BLOG ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΠΛΟΙΑΡΧΩΝ Ε.Ν.

Είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου, εσύ. Ποιος λέει όχι;

Γνώρισα εκείνο το κοριτσάκι στα δέκα του. Και ήταν όλο δυο μάτια τεράστια. Γεμάτα θάλασσα και ήλιο. Σύντομα την ξεχώρισα από την υπόλοιπη ομάδα. Η πιτσιρίκα ήταν φαινόμενο. Από εκείνα τα παιδιά που τα λένε παιδιά - θαύματα. Ήταν όμως και μεταναστάκι...

Είχε μια μυτούλα γεμάτη φακίδες. Και γύρω ένα σύννεφο ξανθό. Ένα αγγελάκι που πέταξε από τα μέρη της Παράδεισος στην άχαρη τη γη μας. Για να καθρεφτίζει πόσο άσχημη την καταντήσαμε.

Γνώρισα κάποια στιγμή και τη μάνα. Είχε ξενικό όνομα. Αντίθετα με τη μικρή. Δεν έμοιαζε να ακούει τι της έλεγα. Σκέφτηκα πως φταίει η γλώσσα. Πως δεν πολυκαταλαβαίνει ελληνικά.

Την άλλη φορά ήρθε ο πατέρας. Οικοδόμος. Εδώ. Και δάσκαλος στον τόπο του. Γρήγορα κατάλαβε τι θέλω να πω. Και δάκρυσε. Πάνω στο τραχύ και σκαμμένο πρόσωπο σύρθηκαν βιαστικά τα δάχτυλα. Γεμάτα ρόζους και γδαρσίματα. Του ζήτησα να προσέχουν τη μικρή. Πως έχει το χάρισμα κι αξίζει να την προσέξουν. Έφυγε.

Πέρασε καιρός. Δε φάνηκε κανείς τους. Από τη μικρή έμαθα για τον ερχομό ενός μικρού αδερφού στον κόσμο. Άστραφτε. Και κάθε μέρα μου έλεγε όλα τα νέα. Με ενθουσιασμό που ξεπερνούσε τον απλό, τον παιδιάστικο, ακόμη και από το ωραιότερο πρωτοχρονιάτικο δώρο.

Έπειτα, σιγά - σιγά, την είδα να πέφτει. Στα μαθήματα. Όχι στον ενθουσιασμό για το αδερφάκι. Αυτός αντίθετα όλο και μεγάλωνε. Ζήτησα να έρθουν οι γονείς της. Ήρθε η μάνα. Της είπα τι συμβαίνει. Κι εκείνη μου έλεγε τα δικά της. Για το μωρό. Το γιο. Κι όταν επέμεινα να βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά για το κορίτσι να διαβάζει, έβαλε και τα κλάματα.

- Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, μου θύμωσε. Σε υπόγειο μένουμε. Δυο δωμάτια σπίτι. Πού να τη βάλω να διαβάσει να μην την ενοχλεί το μωρό;

Θύμωσα κι εγώ με τον εαυτό μου. Στην ψυχολογία υπάρχει ένας όρος πολύ βασικός. Η ενσυναίσθηση. Να μπορείς δηλαδή να μπαίνεις στη θέση του άλλου ανθρώπου. Και να βλέπεις με τα δικά του μάτια την κατάσταση. Για να νιώσεις πώς νιώθει. Και να μπορέσεις να βρεις το κλειδί να επικοινωνήσεις μαζί του. Κι εγώ είχα παραβλέψει την ενσυναίσθηση. Κι έλεγα το δικό μου "τραγούδι" σε κείνη τη φουκαριάρα. Κι ας γνώριζα από τη μάνα μου και τη γιαγιά μου γιος τι σημαίνει.

Με κείνο το κοριτσάκι το έμαθα ακόμη καλύτερα. Όταν μου είπε ότι σταμάτησε τα μαθήματα βιολιού. Και λίγο μετά και τα αγγλικά. Την ώρα που τα άλλα ξεκίναγαν φροντιστήρια και σε δεύτερη ξένη γλώσσα.

