα. κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα λαρύγγια δε βροντοφωνούσαν άλλο, με κάθε τρόπο, βραχνά, παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή:

- Σταθείτε! Φυλαχτείτε! Μη και τρακάραμε!

Όλοι το έλεγαν και το ένιωθαν όλοι να πέφτει χιονοβολή στην ψυχή τους. Και μονάχα η καταχνιά, αδιάφορη, επίμενε να συσμίγει τους ατμούς κρύους και να τυλίγει, να τυλίγει τα τόσα τέρατα που βρουχιόνταν περίτρομα στους κόρφους της.

Άξαφνα, βλέπω κάτω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι θαλασσοπούλια πέταξαν λες από την πλώρη μας, απλώθηκαν γραμμή ολότρεμη, ξύρισαν με το φτερό τα νερά, χάθηκαν πέρα σαν μαύρο φίδι μακρύτατο, που φεύγει τη φωτιά. Και ζερβόδεξα, φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, πανιά και ξάρτια καραβιών, που έτρεχαν αιθεροπλανεμένα, θαρρείς, να βρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην καταχνιά μόλις ξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξιδεύουν στο χάος. Έτρεχαν και κείνοι ζερβόδεξα, κοίταζαν ολόγυρά τους, κάτω στα νερά κι απάνω στον αέρα, μην ξεβράσει κακό η θάλασσα και μη βρέξει χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν και φώναζαν και σφύριζαν δαιμονισμένα:

- Σταθείτε!... Φυλαχτείτε!... Μη και τρακάραμε!...

- Μπου... μπου! Νταγκ... νταγκ-νταγκ!

Φυσώ και γω τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας ξετρελαμένος. Σα να φύσηξαν Τρίτωνες στ’ όργανό μου, η καταχνιά σηκώθηκε από τη Ρούμελη. Φάνηκαν τώρα οι πλαγιές πράσινες, τα χτίρια ροδισμένα, τ’ ακρογιάλια γελαστά, κατάγλαυκη η θάλασσα. Ο ήλιος χρυσόθρονος ανέβαινε σπέρνοντας παντού, στο χόρτο και το λιθάρι, στον άμμο και τα νερά, σωρό τις διαμαντόπετρες. τα πλεούμενα με κατάβροχα πανιά φρόντιζαν να πιάσουν τη γραμμή τους. Και κάτω κει, από το στενό της Μάδυτος, πρόβαλε τρεχάτο, σα να έκοψε τις αλυσίδες του, το αράπικο βαπόρι ερχάμενο καταπάνω μας.

Μα η «Κυραδέσποινα» αρμένιζε ακόμη στο σύθαμπο. Γύρω μας, και στην ανατολή αντίκρυ, έστεκε η καταχνιά σκοταδερή, αέρινος Καύκασος, σα να μας είχε πείσμα. Μονάχα δυο τρεις φορές ο ήλιος λόγχισε τ’ αδυνατότερα μέρη κι έδειξε τη φυλακή μας ασημοχρύσωτο κρύσταλλο. Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τα δυο ακρογιάλια. Μα εγώ ξακολουθούσα πάντα να ρίχνω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου βουή και κλάγγασμα στον αλαλαγμό και το θρήνο.

- Μπου... μπου! Νταγκ... νταγκ-νταγκ!

Μια στιγμή κάπως άκουσα ψιθυρίσματα στην πλώρη κατάνακρα. Βάνω τ’ αυτί μου. Ένα γέλιο μικρό, γαργαλιστικό, γνώριμο γέλιο έρχεται να μου παγώσει την καρδιά. Και μια φωνίτσα μασημένη, κελαηδιστή, ακούω να λέει:

- Αχ, τι καλά!... Τι όμορφα... Έτσι πάντα... Έτσι πάντα... Αιώνια έτσι!...

Ήταν η φωνή της καπετάνισσας.

- Γιατί έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η φωνή, τρυφερή και κείνη.

- Για να είμαστε οι δυο μονάχοι, οι δυο μας σ’ όλο τον κόσμο... Και γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τώρα· μεταξοσέντονα με χρυσές ούγες, με δαντελένιες άκρες, με στημόνι από δροσιά. Γύρω κι απάνω και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά, που δεν τα γνώρισε αργαλειός, που δεν τα ύφανε υφάντρα. Μεταξοσέντονα σαν αυτά που τ’ άπλωσε στη θάλασσα νεράιδας χέρι, να κρύψουν στις χαρές τους εσέ, καλέ μου, κι εμέ τη σκλάβα σου.

