Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το τελευταίο διάστημα άρθρα και αναφορές σε έναν άτυχο λιμενικό που σκοτώθηκε πριν ένα περίπου χρόνο στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Δεν έχει νόημα να πω το όνομά του. Γιατί δεν αφορά τον ίδιο ούτε λέξη από όσα γράφω, μα εκείνους που γράφουν για το λιμενικό αυτό και μάλιστα προσθέτουν στο όνομά του τον χαρακτηρισμό "ήρωας".
Και ρωτώ. Φτάνει να σκοτωθεί κανείς εν ώρα καθήκοντος για να θεωρηθεί ήρωας;
Το ρωτάω όχι για να πω κάτι. Μα ως άνθρωπος που παρά τρίχα κόντεψε να σκοτωθεί εν ώρα καθήκοντος. Κι έχω πλέον μόνιμο πρόβλημα υγείας από ατύχημα σε ώρα υπηρεσίας. Είμαι, ρωτάω, ένας παρά τρίχα ήρωας;
Ο άτυχος λιμενικός εργαζόταν στα ΚΕΑ. Δηλαδή στο Κλιμάκιο Ειδικών Αποστολών. Πήγε να ελέγξει κάποια νταλίκα στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Ως είθισται να ελέγχονται όλα τα οχήματα που πρόκειται να ταξιδέψουν. Και ειδικά οι νταλίκες. Και ακόμη ειδικότερα οι νταλίκες στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας.
Κι εγώ για έλεγχο είχα πάει. Όχι νταλίκας. Στο δικό μου χώρο δεν υπάρχουν νταλίκες. Υπάρχουν παιδιά. Πήγα να ελέγξω αν έμειναν παιδιά στον επάνω όροφο και να τα κατεβάσω στην αυλή όπως προβλέπουν οι κανονισμοί για την ώρα του διαλείμματος.
Σε Κλιμάκιο Ειδικών Αποστολών ο λιμενικός που έχασε τη ζωή του. Εφημερία εγώ τη μέρα που έπαθα το ατύχημα. Δεν ξέρω τις συνθήκες που εκείνος έχασε τη ζωή του. Ξέρω μόνο όσα διάβασα, πως τον έλιωσε η νταλίκα με τους τροχούς της. Τραγικό και αποτρόπαιο.
Στο δικό μου ατύχημα επίσης δεν ξέρω τι ακριβώς μου συνέβη. Μόνο πως έβρεχε. Και αφού ανέβηκα στον όροφο, χρειάστηκε να κατέβω στη συνέχεια. Η σκάλα ήταν γεμάτη νερά. Και χωρίς χερούλι να στηριχθώ. Τρύπα στο πάτωμα να φύγουν τα νερά, δεν υπήρχε. Πρόσεχα. Δεν μπορώ να πω ότι δεν πρόσεχα. Ούτε φορούσα ακατάλληλα παπούτσια. Γι' αυτό και λέω ότι δεν ξέρω τι έφταιξε που έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα να πέφτω από σκαλί σε σκαλί και μέχρι το τέλος της σκάλας. Χτύπησα όλους τους σπονδύλους. Στην κόχη των σκαλιών. Στάθηκα τυχερή γιατί τα σκαλοπάτια τελείωσαν πριν εξαντληθούν οι σπόνδυλοι και φτάσει η σειρά του κεφαλιού να σκάσει κι αυτό στη σκάλα. Έχω πια μόνιμο πρόβλημα με τη σπονδυλική στήλη. Λίγο να κουραστώ αρχίζω να κουτσαίνω. Και οι σπόνδυλοι του αυχένα με τρελαίνουν στη ζαλάδα.
Η υπηρεσία μου δεν είχε καν την ευαισθησία να φωνάξει ασθενοφόρο. Χρειάστηκε μόνη μου να μεταβώ με ταξί στο Ασκληπιείο Βούλας. 5 Μαρτίου 2009. Και να περιμένω εκεί πάνω από ώρα για να με εξετάσουν. Γιατί λέει προηγούνται όσοι πάνε με ασθενοφόρο. Εγώ έκανα το λάθος να πάω μόνη μου.