Την επόμενη χρονιά εμφανίστηκε και το αδερφάκι στο σχολείο. Ένα όμορφο παιδάκι που έδειχνε κιόλας συμπώματα παιδιού κακομαθημένου που τα θέλει όλα δικά του. Μα έτσι που το μεγάλωναν, χωρίς να του χαλάνε χατίρι, τι να έκανε κι αυτό; Αδύνατον να σταυρώσω κουβέντα με τη μάνα. Ο μικρός χάλαγε τον κόσμο με τις φωνές του διεκδικώντας την αποκλειστικότητά της και αναγκαζόταν να τον παίρνει και να φεύγει τρέχοντας.

Στο μεταξύ τα ταλέντα της μικρής ξεδιπλώνονταν πολυπίκοιλα. Πρώτα κερδίσαμε σαν τάξη βραβείο σε διαγωνισμό ζωγραφικής. Μα το δικό της πινέλο ήταν που είχε μεγαλουργήσει. Τα άλλα ίσα που πρόσθεσαν κάτι μικρές πινελιές. Μετά κέρδισε το βραβείο στο διαγωνισμό των μαθηματικών. Και στο τέλος πήρε και τη σημαία.

Κορίτσι και ξένη τη σημαία; Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που με στραβοκοίταξαν με την επιλογή μου. Λες και της είχα κάνει καμιά χάρη. Με το σπαθί της το πέτυχε και με τους καιρούς να αρμενίζουν κόντρα.

Στο μεταξύ είχε ρίξει και μπόι. Ολόκληρη δεσποινίς. Και κούκλα. Αχ, και να ήταν αλλιώς οι συνθήκες. Να είχε και τα οικονομικά φόντα. Τι θα μπορούσε αυτό το παιδί να κάνει!

Έφτασε και ο καιρός να ετοιμάσουμε τη γιορτή. Της 25ης. Θεατρικό φυσικά. Για τα αγόρια τα Βαφτίσια των σκλάβων. Για τα κορίτσια η Γυναίκα της Ζάκυθος. Την έχετε διαβάσει τη Γυναίκα της Ζάκυθος; Του Σολωμού. Του εθνικού μας βάρδου.

Σε διασκευή βέβαια. Να μπορεί να παιχτεί από παιδιά.

Την έβαλα κορυφαία του χορού των γυναικών από το Μισολόγγι.

Β΄ ΣΚΗΝΗ

ΟΛΕΣ: Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε.

Α «Στην αρχή εντρεπότανε να ΄βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.»

Β «Και είχανε δούλους, και είχανε σε πολλαίς πεδιάδες γίδια, βόιδια και πρόβατα πολλά.»

Γ «Και ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράγανε από το παραθύρι τον ήλιο, πότε να βασιλέψει, για να ‘βγουνε.»

Δ «Αλλά όταν επερισσέψανε η χρείαις, εχάσανε την εντροπή, ετρέχανε ολημερνής.»

Ε «Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι, και συχνά εσηκώνανε το κεφάλι, κι ακούανε.

ΟΛΕΣ «Γιατί εφοβόντανε μη πέσει το Μεσολόγγι.»

Γ΄ ΣΚΗΝΗ

ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ Αχ, τζογούλα μου, κάθε μέρα όλο και πιο όμορφη γίνεσαι, ίδια εγώ στα νιάτα μου. Και πόσο σου πάει το καινούριο σου φουστάνι… Ο κύρης σου κι εγώ το καλύτερο παλικάρι θα βρούμε να σε παντρέψουμε. Να γίνεις κυρά κι αρχόντισσα, να σε ζηλεύουν ούλοι μες το Τζάντε.

ΚΟΡΗ Ε, τι ορίζετε κυράδες; Σταθείτε πιο πέρα μη μας λερώσετε! Κάνετε τόση φασαρία με τα σουρτοπάπουτσά σας, που λογιάζω πως ήρθατε να μας δώσετε προσταγές.

