ΕΚΦΟΡΤΩΣΗ*
Τα φώτα κάνουνε τη νύχτα μέρα. Το κρύο δεν αστειεύεται εκεί πάνω τέτοιον καιρό. Ένα άλλο κρύο, δε μοιάζει με το δικό μας. Σε τρυπάει με χιλιάδες μαχαίρια και λες θα σταματήσει η καρδιά σου.
Μικρό κορίτσι ήμουνα όταν βρέθηκα στα καράβια. Δόκιμος στην κουβέρτα. Τώρα που μεγάλωσα απορώ κι εγώ με τα μυαλά που κουβάλαγα. Καλομαθημένη από το σπίτι μου, δάσκαλοι οι γονείς, μετρημένα τα χρήματα μα εμάς των παιδιών δε μας έλειπε τίποτε. Πώς έγινε και τα βρόντηξα όλα και έφυγα στα καράβια;
Να πεις πως δεν έπαιρνα τα γράμματα; Χωρίς ποτέ να ιδρώσω στο διάβασμα κατάφερνα να φέρνω δεκαοχτάρια. Για του σχολειού το διάβασμα μιλάω. Τα άλλα, τα μυθιστορήματα, τα κουβαλούσα ακόμη και στο κρεβάτι. Με βάζανε να κοιμηθώ κι εγώ κουκουλωνόμουνα κάτω από τις κουβέρτες και συνέχιζα το βιβλίο. Μεγάλο κουσούρι αυτό. Δεν μπορούσα να παρατήσω βιβλίο από το χέρι μου πριν φτάσω στην τελευταία σελίδα.
Παιδί ακόμη στα δέκα είχα ξεκοκαλίσει όλο τον Παπαδιαμάντη. Τη γυφτοπούλα και τους εμπόρους των εθνών, ακόμη και τη φόνισσα. Πώς έγινε και τα παράτησα όλα κι έφυγα για τη θάλασσα;
Αν ήμουν αγόρι, και από νησί, θα είχε το πράγμα μια εξήγηση. Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος θαλασσοπαρμένος, κατά που λέμε νεραϊδοπαρμένος. Εγώ όμως ήμουν κορίτσι και από τα κράκουρα της Ηπείρου.
Πάνε δεκαετίες από τότε. Ώρες ώρες νομίζω πως μια άλλη τα έζησε αυτά. Είναι και η μνήμη μου ασθενική. Και παράξενη. Ξεχνάει όσα θυμούνται όλοι οι άλλοι και κρατάει κάτι άχρηστες λεπτομέρειες.
Απόψε θα ήθελα πολύ να θυμηθώ. Πώς ήταν τότε. Εκεί πάνω στα λιμάνια της βόρειας Ευρώπης σαν φτάναμε φορτωμένοι με χιλιάδες γαλόνια αργό πετρέλαιο.
Από τον Περσικό το κουβαλάγαμε. Εκεί που πατάς με παπούτσι χοντρό την κουβέρτα και τσουρουφλίζονται οι πατούσες σου. Πιάναμε έπειτα το γύρο της Αφρικής. Σοκότρα, Κομόρες, στο στενό της Μοζαμβίκης. Γυρνάγαμε στο ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας και πιάναμε το ανέβασμα. Ισημερινός, Κανάρια, και μετά Πορτογαλία, Φινιστέρο, Μπέης, Ίνγκλις Τσάνελ. Σε ένα μήνα από το φούρνο στην κατάψυξη. Ίσως γι’ αυτό και το πετσί μας δεν άντεχε το κρύο.
Ένας γερο – ναυτικός μου έμαθε το κόλπο με τις εφημερίδες. Να τις τσαλακώνω και να παραφουσκώνω από μέσα τη φόρμα. Κάπως καλύτερα, δε λέω, μα και πάλι ένιωθες τη μύτη σου να κρουσταλλιάζει. Και την υγρασία της θάλασσας, γλίτσα, να κάθεται παντού.
Έμπαιναν μετά μπροστά οι αντλίες. Και ο γραμματικός να τρέχει σαν τρελός. Μία στο πομπ ρουμ και μία στα αμπάρια. Σούπερ τάνκερ το καράβι και ήθελε μαστοριά και στη φόρτωση και στην εκφόρτωση. Ποιο αμπάρι και πόσο θα αδειάσεις. Να μην τσακίσει το καράβι σαν κλαδάκι στα δυο…
Και οι προβολείς αναμμένοι όλοι. Δεν καταλάβαινες μέρα και νύχτα. Και δεν κοιμόσουν. Έξι ώρες βάρδια και μετά γραμμή για έξω. Και πάλι μέσα και πάλι έξι ώρες βάρδια. 48 ώρες. Όλο κι όλο δυο μερόνυχτα για να σπατσάρουμε, να σαβουρώσουμε και δρόμο πάλι για κάτω. Να φέρουμε νέα παρτίδα λάδι για την ακόρεστη ρουφήχτρα της Ευρώπης.