Θυμάμαι πως με έπιασαν τα κλάματα. Εκεί, στον προθάλαμο των εκτάκτων του Ασκληπιείου. Όχι από τον πόνο, από το παράπονο. Για το ίδιο παράπονο την επόμενη χρονιά ζήτησα απόσπαση σε άλλο χώρο εργασίας. Δεν μπορούσα ούτε καν να βλέπω το χώρο που κόντεψε να με στείλει στον άλλο κόσμο και κυρίως τα πρόσωπα των "συναδέλφων" μου. Και μάλιστα "συναδέλφων" επί είκοσι χρόνια.
Πέρασε ο χρόνος της απόσπασης, όχι και το παράπονο. Ειδικά αφού διαπίστωσα πως το πέσιμο μού άφησε μόνιμο κουσούρι. Πρέπει να μάθω πια να ζω έτσι. Πονώντας. Στον παλιό μου χώρο εργασίας δε γύρισα. Προτίμησα αυτή τη φορά να ζητήσω οριστική απομάκρυνση. Μετάθεση. Στην επαρχία. Μην και ξαναβρώ την χαμένη ανθρωπιά και τη συναδελφική αλληλεγγύη.
Τώρα πια εργάζομαι εκεί κοντά που ο άτυχος λιμενικός άφησε την τελευταία του πνοή. Όχι στο λιμάνι. Η δική μου δουλειά δεν είναι στο λιμάνι. Είναι όμως μια ανάσα απ' αυτό. Και από τα παράθυρα της τάξης μου βλέπω τα καράβια να δένουν. Να λύνουν. Βλέπω τους λιμενικούς. Βλέπω τις νταλίκες. Δεν μπορώ να μη θυμάμαι και τον άτυχο λιμενικό. Κι ας μην τον γνώρισα ποτέ...
Ειδικά τις ώρες που με σουβλίζει το πόδι μου. Και τις ώρες που ο ίλιγγος με βουτάει στις αρπάγες του. Κι αναρωτιέμαι. Θα ήμουν ήρωας αν είχα σκοτωθεί σε ώρα καθήκοντος;
Θα είχε άραγε και δικαίωμα να προσληφθεί στο δημόσιο ο αδερφός μου; Εγώ δεν έχω σύζυγο. Ούτε παιδιά. Μόνο αδερφό... Έναν και μονάκριβο.
Θα είχα και άλλον αλλά χάθηκε πριν γεννηθεί. Πλήρωσε αγέννητος εκείνος το κουτσοχώρι που δούλευε ο πατέρας μας. Δεν πρόλαβε η μάνα να φτάσει στο ένα και μοναδικό και άθλιο νοσοκομείο της περιοχής. Και όταν έφτασε, δεν υπήρχε ούτε μαιευτήρας, ούτε καν χειρούργος. Και το παιδί έσκασε. 8 Δεκεμβρίου 1960. Νοσοκομείο Φιλιατών.
Ευτυχώς ο άλλος αδερφός μου σώθηκε. Όταν έπεσε όλη η οικογένειά μου σε ποτάμι. 5 Φεβρουαρίου 1967. Και με ΙΧ συγγενή μας. Πηγαίνοντας από το χωριό μας τη μάνα μου στο χωριό που τότε υπηρετούσε. Έχεις ταξιδέψει σε δρόμους της Ηπείρου χειμώνα καιρό; Στο νοσοκομείο Φιλιατών τους κουβάλησαν και πάλι. Και τη μάνα, και τον πατέρα, και το μικρό μου αδερφάκι. Γλίτωσαν όλοι. Κάτι πλευρά σπασμένα, κάτι διασείσεις και λίγες γρατζουνιές.
Χτες επισκέφθηκα το χωριό που τότε υπηρετούσε η μάνα μου. Σμέρτο Φιλιατών. Και είδα το παλιό νηπιαγωγείο. Και την "τρύπα" που μέναμε. Την "οικία δασκάλου"...
Ρημάδι. Κοτζάμ συκιά έχει φυτρώσει στο κατώφλι... Και κάτω σκουριάζει η παλιά αυλόπορτα. Χαμαί πέσαι δαίδαλος αυλά...
Η μάνα μου βγήκε πρόπερσι στη σύνταξη. Με 43,5 χρόνια ως νηπιαγωγός. Κανένα λάθος στον αριθμό. 43,5 χρόνια. Τα δέκα στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έτσι εξηγείται που έφτασε σε αριθμό μαμούθ ετών υπηρεσίας. Σ' αυτό το νηπιαγωγείο που τώρα "σαπίζει" ξεκίνησε την καριέρα της. 1965. Γενάρης. Και αφυπηρέτησε τον Ιούνιο του 2008.