Α: Αμ, έχεις δίκιο! Είσαι στην πατρίδα σου εσύ και στο σπίτι σου κι εμείς είμαστε ξένες, κι όλο σπρώξιμο θέλουμε.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντιά σου δεν ήσουνε στη πατρίδα και στο σπίτι σου;

Β Δεν έχουν, αρχόντισσα, σπίτι οι σκλάβοι. Γυρίζουν στις ράχες και στα βουνά σαν τ’ αγρίμια.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ Και τι σας έλειπε; Και τι κακό είδατε από τον Τούρκο; Δε σας άφηνε φαητά, δούλους, περβόλια, πλούτια;

Γ Είναι δηλητήριο το ψωμί του ραγιά, αρχόντισσα. Φαρμακώνει το στόμα και δεν πάει κάτω.

Δ Αχ, δεν ξέρεις, κυρά, και να μη σ’ αξιώσει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος, να μάθεις τι πάει να πει να ‘σαι σκλάβος.

Ε Σε πνίγει ένας βραχνάς, ώσπου πια το παίρνεις απόφαση να πεθάνεις καλύτερα.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ Ναίσκε! Για τούτο βγήκατε όξω να κάμετε παλικαριές. Πολεμούσατε κι οι γυναίκες; Όμορφο πράμα που ήθελε είστε με ντουφέκι και σπαθί…

ΚΟΡΗ Εμείς σας είπαμε να χτυπήσετε τον Τούρκο και θέλετε τώρα να πέσει το βάρος απάνω μας γιατί μας έπλασε ο Θεός με καλή καρδιά;

Α Μεγάλο βάρος σας δίνουμε, είν’ αλήθεια. Μα το Μεσολόγγι δεν παλεύει μόνο για τον εαυτό του. Όταν έρθει η λευτεριά θα είναι για όλους τους Έλληνες.

Β Εκεί κάτω οι άντρες, οι γιοι μας κι οι πατεράδες μας αγωνίζονται, πεθαίνουνε κάθε στιγμή από πείνα κι από βόλια.

Γ Ούτε ξέρουμε αν είναι γραφτό να τους ξαναδούμε.

Δ Από το Μεσολόγγι κρεμάστηκε τώρα όλο το γένος. Αν χαθεί το Μεσολόγγι, χάνεται το γένος. Αυτό μας έστειλαν να σας πούμε…

ΚΟΡΗ Ας χαθεί για να ησυχάσουμε πια κι εμείς.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ Να πέσει πια αυτό το Μεσολόγγι και οι βασιλιάδες της Ιγγλετέρας να βάλουνε σε τάξη τη ζουρλή την Ελλάδα.

Ε Σωπάστε αδερφές μου, κι ας μη μιλάμε άλλο σε τούτες τις μεγαλοαρχόντισσες. Τι μπορούν αυτές να καταλάβουν από τον πόνο του σκλάβου; Τα πλούτια και η καλοπέραση δεν τις αφήνουν να δούνε πέρα από τη μύτη τους.

ΚΟΡΗ Μμμμ, να και η κυρά δασκάλα! Όλα τα χάσατε, αλλά από εκείνα που ακούω η γλώσσα σας έμεινε. Έτσι ξέρω εγώ να μιλώ, κι αν σας αρέσει, αλλιώς να τα μαζεύετε και να φεύγετε, να πάτε από κει που ήρθατε.

ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ Μη μου συγχύζεσαι τζογούλα μου, δεν αξίζει τον κόπο για τούτες τις ζητιάνες να χαλάσουμε την ησυχία μας. Πάμε, πάμε να συνεχίσουμε τη βόλτα μας, μη μας δει και κανένα μάτι και μας παρεξηγήσουνε που μιλάμε με τούτες τις παρακατιανές.

Ε, ρε και να το άκουγες το άτιμο τι φωνή έβγαζε σαν ερχόταν η ώρα να πει την ατάκα για το σπίτι και την πατρίδα. Και τους ξένους που όλο σπρώξιμο θέλουνε.

Γυναίκα της Ζάκυθο...

Να σου κόβει την καρδιά και να στην κάνει κομμάτια. Γιατί σε μας τα φώναζε αυτά τα λόγια. Όλους. Κι όχι στο άλλο κοριτσάκι στη σκηνή που παρίστανε τη Γυναίκα της Ζάκυθος.