Τώρα πολλά καράβια κουβαλάνε φυσικό αέριο. Εγώ δεν τα γνώρισα. Μαθαίνω από τις μικρές και μένω άναυδη. Λες και δεν πέρασα κι εγώ από τα καράβια. Για το πρέζουρ και τη θερμοκρασία φορτίου και τα απίθανα μέτρα ασφαλείας. Δεν ξέρω αν θα άντεχα να δουλέψω σε τέτοιο καράβι. Εδώ δεν ξέρω πώς άντεξα και στα άλλα καράβια.
Ίσως η ηλικία. Δε χαμπάριαζα κίνδυνος τι θα πει. Δίψαγα μονάχα για περιπέτεια.
Ώρες ώρες ρίχνω το «φταίξιμο» στον Ιούλιο Βερν. Δεν έχω αφήσει αδιάβαστο ούτε δικό του βιβλίο. Κι άλλες πάλι αναζητώ το τρελό γονίδιο του dna μου.
Και ίδιο γονίδιο πρέπει να κουβαλάνε και όλες οι άλλες γυναίκες που αποφασίζουν να ανέβουν στη γέφυρα. Το βλέπω στα μάτια τους. Όποιας γενιάς και αν είναι. Χοροπηδάει μια μικρή φλόγα. Και τις φουντώνει να λαχταράνε το καράβι εκεί που άλλοι ναυτικοί παλεύουνε να βρούνε τρόπο για περσότερο καιρό στη στεριά.
Αυτή τη φλόγα θυμάμαι κι εγώ. Κι ας έχω ξεχάσει πολλά άλλα. Να, τις προάλλες έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ πώς αλλάζαμε την ώρα. Το απόλυτο κενό…
Κι άλλες φορές πιάνω τη ναυτιλία και παλεύω να θυμηθώ πώς βγάζαμε ευθεία. Βλέπω τα ημίτονα και τρελαίνομαι. Και όμως κάποτε τα έπαιζα στα δύο δάχτυλα.
Βάλε με όμως να σου μιλάω για εκείνη τη φλόγα. Του φευγιού και του ταξιδιού. Αυτή δεν ξεχνιέται με τίποτα. Κι απορώ. Τι στο καλό γύρευα εγώ στα καράβια; Ένας τουρίστας ταξιδευτής;
Το πρόβλημα έλαβε τη λύση του τώρα τελευταία. Ξαναδιαβάζοντας Καββαδία. Και συναντώντας τους μπιτσκόμπερ…
Ένας συνάδελφός τους και εγώ.
___________________________________
Νίκος Καββαδίας:
[...] Αυτοί που αγαπούν με πάθος τη θάλασσα, δεν μπορούνε ποτέ – είναι αποδεδειγμένο – να γίνουν επαγγελματίες θαλασσινοί. Κι αν ποτέ κατορθώσουν να γίνουν, θα πάψουν να την αγαπούν. Θα χετε ακούσει γι’ αυτούς τους ναυτικούς που περισσότερο ζουν στα ντοκ των λιμένων κυττάζοντας τα πλοία που φεύγουν και κάνουνε τους διερμηνείς στους ξένους ναύτες. Αυτοί είναι οι ανίατοι! Έχουν δουλέψει θερμαστές, ναύτες ,καμαρώτοι ,καρβουνιάρηδες ,αλλά δεν ειδικεύτηκαν και δε δούλεψαν περισσότερο από ένα μήνα την ίδια δουλειά και στο ίδιο πλοίο. Ποτέ δε μπόρεσαν να συνηθίσουν τη θάλασσα.
Τους ζαλίζει . Σκοντάφτουν εκεί που οι άλλοι περπατούν ίσια, κλείνουν τα δάχτυλά τους μέσα στις πόρτες , δε μπορούν να κυβερνήσουν τιμόνι ενώ ξέρουν το μπούσουλα όσο κι οι καλοί ναύτες. Αρρωσταίνουν και ξεμπαρκάρουνε κλαίγοντας. Βλέπεις μέσα στα μάτια τους κάτι παράξενο. Και στα σκεβρωμένα τους πρόσωπα κάτι το αλλοπαρμένο.
Αυτούς τους περιφρονούν και τους λένε Μπιτσκόμπερ.[...]
Διαβάστε περισσότερα εδώ:
http://www.greekdivers.com/forum/index.php?showtopic=5600
____________________________
*Αφιερωμένο στην Ι.Μ. Που δε βρήκε καράβι να κάνει το εκπαιδευτικό. Και ετοιμάζεται να τα παρατήσει. Με την ευχή να μη γίνει "μπιτσικόμης"...