Κοιτώντας χτες μέσα από τα σπασμένα τζάμια της οικίας δασκάλου, ζωντάνεψαν οι φρικτές αναμνήσεις.
Δε λέω για το ατύχημα στο ποτάμι. Λέω για εκείνη τη μέρα που γύρισε από το νηπιαγωγείο και βρήκε αυτό εδώ το σπίτι, την "οικία δασκάλου", να καίγεται. Είχε τουμπάρει η σόμπα πετρελαίου. Και πίσω από τις φλόγες και τους καπνούς στεκόταν το μικρό μου αδερφάκι. Άλαλο από τον τρόμο. Άρπαξε δίχως δεύτερη σκέψη τη φλεγόμενη σόμπα, με γυμνά χέρια, και την πέταξε έξω. Πήγαινε πάρα πολύ να χάσει και δεύτερο παιδί...
Ίσως με την ίδια παράλογη λογική έκανε και το άλλο "κατόρθωμα". Στο Σμέρτο κι αυτό. Με μια μικρή βλαχοπούλα. Που γένναγε. Και γέννα δύσκολη. Και που το νοσοκομείο Φιλιατών, ξέροντας τις αδυναμίες του, αρνήθηκε να την ξεγεννήσει. Κι ο πεθερός του κοριτσιού τη γύρισε στο χωριό άπραγος. Πού λεφτά και πού μέσα να φτάσουν εκείνα τα χρόνια στα Γιάννενα. Και τότε ανέλαβε η μάνα μου. Που μόνο νηπιαγωγός έχει σπουδάσει. Ούτε καν μαία. Σώθηκε και η μάνα και το παιδί.
Έχω "βαρεθεί" να ακούω τέτοιες κουτουράδες και της μάνας μου και του πατέρα μου. Ταινία να τις γυρίσεις, δε θα τις πιστεύουν. Εδώ εγώ που τις έχω ακούσει και ξανακούσει και δε χωράνε στο μυαλό μου. Να, για παράδειγμα. Μια περιπέτεια του πατέρα. Και πάλι το ποτάμι στη μέση. Έπρεπε να το περάσει. Να φτάσει στο χωριό που υπηρετούσε. Τη Ραβοστίβα. Με καλάθι. Γέφυρα δεν υπήρχε εκεί. Μόνο ένα καλάθι που το τράβαγαν πάνω σε συρματόσχοινα.
Εκείνη τη μέρα ο άνθρωπος που τράβαγε το καλάθι έλειπε. Κι ο πατέρας μου έπρεπε οπωσδήποτε να περάσει, να φτάσει στο σχολείο. Νέος και παρορμητικός, πίστεψε πως μπορεί να το κάνει με τη βοήθεια μιας γκλίτσας. Την έβαλε πάνω από τα δύο συρματόσχοινα και άρχισε να "κυλάει" προς την άλλη όχθη. Κάτω ο Καλαμάς φουσκωμένος και άγριος. Αυτό που δεν υπολόγισε ήταν ότι φτάνοντας στη μέση της διαδρομής τα δυο σύρματα θα γίνονταν από το βάρος ένα... Το πώς γλίτωσε είναι μυστήριο...
Απορεί ίσως κανείς που εγώ, ένα κορίτσι, και μάλιστα κόρη δύο εκπαιδευτικών, έγινα στα πρώτα μου βήματα ναυτικός. Πώς τόλμησα να πάω στα καράβια. Με όσα έγραψα παραπάνω, δε νομίζω να υπάρχουν απορίες. Κι ούτε πιστεύω και μετά την εμπειρία των καραβιών πως έστω και στο ελάχιστο δοκίμασα ως ναυτικός τέτοιες φριχτές συνθήκες όσες ταλάνισαν τους γονείς μου. Στην υποτιθέμενα πιο εύκολη δική τους δουλειά, του εκπαιδευτικού.
Όταν πρόπερσι κόντεψα κι εγώ να σκοτωθώ, πέφτοντας από τις σκάλες, δεν ήμουν πλέον ναυτικός. Ήμουν κι εγώ εκπαιδευτικός. Ως ναυτικός; Σχεδόν ούτε γρατζουνιά. Μόνο ένα μαύρο νύχι θυμάμαι... τότε που από δικό μου λάθος προσγειώθηκε το ματσακόνι στο χέρι μου.