Γυναίκα της Ζάκυθος γινόμασταν όλοι εμείς. Που πήραμε από το Σολωμό δυο στροφές και τις κάμαμε εθνικό ύμνο κι όλον τον υπόλοιπο τον πετάξαμε στα σκουπίδια. Και ειδικά τη Γυναίκα της Ζάκυθος. Που την παίξαμε και την ξαναπαίξαμε και ακόμη συνεχίζουμε απτόητοι. Με δικούς μας πρόσφυγες. Με ξένους μετανάστες. Ακόμη και με τον κάθε καινούριο στη γειτονιά, στη δουλειά, στην παρέα.

Εμείς είμαστε στο σπίτι μας. Στην πόλη μας. Στη δουλειά μας. Στην παρέα μας.

Και χώρος για άλλους δεν υπάρχει. Ούτε στο σπίτι μας, ούτε στην πόλη μας, ούτε στη δουλειά μας, ούτε στην παρέα μας. Ούτε και στην καρδιά μας.

Εξαίρεση εκείνο το κοριτσάκι. Με τα μεγάλα μάτια. Τα γεμάτα θάλασσα και ήλιο. Που αντίθετα με τα συνήθια ακόμη και των παιδιών μας, άνοιξε την καρδιά της διάπλατη σαν ήρθε το μικρό αδερφάκι στη ζωή της. Θυσιάζοντας ως και το βιολί που λάτρευε. Μέχρι και το παιχνίδι για να τον φροντίζει και να τον βγάζει βόλτα.

Μα εκείνο το κοριτσάκι ήταν ένα παιδί - θαύμα. Δεν ήταν πλάσμα του δικού μας κόσμου. Ήταν μια αχτίδα των ουρανών στην άχαρη ζωή μας. Που πέρασε βιαστικά από την πατρίδα μας κι έπειτα έφυγε και χάθηκε. Σε μια άλλη πατρίδα. Που ξέρει να αγαπά και να νοιάζεται τους ξένους. Και να δίνει την ευκαιρία στα παιδιά - θαύματα να κάνουν το θαύμα.

Βούλιαξε η καρδιά μου στη θλίψη όταν ήρθε η μάνα της να μου το πει. Πως φεύγουν από την Ελλάδα. Και γέλαγαν πια και τα μάτια της και γέλαγε ολόκληρη. Κι από την άλλη πλημμύρισα χαρά. Γιατί ήξερε, την είχα πια πείσει, πως αυτό το κορίτσι ήταν η ελπίδα για όλη την οικογένεια. Και για το μικρούλη αδερφό. Και φρόντισαν να τους στείλουν οι συγγενείς πρόσκληση. Να συνεχίσει η μικρή τις σπουδές της εκεί που δε λογαριάζουν ούτε φύλο ούτε φυλή. Ούτε τι χρώμα έχει το δέρμα σου. Και φτάνουν οι άνθρωποι να ψηφίζουν ακόμη και πρόεδρο της χώρας έναν μαύρο.

Και ήταν τότε, που πια έφευγαν από την Ελλάδα, που τόλμησαν οι άνθρωποι να δηλώσουν και το πραγματικό τους όνομα. Είπαν πως κάποιο λάθος είχε γίνει στην αρχική μετάφραση. Κατάλαβα. Και πικράθηκα. Γιατί τέτοια λάθη κάνει ένας ξένος για να μπορέσει να γίνει αποδεκτός. Κι όχι για να εξαπατήσει. Και όνομα αλλάζει και θρησκεία και όλα τα άλλα που θα τον κάνουν όμοιο με τους τριγύρω.

Έτσι ο Κρίστο γίνεται Χρήστος και ο Άντι βαφτίζεται Αλέξανδρος. Κι ο Αλβανός μεταλάσσεται σε Βορειοηπειρώτη. Κι αλίμονο σε κείνους που διαφέρουν και στο δέρμα. Γιατί πετσί δε γίνεται ο άνθρωπος να αλλάξει. Και μένει πάντα σαν τη μύγα μες στο γάλα. Να ξεχωρίζει και να εισπράττει την ξενοφοβία σε όλες της τις μορφές. Γιατί οι άλλοι πιστεύουν πως είναι στο σπίτι τους και στην πατρίδα τους και και ο κάθε ξένος μόνο σπρώξιμο θέλει.

