Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα.
Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο.
Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει ναυτικό φυλλάδιο και μπαρκάρει ως "ναυτόπαις" τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".
Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες.
Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως. Στον πόλεμο του ’40 φεύγει για την Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ.
Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ' αυτών Αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα "Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη". Το 1945 δημοσίευσε το ποίημα «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα» Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία".
Η ασφάλεια του έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής.
Είναι πια 35 χρονών. Και μέχρι τα 65 του που θα κλείσει τα μάτια του θα ζήσει κυρίως στη θάλασσα και ελάχιστα στη στεριά.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο κι ενώ ήταν έτοιμος να μπαρκάρει για μια ακόμη φορά...
Κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο με παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.
Η αγάπη του κόσμου στο Νίκο Καββαδία και το έργο του όχι μόνο δεν έσβησε με το θάνατό του αλλά και συνέχισε αμείωτη μέχρι σήμερα. Απόδειξη της αξίας του ποιητή. Που σαράντα σχεδόν χρόνια από την ώρα που "μπάρκαρε" για στερνή φορά, εξακολουθεί να συγκινεί και σχεδόν όλα τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί.
Δείτε το! Πρόκειται για αριστούργημα:
[...] Ο Καββαδίας, από την άλλη, εκδηλώνει με τον δικό του τρόπο το ενδιαφέρον του για τα διεθνή πολιτικά δρώμενα τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία του. Στη νουβέλα με τίτλο Λι γράφει χαρακτηριστικά:
-Εκεί είναι το στενό Boccatigres. Ο ποταμός Πέρλα που σε πάει στη Whampoa, στην Καντώνα. Εκεί χτυπήθηκαν οι δικοί μας με τους άσπρους πριν πολλά χρόνια. Αυτοί είχαν κανόνια. Εμείς κάτι παλιοτούφεκα που μας είχαν πουλήσει οι ίδιοι. Δεν τους πολεμήσαμε τόσο μ’ αυτά. Είχαμε τουφέκι μας τη χολέρα˙ οι περισσότεροι πήγαν από βλογιά. Ήταν νέοι, όμορφοι με ξανθά μαλλιά. Όσοι γλίτωσαν μείναν σημαδεμένοι για όλη τους τη ζωή. Ένας απ’ αυτούς -ένα παιδί- δεν καταδέχτηκε να γυρίσει στο σπίτι του με χαλασμένο πρόσωπο. Έμεινε δω, ντυνόταν κινέζικα, ξέχασε τη γλώσσα του, τραβούσε ρικσά σαν τους κούληδες και δεν έπαιρνε πελάτη ποτέ από τη ράτσα του. Μονάχα Κινέζους.
Το παράθεμα εστιάζει στην πάλη του κινεζικού λαού εναντίον των Βρετανών. Πιο συγκεκριμένα, η ιστορία που διηγείται η Λι, η πρωταγωνίστρια της ομώνυμης νουβέλας, αναφέρεται στον πόλεμο που κήρυξε η Μεγάλη Βρετανία στην Κίνα το 1856 και είναι γνωστός ως Δεύτερος Πόλεμος του Οπίου. Αφορμή γι’ αυτόν τον πόλεμο στάθηκε το γεγονός ότι τον Οκτώβριο του 1856 οι αστυνομικές αρχές της Καντόνας, με την κατηγορία για λαθρεμπόριο οπίου, συνέλαβαν το πλήρωμα τού υπό βρετανική σημαία πλοίου Arrow. Η ενέργεια αυτή των Κινέζων προκάλεσε την οργή των Βρετανών˙ το βρετανικό πολεμικό ναυτικό, συνεπικουρούμενο από τους Γάλλους, προχώρησε ως αντίποινα στο βομβαρδισμό της Καντόνας και τη σχεδόν ολοκληρωτική ισοπέδωσή της 2. [...]
2. Ο Φίλιππος Φιλίππου, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Άγρα, Αθήνα 1996, σ. 101 εκφράζει αντίθετη άποψη, θεωρώντας ότι ο Καββαδίας αναφέρεται στον πόλεμο των Μπόξερς που έγινε το 1898.
[...] Το αφήγημα τούτο, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1987 από τις εκδόσεις Άγρα, φέρει ημερομηνία 25.12.1968, και διηγείται τη σύντομη συνάντηση του αφηγητή με μια μικρή Κινεζούλα, όταν το πλοίο του φούνταρε ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ και περμένανε να το παραδώσουν στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουνε.
Το βιβλίο αυτό είναι και το μόνο απ' όσο γνωρίζω δημιούργημα του Καββαδία που μεταφέρθηκε στον Κινηματογράφο το 1995 με τον τίτλο "Between the devil and the deep blue sea"
Απόσπασμα
[…] Τότε ήρθε στην πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από τη μέση και κάτω. Με κοιτούσε κατάματα. Πάνω στη φτενή κι αδύνατη πλάτη, σ' ένα μαντίλι που οι δύο άκρες του δένονταν κόμπο κάτω απ' το λαιμό της και οι δύο άλλες στη μέση της, βρισκόταν ένα μικρό κινεζάκι, έξι μηνών. Της είπα να μπει. Δρασκέλισε το σκαλοπάτι με χάρη και χωρίς να κρατηθεί πουθενά.
[…] Δε μ' ακολουθούσε σα σκυλί. Πήγαινε δίπλα μου. Κοιτούσε παντού. Δεν έδειχνε σαστιμάρα ούτε θαυμασμό. Όμως καταλάβαινα και τα δύο να δουλεύουν μέσα της, όταν, ξαφνικά καθώς περπατούσε, σταματούσε ανασηκώνοντας τους ώμους σαν να την πέρναγε αλαφρό ηλεκτρικό ρεύμα.
[…] Θα σου πω ένα παραμύθι, ψιθύρισε. Μεγάλο όσο το ποτάμι της Πέρλας.[...]