Άνοιξα τα μάτια διπλά· τίποτα δεν έβλεπα. Η καταχνιά έσφιξε πάλι και θάμπωσε και σκέπασε όλα με μυστήριο. Χάθηκε η Ρούμελη, έσβησε η θάλασσα, πάνε τα καράβια που γύρευαν τη γραμμή τους· έσβησε και τ’ αράπικο που έτρεχε πριν καταπάνω μας. Και μέσα στο σταχτόμαυρο πλοκό πύρινα φίδια, οι σαγίτες, έφευγαν ψηλά με βραχνό σφύριγμα, με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν ψηλά, έβρεχαν καντήλια πέρα δώθε, λες κι ήθελαν να ιστορήσουν στ’ αστέρια τη μοίρα μας. Όχι στην πλώρη, μήτε δίπλα μου δεν ξεχώριζα τίποτα. Τον κελαηδισμό τους μόνον άκουα, και κείνον κομματιαστό, πνιγμένο, σα να ερχότανε από το πηγάδι μέσα.

Δαίμονας μ’ έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που δε μπορούσα ν’ αφήσω τη θέση μου! Έπρεπε ν’ απαντάω και γω κάθε δυο λεφτά στον αλαλαγμό. Ήμουν εκείνη την ώρα η φωνή της γολέτας· η ψυχή της ήμουν. Και ξακολούθησα τακτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας το γλωσσίδι με δύναμη, λες κι ήθελα να τη σπάσω.

- Μπου... μπου! Νταγκ... νταγκ-νταγκ!

Εκείνη την ώρα ακούω τον καπετάνιο, με φωνή πεισμωμένη, να κράζει κοντά του το μικρό ναυτόπουλο. Απελπίστηκε από τον άνεμο και σκέφτηκε του Επιτάφιου το κερί. Σε κείνο δεν αντιστέκεται η καταχνιά ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν ο μικρότερος κι ο αθωότερος μέσα στη γολέτα. Νίφτηκε αμέσως, φόρεσε τα γιορτινά του, έβαλε το κερί μ’ ευλάβεια σ’ ένα κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά.

- Λύτρωσέ μας, Χριστέ, όπως λύτρωσες τον κόσμο!

Στη στιγμή – τ’ ορκίζομαι – στη στιγμή έρχετ’ ένα φύλλο και σαρώνει από τη γολέτα την αντάρα. Την κουρέλιασε, την έσπρωξε στις σκοτεινές σπηλιές σαν κατάδικο. Ο ήλιος χρύσωσε τώρα τα σίδερα, διαμαντοστόλισε τα σχοινιά, βερνίκωσε το μπαστούνι, τα κατάρτια, τις σταύρωσες· έδειξε νοτισμένα ξύλα και πανιά. Αλί! Έδειξε κι ένα αντρόγυνο που γλυκοφιλιόταν δίπλα στον αργάτη.

Δεν πρόφτασα να καλοκοιτάξω, κι ακούω πίσω μου τέτοιο βόγκο, που νόμισα πως το στοιχειό της θάλασσας χύθηκε να μας καταπιεί. Δεν ήταν το στοιχειό· ήταν ο καπετάν-Παλούμπας· έτρεξε από το κάσαρο κακό δρολάπι απάνω τους. Εκείνοι, καθώς άκουσαν το βόγκο του, κατάλαβαν πως τα μεταξοσέντονα τους πρόδωσαν. Τινάχτηκαν ντροπιασμένοι.

- Έλα! φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου!

Και με το λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να ακολουθήσει το Λενιώ. Αλλά μόλις αντίκρισε το κύμα, πισωπάτησε ολότρεμη. Πλάκωσε τότε ο καπετάν-Παλούμπας κι άπλωσε τα χοντρόχερά του στα χρυσά μαλλιά. Δεν πρόφτασε. Βρόντος ακούστηκε, και τινάχτηκαν ξύλα κι άνθρωποι στη θάλασσα. Το αράπικο, τρέχοντας να κερδίσει το δρόμο του, ήρθε σωτήρας της λυγερής και σκόρπισε πανιά μαδέρια την «Κυραδέσποινα». Τι απόγινε ο γραμματικός; Πώς σώθηκε η ερωταριά; Δεν ξέρω τίποτα. Μπορεί να χαίρονται κάπου τη ζωή, όπως την ονειρεύτηκε ο καπετάν-Παλούμπας. Εκείνον όμως τον είδα σακατεμένο, άγριο, μελαγχολικό στο περιγιάλι. Τίποτα πια δεν έβρισκε κανείς να του παινέψει.

