Όταν τη μεγάλη απόφαση πήρα να πάγω στα καράβια, κορίτσι εγώ και μάλιστα μεγαλωμένη με αυστηρές αρχές, οφείλω έστω και τώρα, μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια, να εξομολογηθώ πως έκανα το πιο ακατανόητο πράγμα της ζωής μου. Προσπάθησα πολλές φορές από τότε να βρω κάποια εξήγηση. Και στις πολλές που ανακάλυψα σκαλίζοντας τα εσώψυχά μου και της ζωής μου τα τότε μέτρα και σταθμά, ζήτημα είναι αν βρίσκω έστω και μία να στέκεται και στα δυο της ποδάρια.
Βέβαια, τις εξηγήσεις εκείνης της πράξης άργησα πολύ να τις αναζητήσω. Βλέπετε, τον πρώτο καιρό, με είχε πιάσει το πείσμα που «όχι» μου έλεγε ο πατέρας μου, που με κλάματα και απειλές πως θα αυτοκτονήσει με πίεζε η μάνα μου και το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να αποδείξω σε όλους πως μπορώ να τα καταφέρω και να σταθώ στις γέφυρες των πλοίων. Όχι ανώτερη από τους άντρες συναδέλφους μου, τουλάχιστον όμως ισάξια. Ναι, δε θυμάμαι ποτέ φεμινιστικές υπερβολές να οδήγησαν τα βήματά μου. Περισσότερο λειτούργησε η παντελής άγνοια για τις δυσκολίες της θάλασσας και η νεανική ανωριμότητα σε συνδυασμό με την ορμή της ηλικίας. Κι αν θέλετε, έτσι τουλάχιστον πιστεύω, βρήκαν όλα τούτα γόνιμο έδαφος στις αμέτρητες ώρες που πέρασα σαν παιδί με τον Ιούλιο Βερν και τον ασίγαστο πόθο για περιπέτεια.
Σαφώς έπαιξαν ρόλο και άλλες κρίσιμες λεπτομέρειες, και η πιο σημαντική είναι ίσως που στο σπίτι μας ξέχασαν να μας μάθουν πως άλλο πράγμα είναι το κορίτσι και άλλο το αγόρι. Ή πως είναι ντροπή να κάνεις τούτο ή το άλλο επάγγελμα. Αντίθετα θυμάμαι με λόγια και έργα να μας διδάσκουν και οι δυο γονείς μας πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω.
Και λίγο πιο πέρα ήταν και μια γιαγιά πραγματικός καπετάνιος της ζωής που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει στην αξιοσύνη τους αρσενικούς. Η γιαγιά εκ μητρός. Γιατί την άλλη, του πατέρα μου τη μάνα, δεν πρόκαμα να τη γνωρίσω. Και δεν πρόκαμε ούτε κι ο ίδιος να τη χαρεί. Παιδί στα πέντε ήταν όταν την έχασε και τούτο το βαθύ τραύμα χάραξε μέσα του ιερό για όλες τις γυναίκες του κόσμου. Ποτέ μα ποτέ δε θυμάμαι να με ξεχώρισε από τον αδερφό μου και ποτέ σαν πατέρας δε μου απαγόρεψε το παραμικρό με τη δικαιολογία «είσαι κορίτσι». Έτσι έφτασα στα 18 και αντίληψη της αδύναμης φύσης του θηλυκού δεν είχα. Ενώ παράλληλα έπρεπε να αναμετρηθώ με τα πρότυπα των γυναικών της οικογένειας που έστυβαν την πέτρα και της έβγαζαν ζουμί. Μη φανταστείτε τίποτε «νταρντάνες». Α, μπα. Ειδικά η μάνα μου; Μια χαψιά άνθρωπος αλλά σε δύναμη, Γολιάθ.
Τι λοιπόν να με συγκρατήσει σαν μου καρφώθηκε στο νου να πάγω στα καράβια; Και πώς να κάνω πίσω όταν επιτέλους ετούτη η απόφαση έφερε στην επιφάνεια τα «λάθη» της διαπαιδαγώγησής μου και έντρομοι οι γονείς μου έτρεχαν και δεν έφταναν να τα διορθώσουν επικαλούμενοι για πρώτη φορά πράγματα που δεν είχαν ξανακουστεί στο σπίτι μας; Και που τώρα, με γαλήνιο μάτι, καταλαβαίνω πως ούτε οι ίδιοι τα πίστευαν. Τις ίδιες αντιρρήσεις θα είχαν προβάλει και στον αδερφό μου, είμαι σίγουρη. Το χουνέρι όμως τους το έκανα εγώ και εκείνοι μέσα στον πανικό τους δεν κατάφεραν να βρουν τα σωστά επιχειρήματα να μου αλλάξουν γνώμη.