Όχι όμως και ο φίλος μου, ο Γιώργος ο Ζαρέντης. Φίλος και ανθυποπλοίαρχος κι εκείνος. Η ανεργία που μας φόρτωσε η πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, αρχές του '80, τον ανάγκασε να δουλέψει ναύτης. Κι σαν ναύτης τελείωσε ο Γιώργος. Όχι μόνο τη δουλειά. Τη ζωή του τελείωσε. Στον ντόκο της Δραπετσώνας. Πέφτοντας από το σημείο που έβαφε με το κεφάλι κάτω στο τσιμέντο.
Έστησε κανείς άγαλμα στο Γιώργο Ζαρέντη; Κι αυτός εν ώρα καθήκοντος σκοτώθηκε. Ακόμη κι εγώ, που έγραψα πριν μερικά χρόνια τον οφειλόμενο "επικήδειο", δεν τόλμησα τη λέξη "ήρωας". Κι όχι πως δεν πονάω τόσα χρόνια μετά για το θάνατο του φίλου μου.
Ήρωας... Τι θα πει "ήρωας"; Με όσα είπα πριν και με όσα έχω ζήσει. Και χωρίς την παραμικρή διάθεση να προσβάλω τη μνήμη του νεκρού λιμενικού. Όμως φτάνει κάποιος να σκοτωθεί εν ώρα καθήκοντος για να γίνει ήρωας;
Καλά κάνουν, άριστα θα έλεγα, οι λιμενικοί της Ηγουμενίτσας που τιμούν το νεκρό τους συνάδελφο. Και ήδη κατέθεσα τη δική μου πικρία για τους δικούς μου συναδέλφους. Δεν το λέω λοιπόν καθόλου ειρωνικά, αλλά το εννοώ στο ακέραιο. Πολύ καλά κάνουν!
Άλλο όμως αυτό και άλλο να έχουμε κάνει καραμέλα τη λέξη ήρωας. Και δε μιλώ εδώ για τους λιμενικούς. Το υπογραμμίζω. Γιατί ήρωας δεν είναι εκείνος που παθαίνει ένα ατύχημα ή και σκοτώνεται ακόμη εν ώρα εργασίας ή πέστε το και καθήκον... αλλά που αυτοθέλητα και συνειδητά δίνει τη ζωή του για ένα ιδανικό. Που με επίγνωση θυσιάζεται.
Ήρωας δεν είναι ούτε ο φίλος μου ο Γιώργος ο Ζαρέντης. Όχι τουλάχιστον ως προς το θάνατό του. Θύμα εργατικού δυστυχήματος ναι. Και λεβέντης όσο ζούσε και αγωνιστής, ΝΑΙ! Και δε νομίζω πως θα ήθελε και ο ίδιος να τον βαφτίσουμε ήρωα επειδή πλήρωσε με τη ζωή του τις άθλιες συνθήκες του χώρου εργασίας... αλλά στη μνήμη του να αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για να μην ξανασυμβεί τέτοια τραγωδία.
Ανάγκη λοιπόν να στήσουμε ανδριάντες και ηρώα για το Γιώργο και τον κάθε νεκρό εργάτη δεν έχουμε. Στήνουμε πλακάτ, στήνουμε πανό, στηνόμαστε εμείς οι ίδιοι στους καταπέλτες των πλοίων... και σε όποιο άλλο μετερίζι της προάσπισης των δικαιωμάτων των εργατών και των ανθρώπων.
Κι αφήνουμε τα ηρώα για το Μάρκο Μπότσαρη, το Θανάση Διάκο, τον Παπαφλέσσα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, το Λεωνίδα ή και για τους πρόσφατους ήρωες του Σαράντα, του Πολυτεχνείου και της Κύπρου. Να, για παράδειγμα. Ηρωίδα λέω εγώ την Παναγιώτα Σταθοπούλου. Που κι αυτήν την έλιωσε ένα όχημα πάνω στην άσφαλτο. Γιατί η Παναγιώτα Σταθοπούλου στάθηκε μπροστά στο όχημα. Στο γερμανικό τανκς. Και αυτοθέλητα και συνειδητά βάδισε στο θάνατο. Υπερασπιζόμενη το λαό της. Και το δικαίωμα των ανθρώπων να ζούνε λεύτεροι. Δεν την έλιωσαν κατά τύχη ή και από ατυχία οι ερπύστριες. Η ίδια η Παναγιώτα αποφάσισε να θυσιαστεί κάτω από τις ερπύστριες.
