"Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου ― σαν νεκρός ― θαμένη.
Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω,
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά ’βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού ― μη ελπίζεις ―
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες."
Καβάφης «Η Πόλις». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 21.
Όταν καμιά φορά βρεθώ σε ανάγκη να περιμένω με τις ώρες αδρανής, σε τρένο ή προθάλαμο γιατρού, άλλο δε βρίσκω να "σκοτώσω" την ώρα παρά παίζοντας ένα χαζό παιχνίδι στο κινητό. Για διάβασμα ούτε να το συζητάτε, το αγαπώ πολύ για να το κάνω παρουσία άλλων...
Είναι, που λέτε, ένα ανθρωπάκι που προσπαθεί να γλιτώσει από τα κοτρόνια που έρχονται καταπάνω του. Αν προλάβει να ρίξει κουτουλιά, έχει καλώς. Αλλιώς, πάει καλλιά του. Τέζα το ανθρωπάκι... Στην αρχή τα κοτρόνια έρχονται αργά αργά. Όσο όμως περνά η ώρα, οι ρυθμοί γίνονται όλο και πιο γρήγοροι. Το ανθρωπάκι μου αγωνίζεται να ξεφύγει, έστω κι αν ξέρει πως οι Μήδοι θα διαβούν στο τέλος. Το παιχνίδι δεν τελειώνει παρά μόνο αν έρθει η μοιραία κοτρόνα.
Μερικές φορές κουράζομαι και το αφήνω απροστάτευτο. Να αντιμετωπίσει την τύχη του και το αναπόφευκτο τέλος. Και είναι ανακούφιση. Όσο και λύπη. Δηλαδή μηδέν συναισθήματα. Ψυχρή λογική και αποδοχή του μοιραίου.
Τώρα τελευταία αισθάνομαι σαν αυτό το ανθρωπάκι. Κουτούλησα και ξανακουτούλησα από βότσαλα μέχρι αγκωνάρια. Γέμισε το κεφάλι μου καρούμπαλα και γνώση. Μα το πράμα παράγινε. Κι αρχίζω να ανησυχώ. Γιατί αυτό δεν είναι παιχνίδι. Είναι η ζωή μου.
Χτες βράδυ, μετά από ένα γερό ογκόλιθο, φέρθηκα έξυπνα. Σταύρωσα τα χέρια και φώναξα τη Σίβυλλα. Να τελειώνουμε πια. Ξύπνησα και ήμουν ακόμη ζωντανή. Η Σίβυλλα και πάλι στο μπαλαούρο. Διπλά μανταλωμένη. Συναίσθημα κανένα. Λες και άλλος γλυκοκουβέντιαζε χτες με τη μάντισσα. Και τα καρούμπαλα σταμάτησαν να πονάνε. Με ξέχασαν κι αυτά.
Κι έπιασα να θυμάμαι, τι; Τότε που ταξίδευα τις θάλασσες, παιδί ακόμη. Και καθόμουνα στη πρύμη και έβλεπα τα απόνερα. Παφ παφ η προπέλα έσκιζε τη γλαφυρόγλουτη. Και άφριζε εκείνη και θύμωνε και άνοιγε τα σωθικά της. Κι έπειτα έβλεπα να κλείνουν οι πληγές. Λήθη. Πού πήγαινε τόσος πόνος; Πού τον έπνιγε; Ήρθε μετά ο ποιητής και μου έμαθε:
"Τα σπλάχνα σου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν."
Μα είχα πια χωρίσει τους δρόμους μου από τη γαλανή κυρά. Και δεν μπόρεσα, δεν πρόκαμα να τη ρωτήσω. Να σκύψω και να αφουγκραστώ όσα καλά μού κράταγε κρυμμένα. Έμεινα μόνο να πηγαίνω στις ακρογιαλιές και να της λέω τα δικά μου μυστικά. Κι εκείνη μεγαλόψυχη να με παρηγορεί και να με νανουρίζει. Κι εγώ, σαν που με είχε μαθημένη, έκλεινα τις πληγές και τραβούσα παρακάτω. Και παρακάτω. Να φεύγεις και να φεύγεις. Ώσπου μου έγινε συνήθειο και δεύτερο δέρμα. Κι είναι αυτό που με τρομάζει και με φοβίζει πιο πολύ. Όλα αυτά τα πνιγμένα μου, που τόσο βιαστικά τα φυλακίζω εντός μου. Και βρικολακιάζει ο λόγος του ποιητή:
"Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
Ο εαυτός μου... Που τον σκοτώνω ασύστολα κάθε μέρα κι από λίγο. Και τον φεύγω συνέχεια. Ή τον αποφεύγω; Δεν ξέρω τελικά τι να αποκριθώ.
Είναι λύση να σε ξεχάσει ο πόνος; Είναι λύση να μάθεις έτσι εύκολα τον πόνο να θάβεις και να τον ξεχνάς; Λύση, τη Σίβυλλα να αστοχάς κλεισμένη στο αμπάρι; Της Σίβυλλας η τρυφερή ματιά. Θα το πιστέψεις; Απόψε μου λείπει πιο πολύ. Μου λείπει που έτσι και πάλι την παράτησα... Καράβι που όλο φεύγει και φεύγει. Σε ένα ταξίδι ατέλειωτο για τη θολή γραμμή των οριζόντων. Ένας ανάξιος εραστής, ένας αλήτης, στο δρόμο της αιώνιας φυγής.
_________________________________________________
ΥΓ. Η ιστορία είναι παλιά. Μετράει κιόλας κάτι μήνες που γράφτηκε. Έχω καιρό να παίξω με το ανθρωπάκι και τα καρούμπαλα έχουν υποχωρήσει. Για το αύριο δεν ξέρω. Γιατί αν και προσπάθησα να πάρω καράβι και να φύγω, η μοίρα με άφησε στο ίδιο το λιμάνι. Στο ίδιο σχολείο. Είπαμε, δεν έχει πλοίο για με. Δεν είχε και απόσπαση να μου δώσει η υπηρεσία μου. Εντός και επί τα αυτά για μια χρονιά ακόμη.
- ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για τη Σίβυλλα διαβάστε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...