Κι αν απορείς πού βρήκε θέση η Γυναίκα της Ζάκυθος στις Καπετάνισσες και τι σχέση έχει η ιστορία αυτής της πιτσιρίκας με τους ναυτικούς, να σου εξηγήσω αμέσως. Πως ξέχασες ότι και οι ναυτικοί δεν έχουν σπίτι, δεν έχουν πατρίδα. Γυρνάνε τις θάλασσες πότε με το ένα καράβι και πότε με το άλλο και τη βαλίτσα συντροφιά. Λίγο ξεμπαρκάρουν και μετά σαλπάρουν και πάλι για λιμάνια ξένα. Πουλάκια ξένα, ξενιτεμένα, μια ζωή. Ο κάθε άλλος, ο κάθε στεριανός, μπορεί να μιλάει για το σπίτι του και την πόλη του και την πατρίδα του. Οι ναυτικοί όχι. Είναι πολίτες του κόσμου.

Έτσι γίνεται και χτίζουν μια άλλη κουλτούρα. Γραμμένη με πένα τα ταξίδια τους και μελάνι τον πόνο της καρδιάς τους. Έτσι γράφτηκε κι αυτή η ιστορία. Από έναν άνθρωπο που βρέθηκε κάποτε ξεχασμένος στο αεροδρόμιο της Βοστόνης. Χωρίς μία στην τσέπη. Κι ήταν τριγύρω άνθρωποι πολλοί. Πολιτισμένοι. Και ήταν μόνος και αβοήθητος. Κι έπειτα μια νύχτα στο Πορτ Σάιντ. Εξαθλιωμένος και πεινασμένος. Να τον ελεεί ένα χέρι με άλλο χρώμα. Και να προσφέρει ο μαύρος στο λευκό ένα κομμάτι ψωμί. Ψάχνεις ακόμη πώς χώρεσε εδώ αυτή η ιστορία για τη Γυναίκα της Ζάκυθος; Ακόμη να καταλάβεις πως όταν μια φορά γευτείς το ψωμί της ξενιτιάς μένει για πάντα μαγιά στην τσέπη σου;

Και είναι και το άλλο. Ήρθε η ώρα να το πω. Είναι οι κουβέντες που διάβασα χτες. Μια απάντηση που μου έγραψαν σε μια άλλη γωνιά του διαδικτύου:

"[...] ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ και στη ΧΩΡΑ ΜΟΥ ομως , οπου ειμαι φορολογουμενος πολιτης ΕΓΩ ΕΧΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ απο τον καθε βρωμιαρη απολιτιστο !!!!!!!!!Αλλα επειδη ειμαι γυναικα [...]

ΠΗΓΗ

Και από την ώρα που τις διάβασα μου τριβελίζουν τ' αυτιά. Και την καρδιά. Γιατί είναι κι εκείνη η ρημάδα η ενσυναίσθηση. Που σε κάνει να πονάς διπλά. Και γι' αυτά που διαβάζεις και για εκείνη που τα έγραψε.

Άλλον τρόπο δε βρήκα να απαντήσω σ' αυτή τη γυναίκα.

Πάρεξ να της ανοίξω το δικό μου σπίτι και το δικό μου κόσμο. Και είναι στο δικό της χέρι να μοιραστεί το τραπέζι μας. Και το ψωμί μας. Το ζυμωμένο με τη μαγιά των ταξιδιών. Και με τον Καββαδία να μας τραγουδάει το Γουίλι, το μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί. Που ώρες πολλές για πράγματα περίεργα του μιλούσε...

Ξέρω πως είναι δύσκολο. Ελπίζω όμως να βρει τη δύναμη. Να ξεκλειδώσει την πόρτα της και να έρθει. Ειλικρινά θα χαρώ και ειλικρινά το θέλω. Να έρθει. Και να μιλήσει. Και να την ακούσουμε.