Μπορούμε άραγε να καταλάβουμε την τεράστια διαφορά;
Πώς είναι άλλου μεγέθους η θυσία ενός ήρωα και άλλου - και μεγέθους και ποιού - ο θάνατος κάποιου εργαζόμενου σε ώρα εργασίας ή και καθήκοντος;
Και πως τελικά είναι ύβρις στη μνήμη εκείνου που χάθηκε εν ώρα εργασίας η υπερβολή και η αμετροεπής ηρωποίησή του; Τουλάχιστον με την αρχαία ελληνική σημασία του όρου ύβρις. Της εποχής δηλαδή που δίδαξε στους ανθρώπους το μέτρον άριστον.
Αλλιώς φοβάμαι πως αν ξαναγλιστρήσω εν ώρα εργασίας θα την πατήσω ακόμη χειρότερα από την πρώτη. Θα καταλήξω άγαλμα κι εγώ, παρέα στο άλλο από την απέναντι μεριά του δρόμου. Να μοιραζόμαστε τον καημό μας που οι άνθρωποι της εποχής μας έφτιαξαν και πάλι "ήρωες με παντούφλες"... όχι για να τιμήσουν τον εικονιζόμενο (ελπίζω την έχετε δει την έξοχη ταινία με το Βασίλη Λογοθετίδη) αλλά τους εαυτούς τους...
Και τελικά όχι τιμή δεν περιποιεί στο νεκρό ένας τέτοιος ήρωας αλλά και εκμετάλλευση συνιστά του θανάτου του και σκύλευση. Να προσπαθούν δηλαδή οι ζωντανοί να αναδείξουν πόσο δύσκολο και επικίνδυνο επάγγελμα κάνουν μέσα από το θάνατο ενός άτυχου συναδέλφου τους.
Και όσο ζεις να βιώνεις την αδιαφορία και την αποξένωση και το ο καθένας για την πάρτη του. Μακάρι βέβαια ο αδικοχαμένος λιμενικός άλλα να βίωνε στο χώρο εργασίας του... κι όχι όσα όλοι οι άλλοι ζούμε καθημερινά στις δικές μας εργασίες.
Ίσως γι' αυτό κι εκείνο το δικαστήριο στον Πειραιά θεώρησε περιΰβριση νεκρού τη μεταφορά του Γιώργου Ζαρέντη από τον τόπο που σκοτώθηκε στην πόρτα του γραφείου του τότε υπουργού Ναυτιλίας, του Κατσιφάρα. Δεν έλαβε καν υπόψη την εν θερμώ αντίδραση των συναδέλφων του νεκρού. Όμως ακόμη κι εκείνοι, ... οι θερμόαιμοι ναυτεργάτες, όταν πέρασε το πρώτο σοκ από το θάνατο του Γιώργη, ηρέμησαν. Ούτε ήρωα τον βάφτισαν ούτε και ηρώο του έστησαν.
Εξάλλου αν οι ναυτεργάτες ήθελαν να στήσουν ηρώα για τους νεκρούς συναδέλφους τους εν ώρα εργασίας, δε θα έφταναν όλα τα λιμάνια της χώρας για να χωρέσουν τις προτομές και τους ανδριάντες.
Και είναι και το άλλο. Δεν έχουν ανάγκη οι ναυτεργάτες να στήσουν τέτοια ηρώα. Ποιος δεν το ξέρει ότι το επάγγελμα του ναυτικού συχνά πυκνά συντροφεύει με το θάνατο; Ποιος ο λόγος να το θυμίσουν στην κοινωνία με ένα ηρώο; Σαφώς και τα άλλα επαγγέλματα έχουν τους δικούς τους νεκρούς εν ώρα καθήκοντος. Υπάρχει όμως άλλο επάγγελμα με περισσότερους νεκρούς από όσους μετράνε οι ναυτεργάτες;
Και δεν το λέω για να μειώσω στο ελάχιστο την προσφορά κανενός άλλου επαγγέλματος στην κοινωνία, το λέω μόνο γιατί είναι η καθαρή αλήθεια. Εκτός και ξεχάσαμε πως τον περσινό Δεκέμβρη που χάθηκε ο άτυχος λιμενικός στην Ηγουμενίτσα, χάθηκαν και οι ναυτικοί του Aegean Wind. Τρεις έλληνες και έξι φιλιππινέζοι. Σύνολο εννιά ψυχές. Μέσα σε κόλαση φωτιάς.