Έτσι έγινε και πέρασε το δικό μου. Και έφτασα περήφανη στον Ασπρόπυργο και έδωσα εξετάσεις. Σαν ήρθε όμως η ώρα να περάσω επίσημα την πόρτα της σχολής, ένιωσα τα ποδάρια μου να τρέμουν. Και πού να το πω; Που να εξομολογηθώ ότι ξαφνικά συνειδητοποίησα πως το καπρίτσιο μου δεν είχε πια κανένα δρόμο επιστροφής δίχως να γίνω ρεζίλι στα μάτια όλων;
Στο μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, ή μάλλον αντίθετα… μπροστά μου ήταν το αρμυρό νερό και πίσω το χάος που έχτισα μόνη μου, κατάπια και έθαψα βαθιά κάθε αγωνία και … Και πήρα φόρα να αποδείξω πως δε λάθεψα. Πως σωστά διάλεξα το δρόμο μου. Λύση άλλη δεν υπήρχε παρά να στρωθώ και να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα. Αλλά το χτυποκάρδι της πρώτης μέρας στη σχολή, δε λησμονιέται. Τότε που, θα το πω και ας γελάσετε, μου μπήκε στο νου πως αν με ρωτήσουν οι δασκάλοι μας πού πέφτει η πλώρη και πού η πρύμη του βαποριού, απάντηση δε θα είχα. Ευτυχώς τέτοια ερώτηση δεν έγινε.
Κι έγινε εκείνη η αγωνία ο καλύτερος σύμβουλος να μην αφήσω βιβλίο για βιβλίο αδιάβαστο. Είκοσι βιβλία μας έδωσε η Σχολή; Εκατό πήγα και αγόρασα εγώ από τα βιβλιοπωλεία του Πειραιά. Τι Τέχνες Ναυτικές και τι Σήματα και τι Φορτώσεις και τι Ναυτικά Δίκαια και τι και τι… Βέβαια τώρα πια άχρηστα στέκουνε στα ράφια όλα τούτα τα βιβλία και μου πιάνουν χώρο που δεν περισσεύει, αλλά σκέψη να τα αποχωριστώ ούτε που να το συζητάτε. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια και ας μην έχω πια καμιά σχέση με τη θάλασσα, ώρες ώρες τα κατεβάζω από το ράφι και τα ξαναδιαβάζω. Ακόμα με κυνηγά θαρρώ εκείνη η παλιά αγωνία. Μη με βρουν με γνώσεις λειψές και με προσβάλουν. Αλλά και από αγάπη. Ναι, αγάπη πραγματική. Ανεξερεύνητη ίσως αλλά ποιος έρωτας μπόρεσε ποτέ να ερμηνέψει το πώς γεννήθηκε;
Μέσα λοιπόν σε όλα "τα θαλασσινά" που πολύ αγάπησα ήταν και οι αέρηδες. Ίσως γιατί αέρας θυελλώδης με παρέσυρε και μένα στα πέλαγα. Κι αέρας φούσκωσε τα μυαλά μου για να παρατήσω τη σιγουριά της στεριάς και να καβαλήσω τα παπόρια… Είπα λοιπόν σήμερα να μοιραστώ μαζί σας όλους αυτούς τους αέρηδες και τους αγέρηδες και τους ανέμους. Μα για να είμαι ειλικρινής, δε θα μοιράσω γνώσεις… Ένα ακόμη ταξίδι θα κάνω. Κι ας μην υπάρχει πια κανένας να ρωτήσει ποιος είναι ο Γρέγος και ποιος ο Γαρμπής. Από πούθε φυσά ο Απηλιώτης και γιατί λέμε το Δυτικό άνεμο Ζέφυρο.
Για να μην πολυλογούμε, αρχή θα κάμω από το ανεμολόγιο. Τον κατάλογο δηλαδή όλων των ανέμων:
Κι επειδή εδώ λίγοι έως κανένας είναι οι ναυτικοί, δε θα σας κουράσω με περιττές λεπτομέρειες που νοιάζουν μόνο τους θαλασσινούς. Το ταξίδι μου θα ρίξει άγκυρα σε τόπο στεριανό για να μπορείτε κι εσείς να το ακολουθήσετε. Και πού καλύτερο τόπο μπορεί κανείς να βρει αν θέλει για ανέμους να μιλήσει παρά στους Αέρηδες της Πλάκας;
Εδώ, στο πολύ γνωστό για τους περισσότερους σημείο, στέκεται αυτό το μνημείο που δίνει το όνομα και σε όλη τη γύρω περιοχή. Στη ράχη του, ή μάλλον στις ράχες του, οκτώ για την ακρίβεια, ακούμπησαν κιόλας πόδι δυο ολόκληρες χιλιετίες. Εκεί που ο αρχαίος καλλιτέχνης, άγνωστο το γιατί, απόθεσε τις αρσενικές μορφές που συμβολίζουν τους ανέμους.