Πάει κι η καλή καρδιά, πάει κι η γλήγορη γολέτα, πάει κι η όμορφη γυναίκα του!

_____________________

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas%20logia%20plwrhs/09-kapetanissa.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...

ΔΩΣΤΕ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ!

ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ:


ΤΕΡΜΑ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΑΙΓΜΟ!

ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΩΡΑ!


ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ ΑΕΝ

Οικολογικό Περισκόπιο

10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010: ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΗ



Ο ΟΡΚΟΣ


ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ...


ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟΝ ΖΗΤΗΣΑΝ;


Στα μάτια σας, μας είπαν, βλέπουμε το μέλλον της Ναυτιλίας. (Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, κ. Φικιώρης)

Μα το δικό μας μέλλον αποδείχτηκε κόλαση.

Τώρα τα ίδια τάζουν στα νέα κορίτσια για να τα πείσουν να πάνε στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Αυτές δε θα χρειαστεί να περιμένουν για να ανακαλύψουν την ίδια κόλαση της ανεργίας. Από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αναζητώντας καράβι για πρακτική άσκηση, βρίσκονται αντιμέτωπες με τις κλειστές πόρτες των εταιρειών. Δεκάδες νέες καπετάνισσες κινδυνεύουν να χάσουν το επόμενο εξάμηνο της σχολής γιατί ο Ιούλιος μπήκε και καράβι δε βρήκαν. Πολλές ακόμη αναγκάστηκαν ήδη να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους για τον ίδιο λόγο. Μα κανενός υπευθύνου δεν ιδρώνει το αυτί.

Αντίθετα μας ζητούν να σκεφτούμε το κρουαζιερόπλοιο Ζενίθ και τα διαφυγόντα κέρδη για τον τουρισμό. Την ώρα που οι ναυτεργάτες, γυναίκες και άντρες, βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ. Και απαιτούν να μην απεργούμε, να μην αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας. Είμαστε υποχρεωμένες να μην υπακούσουμε. Το δις εξαμαρτείν δεν αρμόζει ούτε στις γυναίκες. Και ειδικά σε καπετάνισσες.

Ορκιστήκαμε για καπετάνισσες. Όχι για νέες Ιφιγένειες. Και αυτόν τον όρκο θα τιμήσουμε. Καπετάνισσες στη θάλασσα και καπετάνισσες στη ζωή. Με το κεφάλι ψηλά απαιτούμε να τηρηθούν οι υποσχέσεις που μας δόθηκαν. Και να ληφθούν μέτρα ώστε να μη σβήσει ο θεσμός τριάντα χρόνων. Το μέλλον της ναυτιλίας ανήκει και σε μας. Όχι γιατί μας το έταξε ένας υπουργός μα γιατί έχουμε κι εμείς προσφέρει τον ιδρώτα μας για την ελληνική ναυτιλία.

Τώρα όμως με την άρση του καμποτάζ και τον αφανισμό των ελλήνων ναυτεργατών που θα σημάνει, το ΝΑΤ κινδυνεύει να χρεωκοπήσει. Πώς θα πληρωθούν οι συντάξεις σε όσους ναυτεργάτες τόσα χρόνια έδιναν τις εισφορές τους;

Γι' αυτό στον αγώνα κατά της άρσης του καμποτάζ είμαστε όλοι ενωμένοι. Άντρες και γυναίκες. Παλιές και νέες καπετάνισσες. Και είναι ο αγώνας αυτός αγώνας επιβίωσης.

Μη μας ζητάτε λοιπόν να σκεφτούμε το Ζενίθ. Γιατί αυτός που βρίσκεται στο ναδίρ δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει αν αγωνιστεί. Εκτός από τις αλυσίδες του.

Βίρα λοιπόν τις άγκυρες! Κι ας σπάσουν και οι καδένες. Για το μέλλον που ονειρευτήκαμε και δικαιούμαστε μετά από τριάντα χρόνια να ζήσουμε. Την καταξίωση του θεσμού της ελληνίδας καπετάνισσας.

Έτσι τιμούμε εμείς την επέτειο των τριάντα χρόνων από την αποφοίτηση. Με αγώνες!

Εκεί, στον Πειραιά, στο λιμάνι. Που η ακηδία όλων μας ξεμπάρκαρε.

Είναι η ώρα να μας ξαναβρούν μπροστά τους. Και η ώρα να σταματήσουν να ξεγελάν κι άλλες αθώες κοπέλες με κούφιες υποσχέσεις. Η ώρα να βγει ο θεσμός από την κόλαση.