Ούτε ξεχνάμε ότι στο χώρο που σκοτώθηκε ο άτυχος λιμενικός, μόλις μισό χρόνο νωρίτερα, τραυματίστηκε θανάσιμα και ένας άλλος συνάνθρωπος. Όχι εργαζόμενος. Ο Αριβάν Οσμάν Αμπντουλάχ. Λαθρομετανάστης. Φυσικά για εκείνον κανένας δε σκέφθηκε να στήσει άγαλμα. Δεν ήταν άνθρωπος εκείνος; Ναι, αυτός δεν πέθανε εν ώρα καθήκοντος. Αυτός απλώς πλήρωσε τον υπερβάλλοντα ζήλο κάποιων άλλων στην εκτέλεση του δικού τους καθήκοντος. Και συγκεκριμένα κάποιων συναδέλφων του άτυχου λιμενικού που σκοτώθηκε λίγους μήνες μετά...
Και μόλις πριν λίγες μέρες ένας ακόμη λαθρομετανάστης πλήρωσε την υπερβολή με πυροβολισμό στα γεννητικά του όργανα. Θύμα αυτή τη φορά κάποιου κατοίκου της περιοχής και όχι οργάνων που εκτελούσαν το καθήκον τους. (Δείτε περισσότερα εδώ). Κι αυτό είναι και το πλέον ανησυχητικό για κάθε άνθρωπο που επιμένει να παραμένει άνθρωπος. Που πλέον ξέφυγε το θέμα από εκείνους που κάνουν το καθήκον τους. Κι άρχισε ο κάθε θερμόαιμος πολίτης να πυροβολεί τους λαθρομετανάστες. Πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε; Και πώς καταντήσαμε να γίνει και διαδήλωση στην Ηγουμενίτσα υπέρ του πιστολέρο;
Θα ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος στη γη που θα χαιρόταν γιατί ένας όργανο της τάξης θα σκοτωνόταν. Αυτό οφείλω να το ξεκαθαρίσω. Με όσες και όποιες συμπάθειες και αν τρέφω για τους "κολασμένους της γης", με όποιες και όσες άλλες ιδέες κουβαλάω ως άνθρωπος της γενιάς του Πολυτεχνείου. Ή και ακριβώς γι' αυτό. Κι αν έγραψα όσα έγραψα είναι γιατί πάνω από όλα βάζω την αξία άνθρωπος και την αλήθεια. Τον άνθρωπο χωρίς κανένα περιοριστικό προσδιορισμό και την αλήθεια γυμνή και αψιμυθίωτη. Γι' αυτό και ο μακρύς πρόλογος. Και η αναφορά στο δικό μου ατύχημα. Που δε μου άφησε μόνο πόνο αλλά με άλλαξε βαθιά ως άνθρωπο. Με έκανε να σκεφτώ από την αρχή τη ζωή μου όλη. Και να τη δω μέσα από το γεγονός ότι κατά λάθος δε σκοτώθηκα. Εν ώρα εργασίας. Εν ώρα καθήκοντος.
Σαφώς και θεωρώ δίκαιο που η γυναίκα του άτυχου λιμενικού επιτέλους θα προσληφθεί στη θέση του. Είναι το λιγότερο που μπορεί η κοινωνία να κάνει για την οικογένεια αυτού του ανθρώπου.
Και αν κάτι με ενοχλεί είναι που η κοινωνία δεν κάνει τα όμοια σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που αδικείται ένας συνάνθρωπος. Και με ενοχλεί επίσης η υπερβολή. Το ξεπέρασμα του μέτρου. Η ύβρις με την αρχαία ελληνική σημασία της λέξης. Όχι σε φιλοσοφικό επίπεδο. Μα τελείως προσγειωμένα στην καθημερινότητα της ζωής μας.
Γιατί πίσω από την υπερβολή διακρίνω επιμελώς συγκαλυμμένη όχι τη διάθεση τιμής στο νεκρό. Ούτε με πολυνοιάζει η αυτοπροβολή των συναδέλφων του. Που κακά τα ψέματα, συνδέεται με τα άλλα κρούσματα θανάτων και τραυματισμών στον ίδιο χώρο. Ο θάνατος όμως ενός λιμενικού σε τίποτε δε μειώνει τις ευθύνες των άλλων λιμενικών για τα άλλα περιστατικά.