Να μας πει για τις αγέλες των μαύρων, των σεξουαλικά πεινασμένων, που νιώθει να την απειλούν. Και να τις πούμε για τις δικές μας εμπειρίες. Πώς είναι να βρίσκεσαι μόνη σου στη δική τους χώρα. Ή και όμηρος ακόμη στα χέρια τους. Όπως η συναδέλφισσά μας πέρυσι με το Μαράν Κένταυρος. Στη Σομαλία.

Να μας πει για το δικό της παιδί που φοβάται να το αφήσει έξω να παίξει. Γιατί γέμισε η γειτονιά της μετανάστες. Και να της πούμε για τα παιδιά των ναυτικών. Που τα αφήνουν μόνα τους στη στεριά και φεύγουν οι γονείς τους για το καράβι.

Να μας μιλήσει για το σπίτι της. Και να της πούμε πώς είναι να ζεις μακριά από το σπίτι σου. Για μήνες. Μόνη σου με 20 - 30 άντρες. Καταμεσής στο πέλαγος.

Δεν ξέρω αν θ' αντέξει ν' ακούσει και τα χειρότερα. Πώς είναι να μαθαίνεις ότι πέθανε ο πατέρας σου και να μην μπορείς ούτε στην κηδεία του να έρθεις. Κι έπειτα ν' αρπάζει φωτιά το καράβι σου και να βλέπεις νεκρούς τους συναδέλφους σου. Και να μην ξεχωρίζεις πια ποιος είναι ο άσπρος και ποιος ο κίτρινος και ποιος ο μαύρος... Όπως η άλλη μας συναδέλφισσα. Πέρυσι. Στο Aegean Wind.

Και βέβαια θα την καταλάβουμε αν μας πει ότι εκείνη δεν το διάλεξε να ζει με τόσους μετανάστες τριγύρω της. Ενώ εμείς διαλέξαμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά. Αλλά να καταλάβει κι εκείνη πως ούτε οι μετανάστες διαλέξανε να ζούνε δίπλα στο σπίτι της. Και ούτε θέλουν να ζούνε εδώ. Να φύγουν θέλουν. Μα δεν τους αφήνουν.

Κι ας ρωτήσει εμάς, που έχουμε πάει στις πατρίδες τους, γιατί δε θέλουν να γυρίσουν εκεί. Και γιατί ξεσπιτώθηκαν. Σίγουρα όχι για να κάνουν μαύρη τη δική της ζωή. Αλλά γιατί κάποιοι άλλοι φρόντισαν να κάνουν κόλαση τη δική τους. Και τη ζωή και την πατρίδα.

Ξέρω ότι είναι δύσκολα αυτά που της ζητάμε. Είναι δύσκολο να ξεκλειδώσεις την καρδιά σου και να μιλήσεις και να ακούσεις τον άλλο. Δύσκολο να έρθεις στη θέση του και να τον νιώσεις. Αυτό όμως δε ζητάει κι εκείνη από τους άλλους; Να νιώσουν το πρόβλημά της;

Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Παρά εκείνη η μαγική λεξούλα της ψυχολογίας. Η ενσυναίσθηση.

Εμείς κάναμε το πρώτο βήμα. Είναι στο χέρι της να κάνει κι εκείνη το δικό της...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...

ΔΩΣΤΕ ΛΥΣΗ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ!

ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΕΝ ΑΠΑΙΤΟΥΝ:


ΤΕΡΜΑ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΑΙΓΜΟ!

ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΩΡΑ!


ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΓΩΝΑ ΑΕΝ

Οικολογικό Περισκόπιο

10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010: ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ ΑΠΟ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΧΟΛΗ



Ο ΟΡΚΟΣ


ΕΜΕΙΣ ΤΟΝ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ...


ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΟΝ ΖΗΤΗΣΑΝ;


Στα μάτια σας, μας είπαν, βλέπουμε το μέλλον της Ναυτιλίας. (Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, κ. Φικιώρης)

Μα το δικό μας μέλλον αποδείχτηκε κόλαση.