Τριάντα χρόνια μετά ξέρουμε καλά γιατί μας άνοιξαν την πόρτα της ναυτιλίας. Χωρίς καν να το ζητήσουμε εμείς. Τώρα νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να την ξανακλείσουν. Ωραία λοιπόν. Στις δικές τους κλειστές πόρτες απαντάμε με κλειστά λιμάνια. Δίκαιο δεν είναι;

Ή όλοι μαζί στο ζενίθ ή όλοι μαζί στο ναδίρ. Δεν μπορεί η μεν ελληνόκτητη ναυτιλία να είναι πρώτη στον κόσμο και να ανθοφορεί και οι έλληνες ναυτεργάτες να πετιούνται στον καιάδα. 85.000 έλληνες ναυτικοί το 1980, λιγότεροι από 20.000 σήμερα. Μιλάνε οι αριθμοί. Κόντρα στους αριθμούς για τα διαφυγόντα κέρδη από το Ζενίθ και το κάθε Ζενίθ. Και στο κάτω κάτω ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Απαιτούμε λοιπόν από την Πολιτεία να θέσει στο ζενίθ της τον άνθρωπο. Ζητάμε να πάρει πίσω την άρση του καμποτάζ και να θεσμοθετήσει μέτρα στήριξης τόσο των ελλήνων ναυτεργατών όσο και της γυναίκας ναυτεργάτριας.

Ζητάμε πολλά; Όχι! Ζητάμε μόνο να τιμήσουν τα τριάντα χρόνια που χωρίς καμία στήριξη καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό το θεσμό της ελληνίδας καπετάνισσας. Και που παρά τις αντιξοότητες έχουμε σήμερα να καμαρώνουμε αρκετές συναδέλφισσες σε βαθμό υποπλοιάρχου αλλά και πρώτου πλοιάρχου.

Αποδείξαμε πως μπορούμε να σταθούμε ισάξια με τους άντρες συναδέλφους στις γέφυρες των πλοίων. Και δεν ανεχόμαστε άλλο πια ούτε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου μας ούτε και άλλη εκμετάλλευση των γυναικών ναυτικών με στόχο να χτυπηθεί συνολικά το ναυτεργατικό κίνημα. Σας είπαμε, ξέρουμε γιατί μας ανοίξατε την πόρτα. Δε μας κάνατε χάρη.

Μας βάλατε στα καράβια για τον ίδιο λόγο που τώρα βάζετε τους αλλοδαπούς. Χωρίς να νοιάζεστε αν θα τα καταφέρουμε επαγγελματικά. Μας θέλατε το πολύ πολύ για ανθυποπλοιάρχους. Δεν περιμένατε πως θα καταφέρουμε κάτι καλύτερο. Επιδιώκατε να δημιουργήσετε ζευγάρια ναυτικών. Να μένουμε περισσότερο στο πλοίο, να δεχόμαστε μικρότερους μισθούς για να μας ναυτολογήσετε μαζί. Κι όταν τα σχέδιά σας βγήκαν όλα πλάνα, βιαστήκατε να μας κλείσετε την πόρτα. Προτιμώντας τους αλλοδαπούς.

Ε, σας λέμε ότι και αυτό το σχέδιο πλάνη θα βγει. Θα φροντίσουν οι ναυτεργάτες γι' αυτό. Κι εμείς θα σταθούμε δίπλα τους. Δίπλα στο ταξικό ναυτεργατικό κίνημα. Γιατί αυτό και μόνο μας στήριξε αταλάντευτα τριάντα τόσα χρόνια. Αν μη τι άλλο χρωστάμε τώρα να ανταποδώσουμε.

Γιατί αχάριστες οι ελληνίδες καπετάνισσες δεν είναι. Και το ξέρετε. Όπως αγαπήσαμε τα καράβια σας όταν μας δώσατε την ευκαιρία να εργαστούμε , και υπερβάλαμε εαυτούς για να σταθούμε αντάξιες, ίδια τώρα τιμούμε τα τριάντα χρόνια της παρουσίας μας υποστηρίζοντας ολόψυχα τον αγώνα των ναυτεργατών.

Στο κάτω κάτω δε μας αφήσατε άλλο δρόμο. Ο αγώνας των ναυτεργατών είναι η μόνη μας ελπίδα να μη σβήσει ο κλάδος μας. Και να μην πάνε στράφι τριάντα χρόνια προσπάθειας και θυσίας.