Διακρίνω λέω το μακρύ δάχτυλο άλλων. Που δεν είναι λιμενικοί. Δεν είναι φυσικά και λαθρομετανάστες. Δεν είναι δηλαδή και δεν ανήκουν σε εκείνους που παίζουν με το θάνατο στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας ή και γύρω απ' αυτό... Διακρίνω τους κυρίους με τις γραβάτες. Που στέκονται στο απυρόβλητο. Αυτούς και μόνο σημαδεύει η δική μου γραφίδα. Γιατί είναι αυτοί που μας βάζουν όλους μας να σκοτωνόμαστε. Και τους λαθρομετανάστες και τους λιμενικούς. Και κάθε εργαζόμενο που χάνεται σε ώρα εργασίας. Κι εμένα - που παρά τρίχα γλίτωσα. Γι' αυτό και μπορώ να τους διακρίνω. Επειδή λίγο έλειψε να δω τα ραδίκια ανάποδα. Γλίτωσα όμως. Και είμαι ακόμη εδώ. Μόνο που βλέπω πια τον κόσμο ανάποδα. Όχι όπως τον έβλεπα πριν. Από το τελευταίο σκαλοπάτι τους βλέπω. Και βλέπω και ποια είμαι εγώ. Στα πενήντα μου χρόνια, που έλεγε και ο Σεφέρης, έμαθα επιτέλους ποια είμαι.
Και αυτό θέλησα, αυτό θέλω, να μοιραστώ με τους άλλους. Που εξακολουθούν να σκοτώνονται. Να δουν κι εκείνοι. Και να σταματήσουν να πυροβολούν αθώους. Να δουν επιτέλους ποιοι φταίνε για όλα. Και να τα βάλουν με τους αληθινούς ενόχους. Να μην καταπιούν τα αργύρια.
Γιατί όσους ανδριάντες και αν στήσουν στον άτυχο λιμενικό, όσο ήρωα και αν τον παρουσιάσουν, δε θα μπορέσουν ποτέ ξανά να τον στείλουν ζωντανό στο σπίτι του. Κι η γυναίκα του μπορεί να φορέσει τη στολή του αλλά δεν θα τον ξανασφίξει στην αγκαλιά της. Ούτε εκείνος θα ξαναχαρεί το παιδί του.
Και μα την αλήθεια κανένα παιδί δεν προτιμά έναν πατέρα ήρωα και νεκρό. Ζωντανό τον θέλει και ζωντανό τον χρειάζεται. Κι ας μην έχει ούτε ένα παράσημο...
Και ναι. Αν σκοτωνόμουν εκείνη τη μέρα που γκρεμοτσακίστηκα στην ηλίθια σκάλα, τίποτε δε θα χρειαζόμουν πια και από κανέναν. Ούτε ανδριάντα ούτε και να με λένε ηρωίδα. Το ίδιο και εκείνος ο άτυχος λιμενικός. Του είναι παντελώς άχρηστες όλες οι φιέστες.
Οι φιέστες χρειάζονται μόνο στους κυρίους με τις γραβάτες. Για να συνεχίζουμε να τους υπηρετούμε. Και να συνεχίζουμε να σκοτωνόμαστε. Γινόμαστε ήρωες έτσι; Πεθαίνοντας εν ώρα εργασίας; Όχι!
Οι ήρωες βαδίζουν μόνοι τους στο θάνατο. Επιλέγουν το θάνατο. Αυτοθέλητα. Και δρασκελούν το κατώφλι του συνειδητά. Όπως η Σταθοπούλου. Όπως ο Διάκος. Όπως ο Λεωνίδας.
Οι άλλοι δολοφονούνται. Και δίχως επιλογή. Τους επιβάλλουν το θάνατο. Τους σκοτώνουν. Είναι άτυχοι. Είναι θύματα. Αλλά δεν είναι ήρωες.
Γιατί αν μπορούσαν να διαλέξουν, κι ο φίλος μου ο Γιώργος ο Ζαρέντης, και ο άτυχος λιμενικός, και κάθε άλλος άνθρωπος που χάθηκε εν ώρα εργασίας, έστω και σε εργασία που την αποκαλούμε καθήκον, θα διάλεγαν να ζήσουν.
Εμείς, με ποιο δικαίωμα; αποφασίζουμε ότι ήθελαν να πεθάνουν;
Και τους βαφτίζουμε ήρωες;