Στη μάνα μου... Που σαν ήρθαν τα δύσκολα εκείνη θυμόμουν. Κι ας μη τα πήγαινα καλά με αγίους και θρησκείες, το "κονισματάκι της" αγκάλιαζα για να πάρω δύναμη. Γιατί ήταν από το χέρι της δοσμένο και μυρωμένο με την αγάπη της.
Στη μάνα μου, που σαν έφευγα για το καράβι, πάντα τρύπωνε μέσα στη βαλίτσα μου ένα χαρτάκι με στίχους. Να το βρω σαν φτάσω στο βαπόρι και να στεριώσει καλά το ταξίδι:
"Αψήφισες τους δισταγμούς
και το κατεστημένο
το τσάκισες με βια.
Εσήκωσες τις άγκυρες
άνοιξες τα πανιά σου
και φεύγεις μακριά.
Ώρα καλή παιδί μουκαι πάρε την ευχή μου
μαζί σου φυλαχτό,
να βρεις λιμάνια απάνεμα,
τις θάλασσες σα λάδι
και πρίμο τον καιρό.
Εμάς π' αφήνεις πίσω σουδιόλου μη συλλογάσαι
γλαράκι μου μικρό,
γλυκιά μας καπετάνισσα
άνοιξε τα φτερά σου
και σύρε στο καλό.
Κι απ' όσα δουν τα μάτια σουκι απ' όσα θα γνωρίσεις
το τέλειο να κρατείς
και να περνάς χαρούμενα
κι ωραία τη ζωή σου
ώσπου να ξαναρθείς.
Με αγάπηΗ μανούλα σου "
Στη μάνα μου, που έπεσε λιπόθυμη όταν είδε από μακριά κρεμασμένες εφημερίδες στα περίπτερα να μιλάνε για ναυάγιο... Που έβρεχε στην Αθήνα και νόμιζε πως έχει τρικυμία στον Ειρηνικό. Στη μάνα μου, που όταν πιάσαμε Δραπετσώνα και ήρθε να δει πού δουλεύει η κόρη της, η μοσχοθυγατέρα της, γιατί έτσι με είχε κουναρημένη, με τα χίλια καλά κι ας στερούταν η ίδια για να μου τα προσφέρει... και είδε τα χάλια τα βαπορίσια και φρύαξε η γυναίκα. Εδώ που τα λέμε, έπεσε και στην περίπτωση. Διότι ήταν το χειρότερο παπόρο που έκανα.
Κι ευτυχώς απελύθην μετά πολλών επαίνων. Συνδικαλίστρια γαρ από τα γεννοφάσκια μου και έβγαλα γλώσσα στον καπετάνιο για το σιτηρέσιο και αρνήθηκα κι από πάνω να κάνω ματσακόνι την ώρα της βάρδιας στη γέφυρα. Και το χειρότερο; Όταν μου ζήτησε να ράψω την ξηλωμένη κουρτίνα του τσαρτ ρουμ, γιατί σαν γυναίκα θα πιάνουν τα χέρια μου, του έκοψα το βήχα και του είπα πως αυτή είναι δουλειά για τα καμαρωτάκια και όχι για αξιωματικό γέφυρας. Ναι. Και δε μετάνιωσα και ποτέ. Γιατί αυτά που τράβηξα σ' αυτή την εταιρεία, να μην τα τραβήξει ναυτικός, είτε γυναίκα είτε άντρας.
Και μπορεί σε αγίους να μην πιστεύω, μα αν άγιος των ναυτικών υπάρχει, με λυπήθηκε με τόσα βάσανα και μου έστειλε μπουναμά ανέλπιστο. Ακτή Μιαούλη 85 ήταν η εταιρεία. Στους επάνω επάνω ορόφους. Και σαν πήγα για την απόλυση, και μπήκα στο ασανσέρ να κατέβω, πιάνει το μάτι μου να γράφει στον πρώτο όροφο την εταιρεία του Ωνάση. Την Σπρίγκφιλντ. Και λέω, δε χάνω τίποτα. Ας κάνω μια ερώτηση. Κι έτσι έγινε και βρέθηκα στα βασιλοβάπορα του Αριστοτέλη ή μάλλον της Χριστίνας, γιατί η Χριστίνα ήταν τότε το αφεντικό. Ζωή και κότα. Η μέρα με τη νύχτα. Και δεν ξέρω τι λένε για τον Ωνάση οι διάφοροι, εγώ όμως πίνω ακόμη νερό στ' όνομά του και τον μνημονεύω να αγιάσουν τα κοκαλάκια του. Γιατί ήξερε να προσέχει τους ανθρώπους που του δουλεύανε. Και να τους κάνει να αισθάνονται σημαντικοί για την εταιρεία και όχι ένα κομμάτι κρέας.
Και λέω πως όλα αυτά ίσως και να μην είχαν συμβεί ποτέ έτσι αν δε είχε πατήσει η μάνα μου το πόδι της στο καράβι και δεν είχε δει τα κατάντια μου. Γιατί ξέρετε, των μανάδων οι επιθυμίες έχουν μεγάλη δύναμη. Και της δικής μου ακόμη μεγαλύτερη, αφού στο τέλος τα κατάφερε ακόμη και να με βγάλει από τα καράβια και να με κάνει δασκάλα... Έστω και έτσι όμως, το τραγούδι είναι εξαιρετικά αφιερωμένο για εκείνη. Γιατί τις "ώρες του χαμού" ένιωθα πάντα την ευχή της κοντά μου να με προστατεύει...
Η ευχή της μάνας. Στο ίδιο εικόνισμα πάντα κολλημένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Welcome onboard! Αφήστε μας το μήνυμά σας και θα προσπαθήσουμε να σας απαντήσουμε το συντομότερο δυνατό. Εκτός αν αλλού αρμενίζουμε... Οπότε κουράγιο μέχρι να καταπλεύσουμε και πάλι στο λιμάνι...