Τώρα τα ίδια τάζουν στα νέα κορίτσια για να τα πείσουν να πάνε στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Αυτές δε θα χρειαστεί να περιμένουν για να ανακαλύψουν την ίδια κόλαση της ανεργίας. Από το πρώτο εξάμηνο σπουδών, αναζητώντας καράβι για πρακτική άσκηση, βρίσκονται αντιμέτωπες με τις κλειστές πόρτες των εταιρειών. Δεκάδες νέες καπετάνισσες κινδυνεύουν να χάσουν το επόμενο εξάμηνο της σχολής γιατί ο Ιούλιος μπήκε και καράβι δε βρήκαν. Πολλές ακόμη αναγκάστηκαν ήδη να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους για τον ίδιο λόγο. Μα κανενός υπευθύνου δεν ιδρώνει το αυτί.

Αντίθετα μας ζητούν να σκεφτούμε το κρουαζιερόπλοιο Ζενίθ και τα διαφυγόντα κέρδη για τον τουρισμό. Την ώρα που οι ναυτεργάτες, γυναίκες και άντρες, βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ. Και απαιτούν να μην απεργούμε, να μην αγωνιζόμαστε για το δίκιο μας. Είμαστε υποχρεωμένες να μην υπακούσουμε. Το δις εξαμαρτείν δεν αρμόζει ούτε στις γυναίκες. Και ειδικά σε καπετάνισσες.

Ορκιστήκαμε για καπετάνισσες. Όχι για νέες Ιφιγένειες. Και αυτόν τον όρκο θα τιμήσουμε. Καπετάνισσες στη θάλασσα και καπετάνισσες στη ζωή. Με το κεφάλι ψηλά απαιτούμε να τηρηθούν οι υποσχέσεις που μας δόθηκαν. Και να ληφθούν μέτρα ώστε να μη σβήσει ο θεσμός τριάντα χρόνων. Το μέλλον της ναυτιλίας ανήκει και σε μας. Όχι γιατί μας το έταξε ένας υπουργός μα γιατί έχουμε κι εμείς προσφέρει τον ιδρώτα μας για την ελληνική ναυτιλία.

Τώρα όμως με την άρση του καμποτάζ και τον αφανισμό των ελλήνων ναυτεργατών που θα σημάνει, το ΝΑΤ κινδυνεύει να χρεωκοπήσει. Πώς θα πληρωθούν οι συντάξεις σε όσους ναυτεργάτες τόσα χρόνια έδιναν τις εισφορές τους;

Γι' αυτό στον αγώνα κατά της άρσης του καμποτάζ είμαστε όλοι ενωμένοι. Άντρες και γυναίκες. Παλιές και νέες καπετάνισσες. Και είναι ο αγώνας αυτός αγώνας επιβίωσης.

Μη μας ζητάτε λοιπόν να σκεφτούμε το Ζενίθ. Γιατί αυτός που βρίσκεται στο ναδίρ δεν έχει πια τίποτε άλλο να χάσει αν αγωνιστεί. Εκτός από τις αλυσίδες του.

Βίρα λοιπόν τις άγκυρες! Κι ας σπάσουν και οι καδένες. Για το μέλλον που ονειρευτήκαμε και δικαιούμαστε μετά από τριάντα χρόνια να ζήσουμε. Την καταξίωση του θεσμού της ελληνίδας καπετάνισσας.

Έτσι τιμούμε εμείς την επέτειο των τριάντα χρόνων από την αποφοίτηση. Με αγώνες!

Εκεί, στον Πειραιά, στο λιμάνι. Που η ακηδία όλων μας ξεμπάρκαρε.

Είναι η ώρα να μας ξαναβρούν μπροστά τους. Και η ώρα να σταματήσουν να ξεγελάν κι άλλες αθώες κοπέλες με κούφιες υποσχέσεις. Η ώρα να βγει ο θεσμός από την κόλαση.

Τριάντα χρόνια μετά ξέρουμε καλά γιατί μας άνοιξαν την πόρτα της ναυτιλίας. Χωρίς καν να το ζητήσουμε εμείς. Τώρα νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να την ξανακλείσουν. Ωραία λοιπόν. Στις δικές τους κλειστές πόρτες απαντάμε με κλειστά λιμάνια. Δίκαιο δεν είναι;

Ή όλοι μαζί στο ζενίθ ή όλοι μαζί στο ναδίρ. Δεν μπορεί η μεν ελληνόκτητη ναυτιλία να είναι πρώτη στον κόσμο και να ανθοφορεί και οι έλληνες ναυτεργάτες να πετιούνται στον καιάδα. 85.000 έλληνες ναυτικοί το 1980, λιγότεροι από 20.000 σήμερα. Μιλάνε οι αριθμοί. Κόντρα στους αριθμούς για τα διαφυγόντα κέρδη από το Ζενίθ και το κάθε Ζενίθ. Και στο κάτω κάτω ΠΑΝΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Απαιτούμε λοιπόν από την Πολιτεία να θέσει στο ζενίθ της τον άνθρωπο. Ζητάμε να πάρει πίσω την άρση του καμποτάζ και να θεσμοθετήσει μέτρα στήριξης τόσο των ελλήνων ναυτεργατών όσο και της γυναίκας ναυτεργάτριας.

Ζητάμε πολλά; Όχι! Ζητάμε μόνο να τιμήσουν τα τριάντα χρόνια που χωρίς καμία στήριξη καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανό το θεσμό της ελληνίδας καπετάνισσας. Και που παρά τις αντιξοότητες έχουμε σήμερα να καμαρώνουμε αρκετές συναδέλφισσες σε βαθμό υποπλοιάρχου αλλά και πρώτου πλοιάρχου.

Αποδείξαμε πως μπορούμε να σταθούμε ισάξια με τους άντρες συναδέλφους στις γέφυρες των πλοίων. Και δεν ανεχόμαστε άλλο πια ούτε διακρίσεις εξαιτίας του φύλου μας ούτε και άλλη εκμετάλλευση των γυναικών ναυτικών με στόχο να χτυπηθεί συνολικά το ναυτεργατικό κίνημα. Σας είπαμε, ξέρουμε γιατί μας ανοίξατε την πόρτα. Δε μας κάνατε χάρη.

Μας βάλατε στα καράβια για τον ίδιο λόγο που τώρα βάζετε τους αλλοδαπούς. Χωρίς να νοιάζεστε αν θα τα καταφέρουμε επαγγελματικά. Μας θέλατε το πολύ πολύ για ανθυποπλοιάρχους. Δεν περιμένατε πως θα καταφέρουμε κάτι καλύτερο. Επιδιώκατε να δημιουργήσετε ζευγάρια ναυτικών. Να μένουμε περισσότερο στο πλοίο, να δεχόμαστε μικρότερους μισθούς για να μας ναυτολογήσετε μαζί. Κι όταν τα σχέδιά σας βγήκαν όλα πλάνα, βιαστήκατε να μας κλείσετε την πόρτα. Προτιμώντας τους αλλοδαπούς.

Ε, σας λέμε ότι και αυτό το σχέδιο πλάνη θα βγει. Θα φροντίσουν οι ναυτεργάτες γι' αυτό. Κι εμείς θα σταθούμε δίπλα τους. Δίπλα στο ταξικό ναυτεργατικό κίνημα. Γιατί αυτό και μόνο μας στήριξε αταλάντευτα τριάντα τόσα χρόνια. Αν μη τι άλλο χρωστάμε τώρα να ανταποδώσουμε.

Γιατί αχάριστες οι ελληνίδες καπετάνισσες δεν είναι. Και το ξέρετε. Όπως αγαπήσαμε τα καράβια σας όταν μας δώσατε την ευκαιρία να εργαστούμε , και υπερβάλαμε εαυτούς για να σταθούμε αντάξιες, ίδια τώρα τιμούμε τα τριάντα χρόνια της παρουσίας μας υποστηρίζοντας ολόψυχα τον αγώνα των ναυτεργατών.

Στο κάτω κάτω δε μας αφήσατε άλλο δρόμο. Ο αγώνας των ναυτεργατών είναι η μόνη μας ελπίδα να μη σβήσει ο κλάδος μας. Και να μην πάνε στράφι τριάντα χρόνια προσπάθειας και θυσίας.