ΒΟΡΕΑΣ (Βόρειος, Τραμουντάνα)
Ο κατά το σχήμα στερεός, ο άνεμος του βουνού. Ένας σκυθρωπός γέρος, τυλιγμένος σε χιτώνα, φυσάει μέσα από ένα μεγάλο κοχύλι.
ΚΑΙΚΙΑΣ (Βορειοανατολικός, Γραίγος)
Ο ερχόμενος από τον ποταμό Κάϊκο, από την περιοχή της Μυσίας. Σκορπίζει χαλάζι από μία ασπίδα.
ΑΠΗΛΙΩΤΗΣ (Ανατολικός, Λεβάντες)
Ο σχετιζόμενος με τον Ήλιο. Ένας νέος φέρνει φρούτα και σιτηρά.
ΕΥΡΟΣ (Νοτιοανατολικός, Σιρόκος)
Αυτός που «καίει». Ένας γέρος ανδρας τυλιγμένος σε βαρύ χιτώνα.
ΝΟΤΟΣ (Νότιος, Όστρια)
Αδειάζει ένα δοχείο με νερό.
ΛΙΨ (Νοτιοδυτικός, Γαρμπής)
Ο ερχόμενος από τη Λιβύη. Κρατάει την πρύμνη καραβιού και το οδηγεί.
ΖΕΦΥΡΟΣ (Δυτικός, Πουνέντες)
Ένας νέος σκορπίζει λουλούδια.
ΣΚΙΡΩΝ (Βορειοδυτικός, Μαΐστρος)
Ο ερχόμενος από τις Σκιρωνίδες πέτρες (κακιά σκάλα). Σκορπάει καυτή στάχτη από ένα χάλκινο δοχείο.
Για το μνημείο, που με το επίσημο όνομα «Ωρολόγιο του Ανδρόνικου του Κυρρήστου» οι ειδικοί το αποκαλούν, θα βρείτε πολλές ακόμη πληροφορίες στο σάιτ Οι Αέρηδες, στο ίδιο που με έβγαλε και μένα ο δρόμος μου σήμερα σαν ξύπνησε από το λήθαργο ο θαλασσοπόρος.
Και σαν εκεί τελέψετε και μάθετε όσα διψά η ψυχή σας, περάστε και από την επίσκεψη των ονομάτων της Θεογονίας. Για να μάθετε πως ο Ζέφυρος δεν είναι κανένας χτεσινός. Από τα γυρογιάλια του Ομήρου φυσά εδώ και τρεις χιλιάδες σχεδόν χρόνια. Μαζί με τον Βορέα, τον Εύρο και το Νότο. Μάλιστα ο Ζέφυρος λέγαν οι αρχαίοι πως κατοικούσε στα άγρια σπήλαια της Θράκης μαζί με τον αδερφό του το Βορέα, κι από κει εξουσίαζαν όλους τους άλλους ανέμους, προσόν που τους είχε παραχωρήσει ο πατέρας των θεών. Λέγεται μάλιστα πως τούτος ο ομορφονιός υπήρξε ο πατέρας του Έρωτα! Και ίσως γι’ αυτό εκεί στους Αέρηδες θα τον δείτε να κρατά λουλούδια στα χέρια. Σαν τα λουλούδια που και ο γιος του ξεσηκώνει τους ερωτευμένους να μαδούν για τους αγαπημένους τους.
Να το λοιπόν το κέρδος μου από τούτο το ταξίδι. Γιατί θα το εξομολογηθώ κι αυτό, σήμερα έμαθα αυτές τις λεπτομέρειες. Πού να το φανταστώ εγώ πως τέτοια ιστορία βαριά σέρνει πίσω του; Θυμάμαι μόνο που σαν παιδί τόσο με ενθουσίαζε το όνομά του που το είχα διαλέξει για λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Ξέρετε δα τη γνωστή μανία όλων των παιδιών να σκαρώνουν ποιήματα… Η δική μου, το ομολογώ, είχε φτάσει ακόμη και στο λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Και με το ίδιο ξεχασμένο όνομα θα υπογράψω και σήμερα… Με την απορία να φουντώνει. Ποια κρυφή δύναμη από παιδιά ακόμη μας τραβά στο πεπρωμένο μας; Και ποια μοίρα κακή φθονεί και καταριέται και πίσω μάς γυρίζει; Μας αρπάζει από τις γέφυρες και τις πλώρες και μας κλειεί σε μπαλκόνια και διαμερίσματα όπου ανώνυμοι φυσούνε οι άνεμοι κι αντί για το τραγούδι τους το πανάρχαιο ακούμε μόνο το βογκητό τους;
Ζεφύρα Νότου