Τριάντα τότε. Πλέον περισσότερα. Γιατί το ρεύμα του χρόνου συνεχίζει να ρέει διαρκώς και αδιαλείπτως. Τα πάντα ρει. Αυτό το ρεύμα που αναφέρει και ο Ντέιβις στο βιβλίο του "Θεός και Μοντέρνα Φυσική". Κεφάλαιο Χρόνος:
"... υποπτεύεται κανείς ότι στην πραγματικότητα ο χρόνος δεν ρέει καθόλου. όλα είναι προϊόντα της φαντασίας μας.
Όταν προσπαθούμε να συλλάβουμε την προέλευση της αντίληψής μας για τη ροή του χρόνου, συναντούμε τα ίδια αξεδιάλυτα προβλήματα που παρουσιάζονται όταν επιχειρούμε να κατανοήσουμε το "εγώ", και είναι δύσκολο να μη σχηματίσουμε την εντύπωση ότι αυτά τα δύο προβλήματα σχετίζονται στενά μεταξύ τους. Μόνο μέσα στο ρεύμα του χρόνου μπορούμε να αντιληφθούμε τους εαυτούς μας.
Ο Hofstadter έχει γράψει για μια "περιστρεφόμενη δίνη αυτοαναφοράς" που δημιουργεί ό,τι ονομάζουμε συνείδηση και αυτογνωσία.
Προσωπικά πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή ακριβώς η δίνη οδηγεί τη φυσιολογική ροή του χρόνου. γι' αυτό και υποστηρίζω ότι το μυστήριο του "νου" θα ξεδιαλυθεί μόνον όταν κατανοήσουμε το μυστικό του χρόνου."
Περιστρεφόμενη δίνη αυτοαναφοράς λοιπόν... κλικ. Πατώ και πάλι το κουμπάκι...
Και απόψε με πάει στην Ελαφίνα.
Και στην καμπίνα δοκίμου πλοιάρχου...
Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία εκείνης της καμπίνας. Να είχαμε τότε τις ευκολίες τις σημερινές... Μια μηχανούλα Agfapocket όλο κι όλο. Και να περιμένεις να γυρίσεις Αθήνα για να δεις τι έβγαλες... Έστω όμως και έτσι δεν μπορείτε να φανταστείτε τη συγκίνηση όταν τις βλέπω. Ο χρόνος; Αστραπιαία γυρίζει εκεί.
Την ώρα που ανέβηκα πρώτη φορά στο πλοίο. Και με υποδέχτηκε σκαιός και βλοσυρός ο πλοίαρχος. Νομίζω πως το ίδιο θα ήταν και αν υποδεχόταν άντρα δόκιμο. Γι' αυτό και το εκτιμώ αφάνταστα που κράτησε αυτή τη στάση. Δεν ήταν κακός. Όχι. Κράτησε πολύ απλά την απόσταση που ταιριάζει στη θέση του καπετάνιου από ένα άψητο δοκιμάκι.
Το πιο θετικό σε εκείνο το πρώτο μου μπάρκο ήταν που το καράβι είχε γυναίκα μαρκόνισσα. Και δεν ήταν άλλη από τη σύζυγο του πλοιάρχου. Η κυρία Κατερίνα. Κυρία με τα όλα της. Η παρουσία της και μόνο στάθηκε για μένα σωτήρια. Δε βρήκα την άρνηση και την έκπληξη που αργότερα συνάντησα σε άλλα καράβια. Και αυτό νομίζω πως είχε επίδραση και στη συμπεριφορά του κάπταιν. Ήταν ο άνθρωπος προετοιμασμένος με τον καλύτερο τρόπο να δεχτεί γυναίκα δόκιμο. Δεν του ήρθε κεραμίδα...
Θυμάμαι ακόμη πώς με υποδέχτηκε. Μην περιμένεις, μου είπε, επειδή είσαι γυναίκα να σε βοηθήσω να κουβαλήσεις τη βαλίτσα σου! Δεν το περίμενα. Αλλά και δεν ενοχλήθηκα που το είπε. Ίσα ίσα. Κατάλαβα πως εκεί δε θα με δουν σαν κοριτσάκι αλλά σαν δόκιμο. Κι αυτό ήθελα κι εγώ.
Κανονικά τις βάρδιες μου στη γέφυρα και κανονικότατη εξάσκηση και στην κουβέρτα. Καμία εξαίρεση αλλά και καμία αγγαρεία για να μου δείξουν πως δεν κάνουν οι γυναίκες για τα πλοία. Υπήρξα πραγματικά τυχερή σε εκείνο το πρώτο ταξίδι. Και έμαθα νομίζω όσα θα έπρεπε να μάθει ένας δόκιμος μέσα στο ελάχιστο διάστημα που τότε διαρκούσε ένα εκπαιδευτικό ταξίδι. Δυο μήνες. Όλο και όλο. Σήμερα ευτυχώς οι δόκιμοι έχουν 12 μήνες σε καράβι πριν αποφοιτήσουν. Και τρία χρόνια σπουδών αντί για τα δύο τα δικά μας. Άλλοι καιροί. Άλλες όμως και οι ανάγκες του τότε και του τώρα. Θέλω να πω ότι δεν υστερούσε σε τίποτε η εκπαίδευσή μας. Μάλλον το αντίθετο...
Ήταν βεβαίως και το πείσμα το δικό μας μεγάλο ατού. Είχαμε τόσα ακούσει που μας είχε πιάσει το γινάτι να αποδείξουμε πως μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Μου λένε καμιά φορά τώρα οι άνθρωποι πως τους τρομάζω... Πως είμαι λέει πολύ σκληρή και τους θυμίζω Θάτσερ και δεν ξέρω τι άλλο έχω ακούσει. Ίσως και να έχουν δίκιο.
Μα θα έπρεπε κάποιος να ξέρει τα πριν και τα μετά για να καταλάβει... Τι πρόβατο ήμουν όταν τελείωσα το λύκειο και τι πέρασα για να εμπεδώσω το Homo homini lupus.
Οι άλλες της γενιάς μου γύρναγαν από νωρίς στα πάρτι, στα σινεμά, στα ραντεβουδάκια. Για μένα αυτά όλα ήταν ένας κόσμος απαγορευμένος και άγνωστος. Δε με άφησαν ποτέ να βγω βόλτα καν με τις φίλες μου μέχρι που τελείωσα το λύκειο. Και ούτε κι εγώ επαναστάτησα σαν παιδί να το ζητήσω. Απίστευτο; Και όμως αληθινό.
Θυμάμαι τον πατέρα μου που όταν κατάλαβε ότι με είχε παραφτιάξει άβουλο ζυμάρι με προκαλούσε να πάρω αποβολή και μου έταζε δώρο!!! Δεν το κέρδισα ποτέ.
Για κακή τύχη πολλών όμως ήρθε μετά το καράβι. Κι εκεί το προβατάκι αναγκάστηκε να πετάξει την προβιά για να επιβιώσει. Και να βγάλει νύχια και δόντια. Πώς να τα τροχίσω τώρα που έχουν παρασκληρύνει από τα χρόνια; Απορώ πώς θα είχα καταντήσει αν δεν είχα περάσει αυτά που πέρασα στη θάλασσα. Κι ακριβώς με αυτή την πείρα δε λυπάμαι κανέναν που τον περνούν δια πυρός και σιδήρου μέχρι να γίνει ... άνθρωπος. Ποιος σας είπε ότι με γλυκανάλατες ανατροφές μπορούμε να ετοιμάσουμε ικανούς ανθρώπους για τη σημερινή ζούγκλα; Ή μήπως δεν είναι άγρια ζούγκλα αυτή η κοινωνία;
Νιώθω λοιπόν βαθιά ανάγκη να ευχαριστήσω όλους όσους εκείνα τα χρόνια με βοήθησαν να σκληραγωγηθώ και να μάθω να στέκομαι όρθια. Και ίδια ακούω να εκφράζουν ευχαρίστηση οι μαθητές μου όταν μεγαλώσουν και εκτιμήσουν σωστά τι πήραν και τι δεν πήραν από μένα. Δεν είναι τα γράμματα. Αυτά τα μαθαίνει κανείς και ανοίγοντας μόνος του ένα βιβλίο. Η αγωγή είναι πολλά περισσότερα.
Χρειάστηκε σήμερα να θυμίσω σε μια φίλη την παιδαγωγική μάστιγα του Ταϋγέτου. Τι νομίζεις, τη ρώτησα... έτσι τυχαία κάνω όσα κάνω; Λέμε διαβάζουμε Λιαντίνη. Ωραία. Ας προσέξουμε λοιπόν τι υποστηρίζει για την αγωγή και ποιο μοντέλο προβάλλει. Το μοντέλο της Σπάρτης. Αυτό που πέταγε παιδιά στον Καιάδα... Έτσι το κατηγορούν. Αμ δε. Είναι που δε θέλουν να δουν την αλήθεια. Πως αυτό το σύστημα αγωγής κράτησε κάποτε Θερμοπύλες. Κι έτσι λοξοκοιτούν προς άλλα συστήματα που ετοιμάζουν τρέσες...
Δε μιλάμε για βαρβαρότητα. Όχι αυτό. Μα μπορείς από το μάρμαρο να βγάλεις άγαλμα αν δεν το σμιλέψεις; Αν αντί να το "πονέσεις" το αρχίσεις στα ... χαδάκια; Κι εμένα στην Ελαφίνα μόνο χαδάκια και γλύκες δε μου έκαναν. Ευτυχώς.
Και στη γέφυρα με τα καθαρά μου ρουχαλάκια με ανέβασαν να μου μάθουν τα σχετικά:
Αλλά και στην κουβέρτα κατέβηκα και έφαγε η μούρη μου γράσο και μπογιά και σκουριά:
Εγώ που δεν ήξερα ούτε πιάτα να πλύνω στο σπίτι μου... Και όμως ο άνθρωπος κρύβει μέσα του τεράστια δύναμη. Αρκεί να του δοθεί η ευκαιρία για να την εκδηλώσει. Αλλιώς σαπίζει και χάνεται και μαραίνεται...
Άλλος άνθρωπος έφτασα εκείνη τη μέρα πριν τριάντα χρόνια στην Ελαφίνα και άλλος γύρισα δυο μήνες μετά στην Αθήνα. Μεγάλο σχολείο το καράβι. Μεγάλο σχολείο η κάθε δυσκολία που περνάμε.
Άν πόνεσα; Αν έκλαψα; Πολύ... Μπορεί να μην έχω φωτογραφία της πρώτης μου καμπίνας και ακριβώς να έφταιξε που μόνο για φωτογραφίες δεν είχα κέφι εκεί μέσα. Σαν έκλεινα την πόρτα και βρισκόμουν μόνη με εμένα. Αχ, και να με άκουγε εκείνη την ώρα η μάνα μου. Θα έτριβε τα χέρια της από τη χαρά της, γιατί αυτή μου τά 'λεγε αλλά εγώ δεν την άκουσα.
Δυο μήνες έπειτα ήταν πλέον αργά να την αφήσω να το καταλάβει. Το προβατάκι δεν υπήρχε πια. Και οι άνθρωποι που με γνώρισαν από κει και μετά έχουν δίκιο να λένε πως ώρες ώρες τους τρομάζω... Ένα δεν έχουν δίκιο. Να νομίζουν πως έτσι στην τύχη και κατά λάθος ή και από γεννησιμιού μου φτιάχτηκα έτσι. Ή πως την όποια δύναμη μου χάρισε εκείνη η σκληρή ζωή στη θάλασσα την έχω για επίδειξη και σπατάλη. Μόνο όπου πρέπει και όσο πρέπει. Μέτρο. Η θάλασσα στο μαθαίνει κι αυτό. Η θάλασσα που ξέρει να φουρτουνιάζει και ξέρει να γίνεται και λάδι... Κι εσύ αλλιώς θα ταξιδέψεις στα κύματα κι αλλιώς στη μπουνάτσα, αλλιώς στο τραβέρσο και αλλιώς με γεμάτα αμπάρια, αλλιώς μεσοπέλαγα κι αλλιώς στα στενά και στις ξέρες... Δε θέλει μαγκιές η θάλασσα. Τέχνη χρειάζεται. Ναυτοσύνη.
Κι αν το καλοσκεφτείς ένα καράβι είναι και η ζωή μας.
Μα την αλήθεια. Τέτοια χώρα και με τέτοια παράδοση, νομίζω πως καθόλου δε θα έβλαπτε αν όλα τα παιδιά μας τελειώνοντας το λύκειο τα στέλναμε για δυο μήνες να δουλέψουν σε ένα καράβι. Αν μη τι άλλο θα γύρναγαν πίσω και θα ήξεραν πως τίποτε δεν κερδίζεται αν δεν κοπιάσεις και αν δεν πονέσεις. Δε θα σέρνονταν στις καφετέριες σκαλίζοντας τα πολυτελή κινητά και δε θα σκοτώνονταν στην παραλιακή καβαλώντας το αυτοκίνητο του μπαμπά και της μαμάς.