Προσέξτε παρακαλώ στη μέση του καταστρώματος δυο μικρές άσπρες κατασκευές, μπροστά από τα μεσιανά κατάρτια. Είναι χώροι αποθηκευτικοί. Στα πλοία τέτοιες αποθήκες λέγονται μαγαζιά. Και βρίσκεις εκεί διάφορα υλικά που προμηθεύεται το πλοίο για εργασίες συντήρησης. Πχ κουτιά με χρώματα, εργαλεία κλπ.
Είμαι που λέτε δοκιμάκι στο καράβι και δεν ξέρω την τύφλα μου ακόμη. Όχι στο Άρροου, αλλά στο ΕΛΑΦΙΝΑ, ένα μεσαίου μεγέθους φορτηγό ξηρού φορτίου. Το καράβι δηλαδή που μπάρκαρα πρώτη φορά για να κάνω το εκπαιδευτικό ταξίδι ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο έτος της σχολής. Ούτε να περπατήσω στο κατάστρωμα δεν ήξερα. Το κατάστρωμα που λέγεται αλλιώς και κουβέρτα.
Η εκπαίδευση ήταν τέσσερις ώρες στη γέφυρα του πλοίου με την επίβλεψη του ανθυποπλοίαρχου και άλλες τέσσερις στο κατάστρωμα για να μάθω και εκεί τις εργασίες. Στη γέφυρα με τα κανονικά μου ρουχαλάκια, τζινάκι, κανένα λακόστ που ήταν της μοδός τα χρόνια εκείνα, και αδιαβροχάκι
αντιανεμικό για τις στιγμές που έβγαινα στη βαρδιόλα, έξω από τη γέφυρα. Στην κουβέρτα με φόρμα και σπορτέξ. Σήμερα επιβάλλονται ειδικά παπούτσια ασφαλείας και κράνος. Εκείνα τα χρόνια όμως τα παλιά ήταν πιο λάσκα η κατάσταση.
Κατεβαίνω το λοιπόν μια μέρα στην κουβέρτα, σεινάμενη και κουνάμενη, άκρη μπρεεεεεε, περνά κοτζάμ αυριανός καπετάνιος!!! και με παραλαμβάνει ο λοστρόμος ή και μπόσης στη ναυτική διάλεκτο. Πα να πει το αφεντικό των ναυτών. Διότι ως δόκιμος ήμουν κατώτερη και από ναύτης. Τελευταία τρύπα της φλογέρας. Και μάλιστα ως πρωτόμπαρκη. Άλλο που ήμουν κοριτσάκι και με πρόσεχαν και με κανάκευαν. Αν ήμουν αγόρι, θα με είχαν πεθάνει στο καψόνι για να στρώσω στο επάγγελμα. Όπως κάνουν στο στρατό για τους νεοσύλλεκτους, τις ψαρούκλες. Δεν είναι και πολύ μακριά η νοοτροπία του πλοίου από το στρατό, εξάλλου αξιωματικούς έχουν και τα πλοία.
Και μου δίνει ο λοστρόμος έναν κουβά που είχε μέσα διάφορα. Ούτε και ήξερα τι ήταν.
- Στο μεγάλο μαγαζί! προστάζει.
Ουπς........ ποιο είναι το μεγάλο; Οέο???
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω, ψάχνοντας να βρω ποιο μαγαζί είναι το μεγαλύτερο. Και έχει αρκετά μαγαζιά το κάθε καράβι. Και στην πλώρη, στο καμπούνι που έλεγε τις ιστορίες του ο Καββαδίας, και τριγύρω από το ακομοδέσιο που είναι πίσω την πρύμη. Και κάτω από τα κατάρτια ή τα μηχανήματα φορτοεκφόρτωσης, τις μπίγες ή τα κρένια.
Στην κολότσεπη στάνταρ το τετραδιάκι το σπιράλ και ένα στυλό. Να κρατώ σημειώσεις από την ορολογία του πλοίου μπας και καταφέρω να μάθω το νέο μου σπίτι...
Μαγαζί, μαγαζί, μαγαζί........ τα έχω γυρίσει όλα και δεν μπορώ να αποφασίσω ποιο είναι πανάθεμά το το μεγαλύτερο. Οπότε τσουφ, πέφτω πάλι πάνω στο λοστρόμο.
- Ε, τι κάνεις, μου φωνάζει. Ακόμη με τον κουβά είσαι;;;
Ξεροβήχω και παραδέχομαι ότι μπερδεύτηκα. Δεν ξέρω κατά πού πέφτει το μεγάααααλο μαγαζί του καραβιού μας!
Βουτάει ο λοστρόμος τον κουβά και κραπ! τον εκσφενδονίζει στη θάλασσα. Βίδες, κουτάκια, ξυλαράκια, στουπιά και άλλα όμοια σκάνε στο νερό. Μαζί και ο κουβάς, άδειο κουτί από μπογιά. Άλλα βουλιάζουν άλλα παιχνιδίζουν στην επιφάνεια.
Εγώ τα μάτια γουρλωμένα να. Και το στόμα του χάνου. Ψαρούκλα με τα όλα μου.
Βγάζω μετά το τετραδιάκι το σπιράλ. Και σημειώνω: